Senso

10.04.2014
Το ρομάντζο, το ιστορικό δράμα, το μπαρόκ και η όπερα δίνουν αλησμόνητο ραντεβού σε μια από τις διασημότερες δημιουργίες του Λουκίνο Βισκόντι, η οποία προβάλλεται ξανά στις αίθουσες σε επανέκδοση.

Με το «Senso», και με μια αιφνίδια στροφή καριέρας, ο σκηνοθέτης του «Ossessione» (1943) και του «Η Γη Τρέμει» (1948), και ένας από τους θεμελιωτές του νεορεαλιστικού κινήματος, εγκατέλειπε το μαυρόασπρο και μινιμαλιστικό ύφος των προηγούμενων τριών φιλμ του για να υποδεχτεί την πανδαισία του τεχνικολόρ, την αισθητική του μπαρόκ, τον παροξυσμό του μελοδράματος και την αποθέωση των μεγάλων αισθημάτων.

Από τις πρώτες έγχρωμες παραγωγές που έγιναν στην Ιταλία, το «Senso» επωφελείται από τη χρήση των πολλαπλών και ζωηρών αποχρώσεων της φωτογραφίας και των σκηνικών προκειμένου να απλώσει επί οθόνης έναν πραγματικό εορτασμό της ομορφιάς και της καλαισθησίας, και να σηματοδοτήσει μια πρωτόγνωρη για την εποχή συνάντηση του σινεμά και του θεάτρου.

Με βοηθούς σκηνοθέτες του τον Φραντσέσκο Ρόζι και τον Φράνκο Τζεφιρέλι, αρκετά χρόνια πριν οι ίδιοι αποκτήσουν τις δικές τους σταδιοδρομίες πίσω από την κάμερα, ο Βισκόντι έχτισε ένα αριστοκρατικό έπος πάνω στη σύγκρουση του καθήκοντος με τις υποθέσεις της καρδιάς και στον τρόπο με τον οποίο ο ορμητικός και ανεξέλεγκτος κόσμος των ενστίκτων και των ατομικών πόθων συγκρούεται με την Ιστορία.

Πίσω από τις εντυπωσιακές επιφάνειες, τον τεχνικό πλούτο και το μεγαλείο των εικόνων, οι λεπτομέρειες των οποίων χρειάζονται επαναληπτικές προβολές για να αφομοιωθούν πλήρως, βρίσκεται, παρ' όλα αυτά, μια ιστορία που μοιάζει παλαιότερη και από τον ίδιο τον χρόνο: στη διάρκεια του 1866, καθώς η χώρα της τελεί υπό αυστριακή κατοχή, μια Ιταλίδα κοντέσα ερωτεύεται έναν αξιωματικό του εχθρού και αφήνει το πάθος της γι' αυτόν να την παρασύρει στον χαμό.

Αυτό τον χιμαιρικό έρωτα, την εξιστόρηση μιας αγάπης απόλυτης όσο και απελπισμένης και μιας αφοσίωσης σε ένα ρομαντικό ιδεώδες που αποδεικνύεται εν τέλει καταστροφικό, ο Βισκόντι τα προσαρμόζει στις συχνότητες μιας διαρκούς συναισθηματικής διαπασών.

Από το ξεκίνημα, έπειτα, του φιλμ, το οποίο εκτυλίσσεται στη διάρκεια ενός επιβλητικού θεατρικού ανεβάσματος στον «Τροβατόρε» του Βέρντι, ο σκηνοθέτης καθιστά σαφείς τις προθέσεις του: η ταινία του δεν θα ακολουθήσει απλά το ύφος και τις τελετουργίες της όπερας, αλλά θα μεταμορφωθεί και η ίδια σε όπερα.

Ο Βισκόντι πραγματοποιεί τη μετάβαση αυτή από νωρίς, επικαλούμενος ένα μόλις τράβελινγκ: καθώς ο τενόρος παίρνει τη θέση του ενώπιον της ορχήστρας και ξεκινά να τραγουδά, η κάμερα τον προσπερνά για να απλωθεί προς το κοινό της πλατείας. Mε μια μόνο μαγική κίνηση του φακού, η όπερα θαρρείς ότι ξεχύνεται από το προσκήνιο και αντικαθιστά την πραγματικότητα, κατακλύζοντας τους θεατές και το ίδιο το φιλμ.

Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκεται και η ηρωίδα της ταινίας. Μόλις η παράσταση τελειώσει, θα έχει μεταμορφωθεί και η ίδια σε ηθοποιό, έτοιμη να πρωταγωνιστήσει στο δράμα της δικής της επινόησης και εκτέλεσης. Σε μια πραγματική ερμηνεία ζωής.