Γ. Δαλιανίδης: "Ζω μόνο για τη δουλειά μου και την αγάπη"

26.12.2008
Είναι ο σκηνοθέτης των μεγαλύτερων επιτυχιών της Φίνος Φιλμ, των σινεμασκόπ ταινιών που λάτρεψε όλη η Ελλάδα με τη μοναδική λαμπερή και φινετσάτη ατμόσφαιρα και πρωταγωνιστές τα πιο λαμπρά αστέρια.

Aπό την ΑΡΙΑΝΝΑ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

Είναι ο σκηνοθέτης των μεγαλύτερων επιτυχιών της Φίνος Φιλμ, των σινεμασκόπ ταινιών που λάτρεψε όλη η Ελλάδα με τη μοναδική λαμπερή και φινετσάτη ατμόσφαιρα και πρωταγωνιστές τα πιο λαμπρά αστέρια. Με τη σκηνοθετική του μπαγκέτα ανέδειξε τους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς του ελληνικού σινεμά. Μετά από μια μακρόχρονη απουσία από τα καλλιτεχνικά δρώμενα, εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας, επιστρέφει στη δράση και μας ανοίγει την καρδιά του.

Επιστροφή στο θέατρο και όχι στην τηλεόραση, όπως θα περιμέναμε όλοι, αφού κι εκεί έχει σημειώσει τεράστιες επιτυχίες με τηλεθέαση ρεκόρ, επιτυχίες που ανέδειξαν τους νέους πρωταγωνιστές της εποχής.

Ο Γιάννης Δαλιανίδης επιστρέφει λοιπόν στο θέατρο, που παραμένει η μεγάλη του αγάπη, και σκηνοθετεί τον Στάθη Ψάλτη σε έναν τελείως διαφορετικό ρόλο από αυτούς που τον έχουμε συνηθίσει, στη μουσικοχορευτική παράσταση «Ένας ταξιτζής στην μπανιέρα μου» στο Θέατρο «Ορφέας» (πρώην «Χατζηχρήστου»), κάνοντας μια διασκευή-σκηνοθεσία που συνάδει με την επιτυχημένη πορεία του. Μαζί του ένας άλλος σπουδαίος δημιουργός, ο μοναδικός Μίμης Πλέσσας, ο οποίος συναντά πάλι τον αγαπημένο του φίλο ντύνοντας μουσικά την παράσταση με μερικά από τα σπουδαιότερα τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου.

Συνάντησα τον κ. Δαλιανίδη στο Θέατρο «Ορφέας» και, όπως ήταν φυσικό, ξεκίνησα τη συνέντευξη κάπως έτσι:

Μετά από πόσα χρόνια ξαναβρεθήκατε με τον Μίμη Πλέσσα, με τον οποίο συνεργαστήκατε σε όλες τις μεγάλες κινηματογραφικές σας επιτυχίες; Πώς νιώθετε;

«Με πιάνεις αδιάβαστο... Επαγγελματικά είναι κάμποσα χρόνια, γιατί φιλικά ήμασταν πάντοτε κοντά και βλεπόμασταν. Είμαστε πολύ καλοί φίλοι και εκτιμούμε απεριόριστα ο ένας τον άλλο. Έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από τη συνεργασία μας. Από τις πρώτες μουσικές παραστάσεις που δημιούργησα ήταν δίπλα μου ο Μίμης».

Ήσασταν το επιτυχημένο δίδυμο του ελληνικού σινεμά. Υπήρχε κάποια συνταγή για αυτή την τεράστια επιτυχία;

«Ήμασταν στο ίδιο μήκος κύματος. Ο Μίμης ξεκίνησε από την τζαζ μουσική, κι έτσι έμμεσα είχαμε κοινή αφετηρία, λόγω κλασικού μπαλέτου και του παρελθόντος μου ως χορευτή. Καταλάβαινε ο ένας το χιούμορ του άλλου, ανεχόταν ο ένας το χιούμορ του άλλου. Ως χαρακτήρες, ως προέλευση, ως αγωγή, εν κατακλείδι, η αισθητική μας ήταν κοινή».

Οι καλοί συνεργάτες ήταν η αρχή του παντός στις μεγάλες σας επιτυχίες στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Τι άλλο ήταν καθοριστικό;

«Εν αρχή ην ο λόγος. Κακά τα ψέματα. Ακόμα και μια ταινία-υπερθέαμα, αν δεν υπάρχει σωστό σενάριο, θα αποτύχει. Τότε είχαμε μεγάλους σεναριογράφους, κωμωδιογράφους. Πατήσαμε πάνω στα αχνάρια τους, φτιάξαμε ηθογραφίες της εποχής με ήρωες τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Η λαχτάρα για δημιουργία και το κέφι μας έβγαιναν σε αυτά τα μιούζικαλ, που έμοιαζαν μεν ξενόφερτα, αλλά ακουμπούσαν στην ελληνική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, το Μερικοί το προτιμούν κρύο ήταν η τέλεια ηθογραφία της εποχής: τα αδέρφια που δεν μπορούσαν να παντρευτούν αν δεν πάντρευαν τις αδερφές τους. Το Κάτι να καίει, για την εσωτερική μετανάστευση των νέων που κατέβαιναν στην Αθήνα για να βρουν ευκαιρίες να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Δεν υπήρχε συνταγή. Υπήρχε η αλήθεια της εποχής, που είχε ανάγκη από ένα χαμόγελο, κι εκείνες οι ταινίες σού το χάριζαν απλόχερα».

Τότε σκορπίζατε το γέλιο απλόχερα, σήμερα υπάρχει κωμωδία;

«Σήμερα το γέλιο θέλει προσπάθεια. Σαν να βγαίνει από το υπογάστριο».

Επιστρέφετε φέτος μετά από αρκετά χρόνια απουσίας από τα καλλιτεχνικά δρώμενα. Πώς έγινε και είπατε «ναι» στην πρόταση του θεατρικού επιχειρηματία κ. Πλατάκη;

«Ήθελα να φύγω από το δωμάτιο, όπου έγραφα συνεχώς, να βγω έξω. Η διάθεση υπήρχε και ήρθε η πρόταση την κατάλληλη στιγμή. Εκείνο που με οδήγησε σε αυτή τη δουλειά ήταν η απέραντη εκτίμησή μου για το ταλέντο του Ψάλτη. Είναι από τα μεγαλύτερα κωμικά ταλέντα της γενιάς του. Ήρθε και μου μίλησε. Ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό. Από εκεί και πέρα η επόμενη σκέψη μου ήταν ποιος θα ήταν ο μουσικός και δεν ήταν δυνατό να είναι άλλος από τον Μίμη. Ήξερα το αποτέλεσμα. Θα ήταν το καλύτερο».

Χαίρομαι, γιατί σας βλέπω ενθουσιασμένο.

«Είχα περάσει μια περίοδο αδράνειας, λόγω της περιπέτειας που είχα με την υγεία μου, και τώρα νιώθω ότι επέστρεψα στο φυσικό μου χώρο. Είναι φυσικό να νιώθω ενθουσιασμό. Μην ξεχνάτε ότι πάντα ό,τι έκανα, το έκανα με κέφι. Για μένα η δουλειά είχε πάντα την πρώτη θέση. Θα έλεγα ότι κυριολεκτικά ζω μόνο για αυτό και για την αγάπη προς τους ανθρώπους».

Ένας Δαλιανίδης με τους ανθρώπους του σινεμά στα πόδια του πρέπει να έχει εισπράξει πολλή αγάπη...

«Προσπαθώ και να την κατακτήσω, να την πάρω από τους άλλους και να την ανταποδώσω. Το θεωρώ πολύ σημαντικό, ακόμη και αν κάποιοι που τους δίνεις απλόχερα την αγάπη σου την αμφισβητήσουν».

Να επιστρέψω στην παράσταση. Τελικά, το αποτέλεσμα δικαίωσε το «ναι» που είπατε στην πρόταση που σας έγινε;

«Όταν ξεκινάς με στόχο το 100% της ελπίδας σου για το αποτέλεσμα και πιάσεις το 80%, είσαι κερδισμένος. Εγώ έπιασα το 85% και την αγάπη του κόσμου που έρχεται να δει την παράσταση, άρα έχω κάθε λόγο να είμαι πολύ ευχαριστημένος. Ξέχασα να πω για τις θαυμάσιες χορογραφίες του Άγγελου Χατζή και τις εξαιρετικές μακέτες και τα σκηνικά του Σάββα Πασχαλίδη. Θέλω να ευχαριστήσω τον Πλατάκη, που μου έδωσε τα μέσα να κάνουμε μια πολύ καλή παράσταση και με πολύ καλούς ηθοποιούς. Έναν Ψάλτη που στηρίζει τη παράσταση, τον εξαίρετο Γιώργο Βασιλείου, την παλιά μου γνώριμη, το αφελές κοριτσάκι που υποδύεται την αφελή μαμά Μαρία Ιωαννίδου, την εκπληκτική Λουκία Παπαδάκη, την ταλαντούχα Χριστίνα Ψάλτη. Συνήθως οι κυρίες των πρωταγωνιστών δεν αποδίδουν τόσο όσο πρέπει και ήταν πάντα ένα βάρος για τους συνεργάτες. Εδώ έχουμε μια νεαρή ηθοποιό που αποδίδει με ταλέντο και ευσυνειδησία το ρόλο της. Επίσης, είχα κάνει μια οντισιόν και ψάρεψα εκπληκτικά νέα παιδιά που στέκονται στη σκηνή σαν επαγγελματίες».

Θεωρείστε ο μέντορας και ο άνθρωπος που σας χρωστάνε χρυσές καριέρες μεγάλα ονόματα του καλλιτεχνικού χώρου. Σήμερα πώς βλέπετε τους νέους ηθοποιούς;

«Οι σημερινοί καλοί ηθοποιοί είναι περισσότεροι σε αριθμό και έχουν καλύτερα και πλουσιότερα εφόδια. Μη βλέπετε που είχα επιλέξει κάποια ιερά τέρατα. Σήμερα υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός καλών ηθοποιών, με γνώσεις και σπουδές στο χορό και στο τραγούδι».

Ποιες είναι οι αντιδράσεις του κόσμου στην καινούργια σας δουλειά;

«Με πλησιάζουν και μου λένε μπράβο και ότι είδαν έναν εντελώς διαφορετικό Ψάλτη. Ο κόσμος δέχτηκε ευχάριστα το πάντρεμα του παλιού με το καινούργιο. Αυτό το έκανα γιατί πιστεύω ότι σε αυτές τις μουσικοχορευτικές παραστάσεις πρέπει να τους ευχαριστείς όλους. Αν το καταφέρεις, πέτυχες το στόχο σου».

Θα ήθελα να ήμουν μια μύγα ανάμεσα σ' εσάς και τον κύριο Πλέσσα, να ακούσω τι είπατε μόλις τελείωσε η πρόβα τζενεράλε;

«Θα σας απογοητεύσω αν σας πω: Τους γελάσαμε και πάλι».

Πιστεύω ότι όλοι οι σπουδαίοι δημιουργοί είναι μετριόφρονες, οπότε καταλαβαίνω τι μου λέτε. Πέρα από αυτό;

«Έχουμε ήσυχη τη συνείδησή μας».

Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα;

«Στο μυαλό μου τριγυρίζουν διάφορες διαβολιές. Πρέπει να σκεφθώ αν θα κάνω το γύρισμα μιας ταινίας. Συζητάω, μου έχουν γίνει κάποιες προτάσεις. Είμαι διστακτικός αν θα κάνω τελικά κωμωδία, κοινωνικό δράμα ή μια μουσικοχορευτική ταινία για μεγάλους».

Ποια είναι η φιλοσοφία ζωής σας;

«Ο καθένας σηκώνει το δικό του λάβαρο. Στο δικό μου υπάρχει σαν σύνθημα το vivre pour vivre, δηλαδή, να ζεις για να ζεις. Όταν αγαπάς τη ζωή και θέλεις να τη ζεις, δεν γερνάς. Βάζεις πάντα ένα στόχο, ακόμη και άφταστο. Αυτό σε κάνει να πολεμάς με τεντωμένο το χέρι για να τον φτάσεις, αλλιώς πρέπει να πέσεις από τώρα κάτω από την ταφόπλακα και να περιμένεις το τέλος. Αυτή είναι η αλήθεια».

Έχετε δηλαδή πάντα το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον;

«Στο αύριο, όπου κάτι μικρό ή μεγάλο θα σε κάνει ευτυχισμένο. Αν μπορείς να αγωνίζεσαι συνεχώς για το στόχο σου, είσαι ευτυχής. Δεν ξέρω, αλλά τα τελευταία γεγονότα στην πόλη μας, στη χώρα μας με έχουν στεναχωρήσει, με έχουν επηρεάσει. Δεν μπορούμε να αδιαφορούμε. Αναρωτιέμαι και προβληματίζομαι βαθιά αυτές τις μέρες. Μήπως είναι εγωιστικό να φροντίζεις για τον προσωπικό σου στόχο, αντί να συμβάλλεις στο κοινό καλό, στο καλό όλων;».

Εσείς είπατε προηγουμένως ότι οι ταινίες σας προσέφεραν απλόχερα το χαμόγελο σε ένα λαό που το είχε τόσο ανάγκη. Και σήμερα το ίδιο κάνετε. Διαφωνείτε;

«Η αλήθεια είναι ότι τον καιρό που κάναμε τις ταινίες είχαμε κατηγορηθεί ότι αποπροσανατολίζαμε τον ελληνικό λαό. Εμείς νομίζω ότι το γέλιο και το κέφι που δίναμε με το χορό και το τραγούδι, ύστερα από έναν τραγικό εμφύλιο, στην εποχή της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, της φτώχειας, ήταν η ανάπαυση του πολεμιστή. Η λαϊκή ψυχαγωγία είναι πρώτη ανάγκη και ιδιαίτερα σε ένα λαό που δεν μπορεί να έχει την πολυτέλεια να αντλεί αυτό το κέφι ή το χαμόγελο από τις συνθήκες της προσωπικής του ζωής».