Ρόμπι Εκσιέλ

16.12.2008
Κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας «Εθνος»

Σε αντίθεση με περασμένες εποχές, η τωρινή μορφή κριτικής μοιάζει λίγο με υπαλληλίκι: όλοι καλούμαστε να γεμίσουμε έναν συγκεκριμένο χώρο κάθε Πέμπτη και καταλήγουμε να γράφουμε βιαστικά τηλεγραφήματα παρά ουσιώδη κείμενα. Γιατί πλέον τα έντυπα παραχωρούν τόσο λίγο χώρο στους κριτικούς και τα θεωρητικά κείμενα απουσιάζουν πλήρως;

Και παλιότερα οι εφημερίδες είχαν περιορισμένο χώρο. Ειδικά έντυπα -όπως για παράδειγμα ο «Σύγχρονος Κινηματογράφος» που ήταν απ τα πρώτα σημαντικά περιοδικά στο χώρο του σινεμά και αναπτύχθηκε ταυτόχρονα με τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο- μπορούσαν να αφιερώνουν οχτώ και δέκα σελίδες στην ανάλυση μιας ταινίας. Βέβαια, μιλάμε για εποχές όπου η σημειολογία ήταν στην ακμή της και η ανάλυση της μόδας, κάτι που συνεχίστηκε τη δεκαετία του 80 με την «Οθόνη». Σήμερα τα κείμενα έχουν συρρικνωθεί γιατί έχει συρρικνωθεί και το ίδιο το σινεμά. Δεν είναι τυχαίο που από τις 200 και βάλε ταινίες που βλέπει ένας επαγγελματίας θεατής -δηλαδή ένας κριτικός κινηματογράφου- το χρόνο, με το ζόρι επιλέγει δέκα για να βάλει σε μια λίστα. Πράγμα που σημαίνει ότι συζητάμε για ταινίες βασικά αδιάφορες, και αυτό είναι το χειρότερο. Αν μια ταινία είναι κακή ή τέλος πάντων έχεις κάποια αντίρρηση με το ιδεολογικό της φορτίο, τότε έχεις κάτι να γράψεις. Αλλά όταν μια ταινία είναι αδιάφορη και κάθε βδομάδα έχεις την εντύπωση ότι βλέπεις το ίδιο πράγμα -και μιλάμε κυρίως για το αμερικανικό σινεμά αν και το ευρωπαϊκό πάσχει τελευταία- τότε φυσικά της αφιερώνεις και εσύ ανάλογο χώρο και ανάλογη σκέψη. Νομίζω πάντως ότι οι εφημερίδες αφιερώνουν τον ίδιο χώρο που αφιέρωναν και παλιότερα, απλά λείπουν τα εξειδικευμένα έντυπα. Προσωπικά ξέρω ανθρώπους που καταβροχθίζουν εφημερίδες και free press -που συχνά έχουν πολύ καλά κείμενα- και έχουν και άποψη. Βγαίνουν όμως τόσο πολλά πράγματα και τόσες πολλές ταινίες που ο καταναλωτής δεν προλαβαίνει πια. Οι ρυθμοί έχουν αλλάξει. Οπότε είναι λογικό να θέλει κάτι πιο κωδικοποιημένο. Αυτός όμως που ενδιαφέρεται εκ των προτέρων για ένα έργο τέχνης -είτε λέγεται ταινία, είτε βιβλίο, είτε κάτι άλλο- ξέρει από πριν τι θέλει.

Υπάρχει κάποιος κριτικός που σας ενέπνευσε και σας δημιούργησε την επιθυμία να μπείτε στον χώρο της θεωρίας του κινηματογράφου;

Υπάρχουν κάποιοι Αμερικανοί συνάδελφοι που εκτιμώ ιδιαίτερα. Μ αρέσουν οι κριτικές που γράφονται στο «Variety», είτε από τον Τοντ Μακάρθι είτε από την υπόλοιπη ομάδα, οι οποίοι αναλύουν τα πάντα: από αυτό που φαίνεται μέχρι τέρμα, από τους συντελεστές μέχρι τα τεχνικά μέρη. Παρακολουθούσα και κάποιους κριτικούς με πιο λογοτεχνίζουσα γραφή, όπως τον Οουεν Γκλάιμπερμαν ή τη Λίζα Σουορτσμπάουμ απ το «Εntertainment Weekly», που μπορεί να είναι ένα περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας αλλά έχει πάρα πολύ καλά κριτικά κείμενα. Από τους Ελληνες διάβαζα περισσότερο τον Μπάμπη Ακτσόγλου, πρώτα στα «Κινηματογραφικά Τετράδια» και αργότερα στο «Αθηνόραμα», που στις αρχές φιλοξενούσε αναλυτικότερα κείμενα. Σιγά σιγά συρρικνώθηκαν κι αυτά. Αλλά κυρίως με έχει επηρεάσει ο Βασίλης Ραφαηλίδης, επειδή έπιανε μια ταινία και την πήγαινε αλλού. Δεν ξέρω αν είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος να κάνεις μια κριτική -αν υποθέσουμε ότι υπάρχει τέτοιος- αλλά έπιανε π.χ. μια ταινία του Αϊβορι και μιλούσε για τη βρετανική αποικιοκρατία επί 800 λέξεις. Η γραφή του είχε ρυθμό, χιούμορ και μεγάλη αναλυτική και συνθετική ικανότητα.

Την ίδια ώρα έγκριτες πένες χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να εκφράσουν τη γνώμη τους πέρα από τον περιορισμό αρχισυντακτών και εντύπων, ενώ εδώ αν δεν μας πληρώνουν δεν γράφουμε τίποτα.

Νομίζω ότι, λίγο-πολύ, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι καλύπτονται από τον χώρο που τους δίνεται και απ τον τρόπο που εκφράζονται στις εφημερίδες τους. Εξάλλου υπάρχουν έντυπα για όλων των ειδών τις γραφές. Στα free press τα κείμενα έχουν πιο νεανικό προσανατολισμό. Στη Lifo π.χ. δεν χρειάζεται καν να συζητάμε αν περισσεύει κάτι που είχε στο νου του ο συντάκτης, γιατί ούτως ή άλλως ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος έχει το προνόμιο να γράφει 3.000 λέξεις! Προσωπικά, δεν έχω νιώσει ότι μου περισσεύει κάτι από αυτά που γράφω. Εξάλλου, επειδή είμαι άνθρωπος στον οποίο αρέσει η σύντομη γραφή, θεωρώ ότι μπορώ να συμπτύξω κάποια πράγματα που θέλω να πω μέσα σε πέντε προτάσεις.

Πόσο ελεύθερη είναι η κριτική και τι περιορισμοί υπάρχουν; Ολοι ξέρουμε ότι εξαιτίας της διαφήμισης και των δημοσίων σχέσεων έχουμε αναγκαστεί να βάλουμε νερό στο κρασί μας.

Δεν αισθάνομαι καμία πίεση, παρ όλο που ο οργανισμός για τον οποίο εργάζομαι έχει σχέση με εταιρείες διανομής αφού διανέμει DVD, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι. Οσον αφορά κριτικά κείμενα, δεν έχω δεχτεί ποτέ πίεση ούτε και κάποια μομφή εκ μέρους των εταιρειών ή των αφεντικών μου. Εκφράζομαι όπως νομίζω. Παλιότερα, που οι εταιρείες διανομής βάζανε πολύ συχνά ρεκλάμες, συχνά έβλεπες διαφήμιση ταινίας στο δισέλιδο του κινηματογράφου με αρνητική κριτική από δίπλα.

Ποια άμυνα υπάρχει απέναντι σε φαινόμενα που στρέφονται κατά του κριτικού και που υπό συνθήκες θα μπορούσαν να θεωρηθούν μέχρι και λογοκρισία;

Ο κάθε κριτικός έχει τον δικό του ηθικό κώδικα μέσα στον οποίο κινείται και γράφει. Θεωρώ ότι όταν μπαίνεις σε επιχειρηματικά χωράφια μέσα από ένα κριτικό κείμενο ή σχολιαστικό μιας γενικότερης κινηματογραφικής μόδας, υπάρχει ένας κίνδυνος ο άλλος να νιώσει θιγμένος. Κι επειδή ο άλλος είναι επιχειρηματίας και όχι δημοσιογράφος, μπορεί να καταφύγει σε υπερβολές.

Πόση σχέση νομίζετε ότι έχουν οι κριτικοί με την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα;

Νομίζω ότι οι περισσότεροι κριτικοί την γνωρίζουν. Φυσικά η σχέση του καθένα με το σύγχρονο ελληνικό σινεμά συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη επαφή του με την εγχώρια κινηματογραφία. Και δεν μιλάμε μόνο για το παλιό ασπρόμαυρο σινεμά αλλά και για το σύγχρονο, γιατί όπως και να το κάνουμε οι περισσότερες από τις ταινίες που γυρίζονται σήμερα - και δεν είναι και πολλές - σχετίζονται με αυτό ακριβώς το ρεύμα. Η σχέση αυτή λοιπόν πρέπει να είναι διευρυμένη για να μπορείς να προχωρήσεις κριτικά και συγκριτικά στο σημερινό. Τώρα το πόση σχέση έχουν οι ίδιοι οι Ελληνες κινηματογραφιστές με την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα είναι ένα άλλο ζήτημα. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, κάποιοι είναι περιορισμένοι στον κόσμο τους και η δική τους πραγματικότητα μπορεί να μην είναι συμβατή με όσα συμβαίνουν εκεί έξω, στη ζωντανή καθημερινότητα.

Πώς σας φαίνονται οι συνθήκες των δημοσιογραφικών προβολών, όπου ο καθένας κανονίζει τις δουλειές του ή τα λέει με το διπλανό του ενώ στην οθόνη παίζει κάποια ταινία που αργότερα θα κληθούμε να κρίνουμε;

Στο παρελθόν οι δημοσιογραφικές προβολές γίνονταν στις αίθουσες των εταιρειών, οι οποίες ξεκινούσαν έφταναν μέχρι τις 20 θέσεις. Υπήρχε πρακτικά η δυνατότητα να σκύβεις στον μπροστινό ή το διπλανό σου, να συζητάς, να ρωτάς, να σχολιάζεις. Τώρα γίνονται σε μεγάλη αίθουσα όπου οι συνθήκες δεν είναι άριστες, αλλά προσωπικά είμαι ευχαριστημένος. Βέβαια, μου έχει τύχει πάρα πολλές φορές να κάθομαι με κάποιο συνάδελφο και να συζητάω εν ώρα προβολής, το οποίο ομολογώ ότι δεν είναι σωστό. Αλλά όταν βλέπεις τη μία ταινία μετά την άλλη και μετά το πρώτο 20λεπτο διαπιστώνεις ότι πρόκειται περί χαζομάρας, εκεί αρχίζεις και σχολιάζεις, ανθρώπινο είναι. Ενδεχομένως όμως αυτός που κάθεται πίσω σου να θεωρεί ότι βλέπει κάτι σημαντικό. Κανονικά το σινεμά πρέπει να είναι εκκλησία.

Τι έχετε να πείτε για το φαινόμενο bloggers που διακηρύσσουν τη γνώμη τους χωρίς καμία υποδομή και καμία εμπειρία; Είναι τα blogs η νέα κινηματογραφική κριτική;

Αν είναι άνθρωποι που ξέρουν τι κάνουν ή όχι, αυτό είναι άγνωστο. Μπορεί όντως να είναι κάποιος άσχετος από σινεμά, από την άλλη όμως μπορεί να είναι κάποιος που γνωρίζει πολύ καλά το αντικείμενο. Μη νομίζεις, οι περισσότεροι από εμάς δεν ξεκινήσαμε από κινηματογραφικές σπουδές. Ο ένας είναι οδοντίατρος, ο άλλος είναι νομικός, εγώ είμαι χρυσοχόος. Χόμπι ήταν και μελετώντας σιγά σιγά -γιατί όταν σε ενδιαφέρει κάτι ευελπιστείς κάποια στιγμή να το κάνεις επάγγελμα- το σπουδάσαμε με το δικό μας τρόπο. Ισως λοιπόν πρόκειται για αντίστοιχες περιπτώσεις επίδοξων κριτικών. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι χρειάζονται αυτά τα κείμενα, είτε είναι καλά είτε είναι κακά. Ο καθένας παίρνει την ευθύνη αυτών που γράφει και αυτά που γράφει κρίνονται με τη σειρά τους από αυτούς που τα διαβάζουν. Εξάλλου, δεν νομίζω ότι είναι υποχρεωτικό να ξαναδιαβάσεις κάποιον που θεωρείς ότι δεν έχει ιδέα.

Εχετε κάποιο συγκεκριμένο target group στο μυαλό σας όταν γράφετε;

Οχι, νομίζω ότι απευθύνομαι σε ανθρώπους που αγαπούν το σινεμά. Δεν έχω κάποιο target group ούτε ηλικιακό ούτε ταξικό. Γράφω ό,τι καταλαβαίνω από μια ταινία και νομίζω ότι καλύπτω μια γκάμα ανθρώπων που αγαπούν το σινεμά, είτε είναι ένας 20χρονος, είτε ένας 40χρονος, είτε ένας 60χρονος.

Ποιο πιστεύετε ότι είναι τελικά το μέλλον της κριτικής;

Το πρόβλημα της έντυπης κριτικής είναι απόλυτα συνυφασμένο με το πρόβλημα της έντυπης δημοσιογραφίας γενικώς. Υπάρχει μια παρακμή που συνδέεται με άλλα μέσα, όπως είναι π.χ. το ίντερνετ, όπου η πληροφορία είναι εύκολα προσβάσιμη και δωρεάν. Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που καλύπτονται από αυτό και καλά κάνουν. Νομίζω ότι οι κριτικοί κινηματογράφου θα πάψουν να υφίστανται όταν δεν θα θεωρείται αναγκαία η παρουσία εντύπων. Οσο υπάρχουν έντυπα πάντα θα υπάρχει κριτική, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.

Ο ΠΙΟ ΕΠΙΔΡΑΣΤΙΚΟΣ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕ ΠΟΤΕ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ πραγματικοτητα, Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ ΔΙΝΕΙ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΟΡΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΚΡΙΤΙΚΟΥ».

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΦΙΛΜΟΚΑΤΑΣΚΕΥΗ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ.

«Το να φτιάξεις τον εαυτό σου καλό θεατή, ακροατή, αναγνώστη είναι περισσότερο δύσκολο απ το να φτιάξεις ένα έργο τέχνης. Οταν αποφαινόμαστε με σιγουριά λέγοντας πως το Α έργο μας αρέσει ή δεν μας αρέσει σχεδόν ποτέ δεν αναρωτιόμαστε ποιοι είμαστε εμείς και τι κάναμε ώστε να γίνουμε ικανοί να αποφαινόμαστε κατά το δυνατόν εγκυρότερα. Παίρνουμε σαν δεδομένο το γεγονός πως μας αρέσει ο εαυτός μας στην ιδιότητά του σαν θεατή, ακροατή, αναγνώστη και συχνά τη δική μας ανεπάρκεια την αποδίδουμε στον εντελώς αθώο δημιουργό, που μπορεί να είναι καλός ή κακός αλλά μόνο στη διαλεκτική του σχέση με τον καλό ή κακό δέκτη.

Δεν υπάρχει αντικειμενικά καλό και αντικειμενικά κακό πουθενά, και πολύ περισσότερο στην τέχνη. Το καλό και το κακό δεν είναι οντότητες, δεν είναι κάτι που αιωρείται στον αέρα και περιμένει εμάς να το πιάσουμε με την αποδοχή, δίκην πεταλούδας. Το καλό και το κακό είναι μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα σ' ένα υποκείμενο και ένα αντικείμενο (το έργο) που σ' έναν άλλο δέκτη θα λειτουργήσει διαφορετικά.

Πρέπει να διευκρινισθεί εδώ πως κριτικός δεν είναι μόνο αυτός που κοινοποιεί δημοσίως τη γνώμη του στους άλλους, αλλά κι ο κάθε δέκτης που λειτουργεί κριτικά όταν αντιμετωπίζει ένα έργο τέχνης ή ό,τιδήποτε άλλο. Η κριτική είναι μια βασική ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού και όχι μια ιδιότητα που μόνο περιστασιακά θα μπορούσε να αποδοθεί σε κάποιους επαγγελματίες που δεν κάνουν τίποτα περισσότερο απ το να λένε δημοσίως τη γνώμη τους, πράγμα απελπιστικά δύσκολο αν όχι και επικίνδυνο. Δεν είναι εύκολο να εκθέτεις συνεχώς το μυαλό σου και την ευαισθησία σου σε δημόσια θέα, όντας βέβαιος πως οι παραλήπτες της άποψής σου δεν είναι υποχρεωμένοι να δέχονται όλοι στο μήκος κύματος που εσύ εκπέμπεις».