Γέρζι Σκολιμόφσκι: Στην ηλικία σου ήμουν επαναστάτης

05.11.2008
Ο τίτλος και η φωτογραφία του παρακάτω κειμένου είναι παρμένα από την πρωτη μεγάλου μήκους ταινία του Πολωνού σκηνοθέτη, το «Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά: Ουδέν». Και παρ όλο που μας χωρίζουν 44 ολόκληρα χρόνια από την εποχή του φιλμ αυτού, η κληρονομιά του Γέρζι Σκολιμόφσκι παραμένει σταθερά μια από τις πιο συναρπαστικές φιλμογραφίες στο μεταπολεμικό σινεμά της Ευρώπης. Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την απόφασή του να απουσιάσει από τη μεγάλη οθόνη, ο Πολωνός δημιουργός επιστρέφει από την καλλιτεχνική του εξορία με το «Τέσσερις Νύχτες Με Την Αννα». Μια ταινία που πιστοποιεί ότι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες στον κόσμο δεν είπε ακόμη την τελευταία του κουβέντα. Απλούστατα επειδή, παρά τα εβδομήντα χρόνια της ηλικίας του, ΑΡΝΕΙΤΑΙ πεισματικά να γεράσει.

Από την Δέσποινα Παυλάκη

Ο συμπτωματικός τουρίστας
«Ο Γέρζι πάντοτε ήταν ζωγράφος, αλλά όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, στράφηκε στον κινηματογράφο ως εναλλακτική μορφή έκφρασης. Δεν σταμάτησε όμως ποτέ να ζωγραφίζει. Ηταν η παρηγοριά του ανάμεσα στις ταινίες. Η παρηγοριά του πέρα από το σινεμά». Τζούλιαν Σνάμπελ

Η Εγκατάλειψη
Ακόμα κι αν γνωρίζετε το έργο του, ίσως να μην ξέρετε ότι αυτή τη στιγμή ο Γέρζι Σκολιμόφσκι ζει σ' ένα σπίτι στο χείλος ενός γκρεμού πάνω απ τον ωκεανό του Μαλιμπού. Ζωγραφίζει καθημερινά κάτω απ τα δέντρα, σκαρφαλώνοντας κάθε τόσο στα ψηλότερα κλαδιά τους για να ατενίσει το τελικό αποτέλεσμα, αφού οι γενναιόδωρες πινελιές του γεμίζουν αχανή τελάρα πολλών μέτρων και η προοπτική χάνεται αν δεν απομακρυνθείς λίγα μέτρα απ τη γη. Οπως άλλωστε επιβεβαιώνει και ο Σνάμπελ, ο Σκολιμόφσκι πάντοτε ζωγράφιζε. Απλώς δεν είχε ποτέ το χρόνο να αφοσιωθεί στην τέχνη του. Μέχρι που μια μέρα, μετά από ατελείωτες κινηματογραφικές αναζητήσεις, ανακάλυψε ότι είχε το δικαίωμα να κάνει λάθος. Συγχώρεσε τον εαυτό του που, έκτος από καλλιτέχνης, υπήρξε μισθοφόρος και ζητιάνος. Εκανε ταινίες καλές και κακές. Βρήκε τον εαυτό του και τον άφησε ξανά να χαθεί. Λίγο πριν βουλιάξει για πάντα, πιάστηκε από ένα πινέλο και ξαφνικά οι μέρες έγιναν μήνες, οι μήνες έγιναν χρόνια, και ο κινηματογραφικός χρόνος σταμάτησε να μετράει.

Εκτός από σκηνοθέτης και ζωγράφος, όμως, ο Γέρζι Σκολιμόφσκι υπήρξε πολλά πράγματα ακόμη. Ξεκίνησε ως μποξέρ, ίσως γι αυτό η κάμερα του να μη στεκόταν ούτε λεπτό, ενώ η φιλμογραφία του απαρτιζόταν από τίτλους γεμάτους κίνηση («Walkover», «Βarrier», «Departure», «Ηands Up!», «Deep Εnd»), σωματική προσπάθεια και αθλητική δυναμική. Οσο για το σκηνοθετικό του στυλ, αντηχούσε ξεκάθαρα την αγάπη του για τη μουσική. Ως ταλαντούχος ντράμερ, είχε απαρνηθεί την ευκολία μιας συγκεκριμένης δομής, κινηματογραφώντας τις ταινίες του σύμφωνα με τις επιταγές της καθαρόαιμης τζαζ: με μοναδικό, δηλαδή, οδηγό τον ρυθμό και τον αυτοσχεδιασμό. Οσο για το σενάριο, οι ποιητικές συλλογές της νιότης του («Quelque part pres de soi», «La Hache et le ciel») τον έσωσαν από τη γραμμικότητα: «Ως ποιητής» έχει πει, «το μυαλό μου είναι εκπαιδευμένο να ακολουθεί το μονοπάτι των ποιητικών συνειρμών. Δεν φοβάμαι να απομακρυνθώ από σταράτες αφηγήσεις. Αισθάνομαι απολύτως ασφαλής με μια ιστορία που σε προκαλεί είτε να την πιστέψεις είτε όχι!».

Η Αναχώρηση
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: όλα ξεκίνησαν το 1960 στο Ομπορι, όταν κρυφάκουσε τον Αντρέι Βάιντα και τον Γέρζι Αντρεϊγιέφσκι (συγγραφέα του «Στάχτες Και Διαμάντια») να καταστρώνουν ένα σενάριο. Ή μάλλον καλύτερα, όλα ξεκίνησαν στις 5 Μαϊου του 1938, όταν ο Γέρζι Σκολιμόφσκι γεννήθηκε στο Λοτζ της Πολωνίας, την ίδια στιγμή που η χώρα του επανεμφανιζόταν στον ευρωπαϊκό χάρτη μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο πολωνικός κινηματογράφος εμφανίστηκε στο προσκήνιο την ίδια περίπου μεταπολεμική περίοδο, παίρνοντας μερικές βαθιές ανάσες πριν καταδυθεί πάλι στα σκοτεινά βάθη του Δεύτερου Παγκοσμίου. Η ενδιάμεση περίοδος δεν πρόλαβε να αλλάξει ιδιαίτερα το τοπίο, αφού το μόνο που κατάφερε να φυτρώσει στο άγονο κινηματογραφικό έδαφος της χώρας ήταν μερικά yiddish απολιθώματα χαμηλού προϋπολογισμού, που όμως κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τη ζωτικότητα των Εβραίων της Ευρώπης, πριν τους αφανίσει το Ολοκαύτωμα.

Μετά το τέλος των εχθροπραξιών, ο εγχώριος κινηματογράφος είχε καταντήσει ρημάδι. Μοναδικός αρμόδιος για την αναστήλωσή του ήταν η κομμουνιστική κυβέρνηση, που όμως μπήκε στο παιχνίδι με ξεκάθαρες πολιτικές βλέψεις. Μέχρι τη δεκαετία του 50 όλα ήταν ασπρόμαυρα και νεορεαλιστικά, μέχρι που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Αντρέι Βάιντα. Εν τω μεταξύ ο Σκολιμόφσκι ζούσε την πιο τραυματική περίοδο της ζωής του, γεμάτος βιώματα που έμελλαν να τον σημαδέψουν για πάντα. Ως μικρό παιδί, τον ανέσυραν από τα ερείπια ενός βομβαρδισμένου σπιτιού στη Βαρσοβία, ενώ ο πατέρας του, τιμημένο μέλος της πολωνικής αντίστασης, εκτελέστηκε από τους Ναζί. Η μητέρα του συνέχισε να αντιστέκεται με τον τρόπο της, κρύβοντας μια εβραϊκή οικογένεια στο σπίτι τους μέχρι το τέλος του πόλεμου, ενώ ο μικρός Γέρζι ήταν αναγκασμένος να δέχεται τα κεράσματα των Γερμανών στρατιωτών για να μην κινήσει τις υποψίες. Στο σχολείο, όμως, οι αποβολές διαδέχονταν η μια την άλλη.

Το 1954, την εποχή δηλαδή που ο Βάιντα έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του («Α Generation»), ο Σκολιμόφσκι είχε ήδη αποφασίσει να πάει στο Πανεπιστήμιο, παρά το σκούρο σχολικό του μητρώο. Μοναδικό του κίνητρο ήταν να γλιτώσει τη στρατιωτική θητεία. Παρά τα αρνητικά προγνωστικά, αποφοίτησε με πτυχίο εθνογραφίας και λογοτεχνίας, μερικές ποιητικές συλλογές, αρκετές νουβέλες και ένα θεατρικό έργο στο βιογραφικό του. Η σημαντικότερη στιγμή της ακαδημαϊκής του καριέρας, πάντως, ήταν η γνωριμία του με τον ίδιο τον Βάιντα.

Καθισμένος στο διπλανό τραπέζι σ' ένα «Σπίτι Δημιουργικής Εργασίας», όπου συγγραφείς παρήγαγαν έργο υπό την προστασία της κομμουνιστικής κυβέρνησης, ο Σκολιμόφσκι τον άκουσε να καταστρώνει μεγαλόφωνα το νέο του σενάριο: «Στο διπλανό τραπέζι ο Βάιντα και ο Αντρεϊγιέφσκι είχαν ξεσηκώσει τον τόπο. Εγραφαν κάτι με νέους, που υποτίθεται ότι θα ήταν το σενάριο για την επόμενη ταινία του πρώτου. Ημουν ο μοναδικός εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς στο Ομπορι (ο μέσος όρος ηλικίας ήταν 100 χρονών!), οπότε μου έδωσαν το κείμενο και μου ζήτησαν τη γνώμη μου. Για μένα ο κινηματογράφος δεν υπήρχε ακόμη, οι αναφορές μου ήταν περιορισμένες. Τους είπα, λοιπόν, ότι δεν ήταν καλό: Αυτοί οι χαρακτήρες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, τι είναι αυτά που γράφετε; Οι νέοι άνθρωποι παίζουν τζαζ, μποξ ισχυρίστηκα. Ε, τότε κ. Γέρζι να μας πείτε εσείς πως θα πρεπε να το κάνουμε, με προκάλεσε ο Βάιντα. Το ίδιο βράδυ ετοίμασα ένα προσχέδιο 10 σελίδων, που αργότερα θα γινόταν το Innocent Sorcerers».

Ψηλά Τα Χέρια!
Ακολούθησε η θρυλική συνεργασία του με τον συμφοιτητή του, Ρόμαν Πολάνσκι («Μαχαίρι Στο Νερό»), που έστειλε τον δεύτερο κατευθείαν στο εξώφυλλο του Time Magazine. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην κινηματογραφική σχολή του Λοτζ -όπου γράφτηκε για να γλιτώσει την κακοπληρωμένη μαθητεία ως βοηθός σκηνοθέτη- ακολούθησε τη σοφή συμβουλή του μέντορά του Αντρέι Μουνκ και χρησιμοποίησε το φιλμ που τους παραχωρούσε η σχολή για να γυρίσει τμηματικά μια μεγάλου μήκους ταινία. Η αποφοίτησή του τον βρήκε το 1964 με την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια του στο χέρι («Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά: Ουδέν»), πρώτο μέρος μια άτυπης τριλογίας πάνω στη νέα Πολωνία. Μετά την «Εγκατάλειψη» (1965) και το «Φράγμα» (1966), ο Σκολιμόφσκι ακολούθησε το παράδειγμα πολλών επιτυχημένων ομοεθνών του (όπως ο Κισλόφσκι και ο Πολάνσκι), μεταναστεύοντας στις χώρες που του επέτρεπαν ευκολότερα να κάνει ταινίες.

Από εκεί και πέρα, η ζωή του σημαδεύτηκε από μια σειρά αναγκαστικών αλλαγών πορείας. Η «Αναχώρηση» (1967) τον βρήκε στο Βέλγιο να σκηνοθετεί στα γαλλικά -μια γλώσσα που δεν γνώριζε- με πρωταγωνιστές τον Ζαν Πιέρ Λεό και την Κατρίν Ντιπόρ, απλώς και μόνο γιατί ήταν διαθέσιμοι! Η επιστροφή του στην Πολώνια όμως αποδείχτηκε δυσοίωνη. Το «Ψηλά Τα Χέρια!», καυστική ανατομία μιας ολόκληρης γενιάς-της γενιάς του σκηνοθέτη, στάθηκε καταστροφικό για την καριέρα του: προσβάλλοντας κατάφωρα τις Αρχές λόγω «παραπλανητικής» απεικόνισης της ΖΜΡ (οργάνωση νέων που σχετιζόταν στενά με το κομμουνιστικό κόμμα), η ταινία απαγορεύτηκε, κατακρεουργήθηκε και τελικά μονταρίστηκε εκ νέου για να καταλήξει στις Κάννες το 1981. Με την προσθήκη ενός 25λεπτου προλόγου, η σημερινή της μορφή δεν επιβεβαιώνει, για πολλούς, τον ισχυρισμό του σκηνοθέτη ότι πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Οι λογοτεχνικές διασκευές «Οι Περιπέτειες Του Ζεράρ» (του σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ) και «Ρήγας, Ντάμα, Βαλές» (του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ) που ακολούθησαν, τον παρέσυραν σε περίοδο μισθοφορίας. Χρησιμοποιώντας την πολυτέλεια ως καλλιτεχνικό αναισθητικό, πλούσιοι επενδυτές τον έλουζαν με χρήματα, περιφέροντας το αποκοιμισμένο ταλέντο του σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη.
Η ψυχορραγούσα καριέρα του ρίζωσε για καλή του τύχη στην Αγγλία, όπου τα εξαιρετικά «Deep Εnd», «Η Κραυγή Που Σκοτώνει» και «Στο Φως Του Φεγγαριού» τον επανέφεραν στις αισθήσεις του. Τα ναυτικά μίλια του «Πλοίου Των Παρανόμων» όμως, ενός ηλεκτρισμένου ψυχολογικού θρίλερ που γυρίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά με αμερικανικά κεφάλαια, ατύχησαν στα ταμεία, ωθώντας τον Σκολιμόφσκι να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Το «Χείμαρροι Της Ανοιξης» του 1989 και το «Ferdydurke» του 1991, δυο απρόσωπες διεθνείς συμπαραγωγές, τον έριξαν στα δίχτυα χολιγουντιανών ταμπεραμέντων, με αποτέλεσμα ο σκηνοθέτης να εγκαταλείψει προσωρινά την κάμερα για χάρη του σκονισμένου του πινέλου. Επέστρεψε φέτος, 17 ολόκληρα χρόνια μετά το τελευταίο του φιλμ, προβάλλοντας στο φεστιβάλ Καννών το «Τέσσερις Νύχτες Με Την Αννα». Και αναγγέλοντας στους θεατές της αίθουσας ότι «Στους φίλους που αναρωτήθηκαν τόσον καιρό που βρισκόμουν, έχω να πω το εξής: Επέστρεψα!» Στους εχθρούς μου που ουδέποτε μπήκαν στον κόπο να αναρωτηθούν τι απέγινα, έχω να πω το εξής: Επέστρεψα!».

Εγκατάλειψη 1965
Μποξέρ μπροστά στην κάμερα, ποιητής πίσω από αυτήν: στο αριστουργηματικό «Walkover», ο νεαρός Γέρζι Σκολιμόφσκι καταλαμβάνει ουσιαστικά αμφότερες τις θέσεις, κινούμενος ανάμεσά τους με την επικίνδυνη ευλυγισία ενός τζαζίστα. Ο Αντρέι της προηγούμενης ταινίας του Πολωνού σκηνοθέτη «Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά: Ουδέν» καλείται να νικήσει τους αντιπάλους του στο ρινγκ, αλλά κυρίως τις μονίμως αντίξοες πιθανότητες και (αν είναι δυνατόν) τον ίδιο τον χρόνο. Αυτή η τελευταία μάχη είναι και το σήμα κατατεθέν της αυτοβιογραφικής «Εγκατάλειψης», που αποδίδει την ασφυξία ενός εν δυνάμει αυτοεξόριστου αλλά και την ανανεωτική αύρα ενός σινεμά που η Πολωνία δεν είχε ξαναδεί.

Κ. Σ.

Φράγμα 1966
Ο ισχυρισμός ότι οι ταινίες του σκηνοθέτη αψηφούν οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση και απόπειρα χαρακτηρισμού αποκτά κινηματογραφικό αντίστοιχο σε αυτό το ντελιριακό ραντεβού με το παράλογο που ακολουθεί έναν νεαρό κουστουμαρισμένο άντρα καθώς περιπλανιέται σε μια Πολωνία βυθισμένη στη σύγχυση και στην αστάθεια, αναζητώντας τον έρωτα στο πρόσωπο μιας όμορφης ξανθιάς που συναντά τυχαία. Εντυπωσιακές εικόνες ξεπηδούν μέσα από ηφαιστειακές εκρήξεις αυθόρμητης έμπνευσης, σκηνές υπερβαίνουν τη βαρύτητα της λογικής και απογειώνονται στη σφαίρα της ποίησης. Αυτός είναι ο παράξενος και μαγευτικός κόσμος του «Φράγματος» (πρωτότυπος τίτλος: «Βariera»), ενός φιλμ που δεν τιτλοφορείται καθόλου τυχαία έτσι, μια και με την άρνησή του να υποταγεί σε οποιοδήποτε φανερό νόημα, ισοπεδώνει το νοητό εμπόδιο που χωρίζει το ρεαλιστικό από το φανταστικό και την πραγματικότητα της μεταπολεμικής Πολωνίας με ένα σύμπαν ονείρου που μοιάζει να ξεπήδησε από τα σημειωματάρια των σουρεαλιστών.

Λ.Κ.