Νένα Χρονοπούλου: «Θυμάμαι τον γιατρό να ουρλιάζει "Μη μου φεύγεις τώρα. Σε χάνω!"».

27.12.2016
Για τις δύσκολες στιγμές που πέρασε από την πρόωρη γέννηση του γιου της μέχρι σήμερα μιλά μέσα από το νέο βιβλίο της η Νένα Χρονοπούλου θέλοντας να δώσει δύναμη σε όλες τις γυναίκες που μεγαλώνουν παιδιά ΑμεΑ.

Αποσπάσματα από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της διαβάζουμε μέσα από την εφημερίδα Espresso όπως το παρακάτω που εξιστορεί πως η ακατάσχετη αιμορραγία την έστειλε πρόωρα στην αίθουσα τοκετού στις 17 Δεκεμβρίου του 2004 με το αίμα της να τρέχει στον διάδρομο κι εκείνη να χάνει τις αισθήσεις της.

«Θυμάμαι τον γιατρό να ουρλιάζει “Νένα, μη μου φεύγεις τώρα. Ηρέμησε, σε χάνω. Πρώτα από όλα, πρέπει να ζήσεις εσύ. Ολα θα πάνε καλά” κι εγώ του απάντησα: “Το μωρό να ζήσει”. Ηταν μόνο 25 εβδομάδων και 3 ημερών, και τα πνευμονάκια του ήταν ανύπαρκτα. “Πάμε να το γεννήσουμε το αγόρι;” μου λέει ο Σπύρος ο αναισθησιολόγος από την Καλαμάτα. “Πάμε, ρε πατρίδα, και αν είναι να ξυπνήσω μόνη μου, καλύτερα να μην ξυπνήσω”. Εξι μόλις λεπτά μετά, άρχισε η πορεία του Ηρωά μου», ο οποίος όταν γεννήθηκε 850 γραμμάρια.

«Οταν ήρθε στον κόσμο, αντί να βρεθεί στην αγκαλιά μου, μεταφέρθηκε σε ένα “κουτί” (θερμοκοιτίδα) αντιμέτωπος με τη ζωή που μετρούσε αντίστροφα για εκείνον. Αδεια η αγκαλιά μου. Κλάμα. Σιωπή. Φώτα, γιατροί, νοσοκόμες. Μόνη μου».

Και συνεχίζει:

«Τα πρόωρα μωρά κάνουν ασυντόνιστες τυχαίες κινήσεις που δεν μπορούν να ελέγξουν, λένε οι επιστήμονες. Παρ’ όλα αυτά, η συναισθηματική τους νοημοσύνη είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη και ο γιος μου αποτελεί λαμπρή απόδειξη γι’ αυτό. Την πρώτη φορά που του μίλησα, γύρισε το προσωπάκι του προς εμένα και τέντωσε το χεράκι του να με ακουμπήσει».

«Μπορούσα να αγγίξω την πρώτη ταυτότητα του παιδιού μου, αλλά όχι το παιδί μου. Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στη μικρή, αλλά τεράστια πραγματικότητα. Ο Χρήστος μου ήταν εκεί, μικρούλης, ροζ, ολοζώντανος, διασωληνωμένος, με το σκουφάκι του και τα χιλιάδες καλώδια επάνω του, και εμείς (σ.σ.: με τον πατέρα του, τον δολοφονημένο Γεράσιμο Μαυράκη) ήμασταν δίπλα του, αλλά τόσο πολύ μακριά του. Ηταν ολόιδιος ο μπαμπάς του. Πώς να φύγω μετά; Πώς να τον αφήσω μόνο του; Πού να τον αφήσω με τους ξένους; Το ψυχολογικό μαρτύριο του αποχωρισμού ήταν πλέον γεγονός και για τους τρεις μας».

Όταν δε το μωράκι πήγε σπίτι «κοιμόταν μόνο επάνω μου, γιατί φοβόταν ότι θα τον πάρει κάποιος και θα τον ξανατρυπήσει».