Η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση

05.11.2008
«Πηγαίνω να πάρω την καμπαρντίνα μου μισό λεπτό» μου αποκρίνεται ο 70χρονος σκηνοθέτης.

Μια συνέντευξη του Γέρζι Σκολιμόφσκι στον Λουκά Κατσίκα

«Πηγαίνω να πάρω την καμπαρντίνα μου μισό λεπτό» μου αποκρίνεται ο 70χρονος σκηνοθέτης. Είναι πρωί της Τρίτης, στις Κάννες του περασμένου Μάη, και βρέχει καταρρακτωδώς. Η συνάντησή μου με τον Πολωνό δημιουργό είχε κανονιστεί σε ένα μέρος δίπλα στη θάλασσα, μια μέρα μετά την πρεμιέρα της καινούργιας του ταινίας στο φεστιβάλ. Δεδομένου ότι η νεροποντή είναι ασταμάτητη, κάτι τέτοιο κρίνεται αδύνατο. Ο Σκολιμόφσκι επιστρέφει λίγο αργότερα, ντυμένος με μια σκούρα καμπαρντίνα που τον κάνει να μοιάζει με πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών, ερχόμενο κατευθείαν από άλλες, σκοτεινότερες εποχές. Φορά γυαλιά ηλίου, τα οποία αποχωρίζεται μόνο για να μου ρίξει ένα βλέμμα που διαπερνά τα μάτια μου και νομίζω πως βλέπει κατευθείαν μέσα μου. Η χειραψία του είναι γερή, στιβαρή και η παρουσία του φαινομενικά βαριά. Χρειάζονται μόλις πέντε λεπτά, όμως, για να σκάσει το πρώτο του χαμόγελο. Είναι όταν του λέω ότι η καινούργια του ταινία πιστοποιεί το πόσο νέος εξακολουθεί να παραμένει ως σκηνοθέτης. Το πως είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα από την εποχή της «Εγκατάλειψης» ή του «Deep Εnd», ταινιών που κάποτε σήμαιναν πολλά για τις γενιές που μεγάλωσαν με το όνειρο του ιδανικού σινεμά που καλλιέργησε ο Γέρζι Σκολιμόφσκι στις δύο δεκαετίες που παρεμβλήθησαν ανάμεσα στο 60 και το 80. Ενα όνειρο που, μετά από ένα διάλειμμα 17 ετών, εξακολουθεί να κουβαλά μαζί του και να επιδεικνύει περήφανα.

Η πρώτη μου ερώτηση είναι μάλλον συνηθισμένη και φαντάζομαι ότι ίσως έχετε κουραστεί πια να την απαντάτε, αλλά αναρωτιόμουν γιατί αργήσατε τόσο να επανέλθετε στην σκηνοθεσία; Η απουσία σας ήταν μεγάλη.

Εχοντας γυρίσει μια ταινία όπως το «Ferdydurke», πριν δεκαεφτά χρόνια, κι έχοντας απογοητευτεί οικτρά από το αποτέλεσμα και από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γυρίστηκε η συγκεκριμένη δημιουργία, δεν αισθανόμουν την ανάγκη να επιστρέψω στο σινεμά. Μπορεί να είχα ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 80 γυρίζοντας ταινίες όπως ακριβώς τις είχα φανταστεί και όπως ακριβώς τις επιθυμούσα, χωρίς την παρέμβαση ή τη γνώμη κανενός άλλου, ήταν φανερό, όμως, πλέον σε μένα ότι είχα εισέλθει σε έναν δρόμο τον οποίο θεωρούσα εντελώς λάθος. Αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα πια να κάνω ακριβώς αυτό που ήθελα και πως η απουσία και η αποχή φαίνονταν ως το πιο σωστό πράγμα που μπορούσα να επιλέξω. Αποφάσισα λοιπόν να απομακρυνθώ από το αδιέξοδο στο οποίο με είχε φτάσει τον τελευταίο καιρό η βιομηχανία του σινεμά και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν πλέον τα πράγματα. Και η διέξοδος που μπορούσε να με απελευθερώσει συνειδητοποίησα ότι περνούσε μέσα από τη ζωγραφική. Με τη ζωγραφική μπορείς να αποφύγεις κάθε συμβιβασμό, να είσαι ο ίδιος το αφεντικό του εαυτού σου. Και μόνο μέσω αυτής της διαδικασίας μπόρεσα να αισθανθώ και πάλι αληθινός καλλιτέχνης. Γνωρίζοντας μέσα μου πως, αν επρόκειτο ποτέ να επιστρέψω στον κινηματογράφο, θα χρειαζόταν να το κάνω με τις ίδιες αρχές ελευθερίας και προσωπικής πρωτοβουλίας που μου έμαθε η σχέση μου με τα πινέλα, τα χρώματα και τον άδειο καμβά. Κι αυτό έκανα, εν τέλει.

Φταίει το πέρασμα του χρόνου και όλα όσα άλλαξαν από τη δεκαετία του 70 και του 80, όπου ήσασταν επί το πλείστον αφοσιωμένος στη σκηνοθεσία; Είναι πιο δύσκολο να σκηνοθετήσει κανείς μια ταινία όπως το «Τέσσερις Νύχτες Με Την Αννα» τώρα, απ ό,τι ήταν 20-30 χρόνια νωρίτερα, σε εποχές όπου κανείς δημιουργός δεν ήταν αναγκασμένος να συμβιβαστεί και να κυνηγάει παραγωγούς για να εξασφαλίσει τον αναγκαίο προϋπολογισμό;

Είναι σίγουρα πολύ πιο δύσκολο αλλά πρέπει να τονίσω ότι ήμουν πολύ τυχερός, γιατί προφανώς χάρη στη φήμη του παρελθόντος δεν είχα κανένα πρόβλημα να εξασφαλίσω τα χρήματα για την καινούργια μου ταινία -μη φανταστείς ότι ήταν πολλά, 2.000.000 ευρώ μόνο- αλλά ξέρω πολύ καλά ότι κάποιοι άνθρωποι δυσκολεύονται πολύ. Εγώ χάρη στο Πολωνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την Πολωνική Τηλεόραση και τον παραγωγό Πάολο Μπράνκο που επένδυσε τα πρώτα λεφτά, μπόρεσα να διευκολυνθώ. Καταλαβαίνω ότι πολλοί θα δυσκολεύονταν να συγκεντρώσουν χρήματα για μια τέτοια ταινία, γιατί mainstream δεν είναι σίγουρα!

Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που εμείς ως θεατές βλέπουμε πλέον τις ταινίες; Εχουμε γίνει πολύ λιγότερο δεκτικοί απ ό,τι ήμασταν πριν από χρόνια...

Φυσικά, γιατί η επίθεση των ειδικών εφέ και του γρήγορου μοντάζ είναι πλέον ισοπεδωτική και αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι θεατές αντιλαμβάνονται όσα συμβαίνουν στη μεγάλη οθόνη. Ολα ξαφνικά μετατρέπονται σε ένα στρομποσκοπικό εφέ, δεν απαιτείται πια η παραμικρή αυτοσυγκέντρωση προκειμένου να φτάσει κάνεις στην ουσία των πραγμάτων. Είναι συντριπτικό πόσο επιφανειακά και πόσο προβλέψιμα είναι όλα στις μέρες μας. Το κοινό γίνεται κάθε φορά και πιο ηλίθιο!

Πριν από λίγο μιλούσατε για ζωγραφική και είχα σκοπό να σας ρωτήσω πότε αποφασίσατε να αφοσιωθείτε στην τέχνη αυτή.

Ζωγράφιζα πάντοτε μόνος μου, απλώς παλιότερα δεν μου έφτανε ο χρόνος. Δεν είχα ποτέ την πολυτέλεια να αφοσιωθώ σε αυτή μου την ασχολία χωρίς να έχω άλλα καθήκοντα που συνήθως είχαν να κάνουν με το γύρισμα κάποιας ταινίας. Από τη στιγμή που εγκατέλειψα την κάμερα, η ζωγραφική έγινε πρωταρχική ασχολία και πάθος μου. Και κάπως έτσι, οι εβδομάδες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια, χωρίς καν να το προσέξω. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι ήταν ένα πολύ ωραίο ταξίδι!

Συγκρίνονται εύκολα οι δύο αυτές τέχνες; Το να ζωγραφίζει κάνεις έναν πίνακα μοιάζει καθόλου με τη σκηνοθεσία μιας ταινίας;

Οχι, είναι μια τελείως διαφορετική διαδικασία. Αισθάνομαι σχεδόν ότι χρησιμοποιώ δύο διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου μου. Δεν ξέρω πόσο σε ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, αλλά είναι μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Με τη ζωγραφική έχεις την πολυτέλεια η δράση να έχει αμέσως αποτέλεσμα, ενώ στη σκηνοθεσία πάντα πρέπει να διορθώνεις και να επαναλαμβάνεις ό,τι δεν πήγε καλά. Με τη ζωγραφική δεν έχει επαναλήψεις. Τουλάχιστον, όχι με το δικό μου προσωπικό στυλ. Κάνω πλατιές πινελιές και οι καμβάδες μου είναι συνήθως μεγάλοι. Μερικοί ήταν 4χ6 μέτρα, οπότε καταλαβαίνεις την προσπάθεια που έπρεπε να καταβάλω. Αντιλαμβάνεσαι τον αυθορμητισμό και την άμεση κρίση. Στις ταινίες προσπαθείς να στήσεις μια κατάσταση, μετά να την κινηματογραφήσεις και έπειτα να τη διορθώσεις. Ο αυθορμητισμός δεν είναι ζητούμενο.

Εβλεπα την ταινία σας χτες το βράδυ στην επίσημη πρεμιέρα της και σκεφτόμουν ότι, όπως συμβαίνει και με όλες σχεδόν τις υπόλοιπες δουλειές σας, είναι δύσκολο σε κάποιον να την κατηγοριοποιήσει. Το «Τέσσερις Νύχτες Με Την Αννα» εύκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ρομαντικό δράμα, με τον ίδιο τρόπο που διατηρεί το αίσθημα ενός λανθάνοντος θρίλερ ή μιας ταινίας μυστηρίου.

Συμφωνώ, αυτό είναι αναπόσπαστο κομμάτι του στυλ μου. Ετσι βλέπω άλλωστε και τη ζωή. Προσπαθώ να αγνοώ το προφανές. Με ενδιαφέρουν μόνο τα πράγματα που πηγαίνουν πιο βαθιά.

Μου δίνετε την αίσθηση ότι δεν θέλετε να εκπροσωπείτε ένα συγκεκριμένο είδος σινεμά αλλά να παρεμβάλλεστε ανάμεσα στα είδη, ανασύροντας κάτι εντελώς δικό σας για να παρουσιάσετε στο κοινό.

Αυτή ακριβώς ήταν η πρόθεση μου! (γέλια)

Ποια ήταν η αρχική ιδέα πίσω από τις «Τέσσερις Νύχτες Με Την Αννα»;

Ηταν δυο προτάσεις που διάβασα σε μια εφημερίδα. Μπορώ να σας τις επαναλάβω αν θέλετε: «Κάπου στην Ιαπωνία, ένας πολύ ντροπαλός άντρας κατάφερε να πλησιάσει το αντικείμενο του πόθου του, μπαίνοντας κρυφά στην κρεβατοκάμαρά της, ενώ αυτή κοιμόταν, και παρατηρώντας την για ώρες». Ηταν ένας άδειος καμβάς πάνω στον οποίο μπορούσα να ζωγραφίσω ό,τι θέλω. Μου προσέφερε πλήρη ελευθερία. Χαίρομαι που δεν ξέρω αν αυτός ο άντρας ήταν υπάλληλος ή οδοντίατρος ή οτιδήποτε άλλο. Το μόνο που ήξερα ήταν πως ήταν εισβολέας. Δεν ήξερα καν ποια ήταν η κοπέλα. Η συγκυρία ήταν τέλεια. Ολα ταίριαξαν ως δια μαγείας και το όλο πράγμα έγινε πολύ γρήγορα. Φανταστείτε ότι τελειώσαμε το σενάριο μέσα σε έξι μέρες.

Τι μπορείτε να μου πείτε για τον ηθοποιό σας; Είναι τόσο εκφραστικός, κι όμως δεν ξεστομίζει παραπάνω από δύο ατάκες σε ολόκληρη την ταινία.

Το δίλημμα ήταν μεταξύ τριών υποψήφιων για το ρόλο και υπήρξε μεγάλο. Αναγκάστηκα να εμπιστευτώ το ένστικτό μου γιατί μπήκα στον πειρασμό να δώσω το ρόλο σε έναν απ τους δύο άλλους υποψηφίους. Η διαφορά ηλικίας μεταξύ τους ήταν τεράστια. Ο νεότερος ήταν 23 χρονών και ο πρωταγωνιστής ήταν 49. Υπήρχε κι ένας ενδιάμεσος που ήταν 37 χρονών. Οι τρεις τους ήταν εντελώς διαφορετικοί τύποι, καμία σχέση! Στην αρχή, λοιπόν, σκεφτόμουνα να διαλέξω τον νεαρό για να προσεγγίσω έτσι ένα πιο νεανικό κοινό, αλλά μετά είπα, «Είναι δυνατόν να σκέφτομαι έτσι; Ξέχνα το!». Μετά σκέφτηκα να πάρω τον ενδιάμεσο, γιατί ήταν πολύ έξυπνος και ήταν κι ο ίδιος θεατρικός σκηνοθέτης - οπότε θα είχα με το μέρος μου τη διανόηση, χα χα. Αλλά μετά λέω «Τι στο διάολο σκέφτομαι! Πρέπει να πάρω αυτόν που ταιριάζει καλύτερα στην ταινία: έναν επαρχιακό ηθοποιό με καμία εμπειρία στον κινηματογράφο. Πέρα από όλα τα άλλα, ήταν τόσο ειλικρινής ώστε, την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, μου είπε ότι δεν ήταν πλήρως λειτουργικός γιατί είχε πάθει ένα εγκεφαλικό πριν από δυο χρόνια και η μνήμη του δεν είναι καλή. «Αν πρέπει να έχω μεγάλους διάλογους όπου θα πρέπει να μιλάω για δύο ολόκληρα λεπτά αποκλείεται να το κάνω. Θα ξεχνάω τα λόγια μου», μου είπε. «Μην ανησυχείς» του απάντησα εγώ. «Σπανίως θα μιλάς». Κι εκείνος μου αποκρίθηκε «Τέλεια!». Το πιο δύσκολο πράγμα ήταν ότι, επειδή τραβάγαμε μεγάλες λήψεις, είχε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα που ήταν ταιριαστό για την ταινία, αλλά για τον ίδιο ήταν κουραστικό: δεν θυμόταν ακριβώς την αλληλουχία των πραγμάτων που έπρεπε να κάνει σε κάθε σκηνή. Ενώ π.χ. έλιωνε τα χάπια σε κάποιο σημείο του φιλμ, φαινόταν στο πρόσωπό του η αγωνιώδης προσπάθεια να θυμηθεί τι έπρεπε να κάνει παρακάτω! Κι αυτό ήταν ιδανικό!

Κατά τη διάρκεια της σκηνοθετικής σας απουσίας, σας είδαμε να εμφανίζεστε ως ηθοποιός σε μερικές πολύ καλές ταινίες, ειδικά στις «Επικίνδυνες Υποσχέσεις» του Κρόνενμπεργκ, όπου ήσασταν εκπληκτικός σε δεύτερο ρόλο. Πώς σας προσέγγισε για να συμμετάσχετε στην ταινία; Πώς σας σκέφτηκε;

Με είχε δει στις «Λευκές Νύχτες» του Τέιλορ Χάκφορντ όπου υποδυόμουν τον κακό Ρώσο. Εχω φήμη στο Χόλιγουντ ότι υποδύομαι καλά το Ρώσο, κάτι που επανέλαβα σε κάποιες τηλεοπτικές ταινίες στην Αμερική. Ο Ντέιβιντ όμως ήθελε να με γνωρίσει πρώτα, πριν μου δώσει τον ρόλο. Με κάλεσε, λοιπόν, στο Λονδίνο όπου πήγα αεροπορικώς από τη Βαρσοβία. Συναντηθήκαμε και, αφού ανταλλάξαμε 2-3 προτάσεις, μου είπε ότι θα ήθελε να μου προσφέρει τον ρόλο. Ηταν κάτι με το οποίο δεν είχα κανένα πρόβλημα

Απολαμβάνετε τη διαδικασία της ηθοποιίας;

Να σου πω την αλήθεια, είναι τα πιο εύκολα λεφτά που μπορεί να βγάλει κάνεις! Οι ευθύνες είναι ελάχιστες. Εναποθέτω τον εαυτό μου στα χέρια του σκηνοθέτη. Αν ξέρει τι κάνει θα μπορέσει να με κατευθύνει. Εγώ κάνω ό,τι μπορώ, αλλά η ευθύνη είναι δική του. Μακάρι να ήταν έτσι όλοι οι ηθοποιοί.Στις «Τέσσερις Νύχτες Με Την Αννα» ήμουν τυχερός, δεν είχα πρόβλημα με κανένα ηθοποιό. Ολα πήγαν τέλεια. Αλλά όταν δουλεύω με ηθοποιούς του Χόλιγουντ πάντα βρίσκω τον μπελά μου. Γίνονται καβγάδες, οι ηθοποιοί εγκαταλείπουν την ταινία. Δεν είναι κάτι που θα ήθελα να επαναλάβω.

Δεν ξέρω αν βλέπετε ποτέ τις παλιές σας ταινίες, αλλά αναγνωρίζετε ακόμα τον εαυτό σας σε αυτές; Ειδικά τώρα, που έχουν περάσει τόσα χρόνια απ το «Φως Του Φεγγαριού» ή την «Κραυγή» και το «Ψηλά Τα Χέρια!»;

Σπάνια βλέπω παλιές μου δουλειές αλλά, όταν τυχαίνει να τις δω, αναγνωρίζω αμέσως την ταινία και τα κίνητρα που βρίσκονταν πίσω της. Μου είναι πολύ ξεκάθαρο. Μόνο όταν βλέπω κακές μου ταινίες αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να τις έχω κάνει! Αυτό με εκπλήσσει, αλλά με τις καλές ταινίες θυμάμαι τα πάντα.

Θεωρείτε πολλές από τις ταινίες σας κακές;

Τουλάχιστον τρεις! Θεωρώ κακές τις «Περιπέτειες Του Ζεράρ», το «Ρήγας, Βαλές, Ντάμα», το «Ferdydurke» και τουλάχιστον μία ακόμα.

Πότε μια ταινία γίνεται κακή; Πότε νιώθετε ότι γλιστράει από τα χέρια σας και μετατρέπεται σε κάτι που δεν έχετε καμία διάθεση να δείτε;

Το αισθάνεσαι στο γύρισμα. Οι «Χείμαρροι Της Ανοιξης» π.χ. ήταν απαίσια ταινία. Θεέ μου! Ηταν μια πλούσια παραγωγή, προσωπικό καπρίτσιο του Αντζελο Ριτσόλι- ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος με πολλά λεφτά ο οποίος τα σπαταλούσε με τον πιο γελοίο τρόπο...

Είναι σίγουρα η λιγότερο προσωπική σας ταινία... Δεν σας αναγνωρίζω καθόλου εκεί!

Ηταν μια φρικτή ταινία! Με είχαν μέσα στα λούσα και τις ανέσεις και με πλήρωναν καλά, όλα κυλούσαν ιδανικά, είχα κάνα-δυο φίλους μου μαζί και σκεφτόμουν «Μα τι κάνω εδώ πέρα; Ολα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με μένα. Εφαρμόζω τις επαγγελματικές μου γνώσεις, αλλά για ποιο λόγο; Για τα λεφτά;» Ενιωθα απαίσια. Αλλά έκανα το ίδιο λάθος ξανά και ξανά. Τώρα δεν έχω χρόνο να κάνω πια τέτοια λάθη.

Ανήκω σε μια νεότερη γενιά θεατών που αναγκάστηκαν να δουν τις ταινίες σας σε ταινιοθήκες ή στην τηλεόραση. Σπάνια είχα την ευκαιρία να τις παρακολουθήσω στο σινεμά. Πολλές από τις παλιές ταινίες σας, ωστόσο, δεν είναι διαθέσιμες σε οποιαδήποτε μορφή- dvd ή κάτι άλλο- και αναρωτιόμουν γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οταν τόσοι νεώτεροι άνθρωποι τις ψάχνουν και δεν τις βρίσκουν.

Κάνεις λάθος, εσύ ανήκεις σε μια μεγαλύτερη γενιά θεατών. Η νεότερη γενιά είναι 14-15 χρονών και δεν θυμάται καν ποιος είναι ο Σκολιμόφσκι, είναι απλά ένα όνομα. Κοίτα τον Πολάνσκι, τρεις ταινίες του βγήκαν σε dvd φέτος ή πέρσι. Πριν από αυτό, για 20 χρόνια δεν μπορούσες να τις βρεις πουθενά! Και δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι υπάρχουν πολλοί νεώτεροι που γνωρίζουν το έργο μου. Ή που μοιάζουν διατεθειμένοι να το γυρέψουν. Αλήθεια.

Νομίζω ότι κάνετε λάθος...

Το ελπίζω.

Η Κραυγή Που Σκοτώνει 1978
Η αίσθηση του πλήρους παραλόγου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να εισβάλει σε οτιδήποτε θεωρούμε ως φυσιολογικό σε αυτή τη ζωή ορίζει τις παραμέτρους ετούτης της αριστοτεχνικής άσκησης επάνω στο διφορούμενο. Πρωταγωνιστές της είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει στην αγγλική επαρχία και ένας αινιγματικός επισκέπτης που προσγειώνεται στην καθημερινότητά τους από το πουθενά για να την αποπλανήσει και εν τέλει να την καταλύσει μέσα από τις αλλόκοτες ιστορίες του περί μαγείας και υπερφυσικών ικανοτήτων που μπορούν να αφαιρέσουν μέχρι και τη ζωή ενός ανθρώπου. Ο Σκολιμόφσκι χτίζει την εύθραυστη συμμετρία αυτού του ασυνήθιστου τριγώνου χαρακτήρων (το απαρτίζουν οι Σουζάνα Γιόρκ, Τζον Χαρτ και ένας αρκούντως υποβλητικός Αλαν Μπέιτς στο ρόλο του επισκέπτη) και έπειτα τους βάζει να περιηγηθούν στη ρευστή και ανεξερεύνητη no mans land που χωρίζει την αλήθεια από το ψεύδος, την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία και το σώμα από την ψυχή. λ.Κ.

Στο Φως Του Φεγγαριού 1982
Προϊόν άμεσης αντίδρασης του σκηνοθέτη απέναντι στο στρατιωτικό πραξικόπημα που έπληξε την Πολωνία τον Δεκέμβρη του 1981, το «Μoonlighting» αποτέλεσε μια αυθόρμητη και σχεδόν αυτόματη προσωπική του κατάθεση που γράφτηκε μέσα σε απειροελάχιστο χρόνο, γυρίστηκε σε διάστημα μόλις δύο μηνών με ολιγάριθμο συνεργείο και πρόλαβε τις ημερομηνίες του τότε Φεστιβάλ Καννών, όπου και κέρδισε το βραβείο καλύτερου σεναρίου. Σε έναν από τους ωραιότερους ρόλους του, ο Τζέρεμι Αϊρονς υποδύεται έναν Πολωνό που έχει μετακομίσει προσωρινά σε λονδρέζικο έδαφος και δουλεύει ως εργάτης, μαζί με μια χούφτα συμπατριωτών του, στην κατασκευή ενός διαμερίσματος. Μόλις τα νέα της πολιτικής αναταραχής που συμβαίνει στην χώρα του φτάσουν στα αυτιά του, ο ήρωας κάνει οτιδήποτε μπορεί προκειμένου να μην μάθουν τίποτα οι υπόλοιποι σύντροφοί του. Από το πανέξυπνο αυτό εύρημα ξεκινά ο Σκολιμόφσκι μια θαυμάσια αλληγορία των απλών ανθρώπων που αγωνίζονται να μην παρασυρθούν από τον αδυσώπητο στρόβιλο της Ιστορίας. Λ.Κ.

Deep end 1971
Μια ιστορία ψύχωσης και σεξουαλικής έγερσης τοποθετημένη στα δημόσια λουτρά μιας περιοχής του Λονδίνου με πρωταγωνιστή έναν 16χρονο νεαρό και το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας του, μια όμορφη νοσοκόμα συνάδελφο. Χωρίς να θυμίζει καμιά προηγούμενη ή επόμενη ταινία του σκηνοθέτη (όπως περίπου συμβαίνει με κάθε δημιουργία του), το «Deep Εnd» εγκαταλείπει ελάχιστα τον υγρό, αισθησιακό και παραισθησιογόνο διάκοσμο στον οποίο κατοικεί, επιλέγοντας να σφραγίσει στο εσωτερικό του τη διήγηση ενός σαρωτικού πάθους και την περίπτωση ενός ανήλικου ήρωα ο οποίος ανάγεται σε τραγική και ρομαντική φιγούρα όταν, από έναν κυνικό κόσμο που δεν χωρά αυτόν και τα όνειρά του, εκείνος επιλέγει μια ύστατη απόδραση στο βασίλειο των φαντασιώσεών του. Εκεί όπου καθένας μας μπορεί να ζήσει ανενόχλητος αγκαλιά με το φάντασμά του. Λ.Κ.