Μάλιστα, στον καθημερινό λόγο χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι ευχάριστο ή όμορφο: «Γλυκιά ζωή» (dolce vita), «γλυκός άνθρωπος», «γλυκό φιλί» κ.ο.κ. Στο συλλογικό ασυνείδητο, οτιδήποτε γλυκό σηματοδοτεί την ευχαρίστηση που μπορεί να προσφέρει ο σύντομος, γεμάτος συνήθως προβλήματα, βίος μας. Άλλωστε, τα γλυκά ήταν είδος πολυτελείας για τους προγόνους μας. Μπορεί η ζάχαρη να εισήλθε στη χώρα μας τον 4ο αιώνα π.Χ., με την ανακάλυψή της από τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αλλά παρέμεινε ένα ακριβό προϊόν σε παγκόσμιο επίπεδο περίπου έως τη Βιομηχανική Επανάσταση, οπότε έγινε προσβάσιμη και στα λαϊκά στρώματα. Μαζί με τη μαζική επεξεργασία και την πώληση της ζάχαρης, άνθησε και η παραγωγή των γλυκών και των αναψυκτικών, αλλά και πολλών άλλων τροφίμων που θεωρήθηκαν παχυντικά - είχαν, δηλαδή, υψηλό αριθμό θερμίδων.
Φτάνοντας στο σήμερα, παρατηρούμε μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση των γλυκών προϊόντων, οι οποίες προκαλούν σχεδόν τον φόβο, είτε γιατί παραπέμπουν -συνειδητά ή ασυνείδητα- στην παχυσαρκία είτε γιατί θεωρούνται ανθυγιεινά, ειδικά για ανθρώπους με ασθένειες όπως ο διαβήτης ή τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Παρόλο τον τρόμο, ωστόσο, που καλλιεργήθηκε -δικαίως ή αδίκως- γύρω από οτιδήποτε γλυκό, οι άνθρωποι εξακολουθούν να θεωρούν τα γλυκίσματα, τα αναψυκτικά και άλλα συναφή είδη αναπόσπαστο αλλά και το πιο απολαυστικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους.
Η αλήθεια είναι ότι, άσχετα από τις επιταγές της μόδας, για ένα λεπτό, γυμνασμένο σώμα, η ζάχαρη, τα γλυκά, τα αναψυκτικά και λοιπά προϊόντα που την περιέχουν -ας μην ξεχνάμε ότι σάκχαρα κάθε είδους υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία τροφίμων- πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο - ακόμα και οι φυσικοί χυμοί, που φτιάχνονται από τουλάχιστον 2-3 φρούτα. Έτσι, η ανάγκη για εναλλακτικές γλυκαντικές ύλες, με χαμηλή θερμιδική αξία, έγινε πιο αναγκαία από ποτέ - ιδίως για τα άτομα με επιβαρυμένο ιατρικό ιστορικό. Οι πρώτες προσεγγίσεις έγιναν, φυσικά, στα εργαστήρια και ήταν αποτέλεσμα χημικής επεξεργασίας. Παρ’ όλα αυτά, η διακοπή της ραφιναρισμένης ζάχαρης ήταν -και εξακολουθεί να είναι- μια σκληρή δοκιμασία, καθώς τα όποια υποκατάστατα δεν αντικαθιστούν πάντοτε την υπέροχη γεύση της.
Το μόνο γλυκαντικό το οποίο αγαπήθηκε σχεδόν όσο και η ζάχαρη είναι η στέβια, όχι μόνο γιατί έχει αυτήν την πάλλευκη, βελούδινη υφή, αλλά και γιατί είναι ένα πολύ γλυκό (200-300 φορές περισσότερο από τη ζάχαρη) και φυσικό προϊόν. Μπορεί να έγινε γνωστή στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αλλά στο εξωτερικό η χρήση της έχει ξεκινήσει από πολύ παλαιότερα. Η στέβια προσφέρει έναν τρόπο μείωσης των θερμίδων σε γλυκά γεύματα και ποτά, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση του βάρους. Παρέχει, επίσης, στους ανθρώπους με διαβήτη και άλλα νοσήματα τη δυνατότητα να μειώνουν τη συνολική πρόσληψη υδατανθράκων, αφού είναι μια φυσική πηγή γλυκύτητας χωρίς θερμίδες. Το φυτό αυτό είναι εγγενές στη Νότια Αμερική, αλλά πλέον καλλιεργείται σε πολλές χώρες. Εκατοντάδες τρόφιμα και ποτά, όπως ορισμένοι χυμοί και ποτά τσαγιού, σε όλο τον κόσμο, αποκτούν γλυκύτητα χάρη στη στέβια. Ωστόσο, η στέβια έχει μία μεταλλική επίγευση που σε κάποιους μπορεί να μην αρέσει ή να τη νιώθουν πολύ έντονη. Έτσι, σχεδόν πάντοτε αναμειγνύεται με άλλα γλυκαντικά. Και ίσως αυτό να κρύβει και κάποιες παγίδες.
Διαβάστε τις ετικέτες
Το εμπόριο έχει τους δικούς του νόμους. Η γενική αποδοχή της στέβια έγινε η αιτία να δημιουργηθούν πάμπολλα τρόφιμα και ποτά τα οποία βασίζονται στο συγκεκριμένο γλυκαντικό. Για τον καταναλωτή, η λέξη «στέβια» ισοδυναμεί με μηδέν θερμίδες και, κατ’ επέκταση, με ευχαρίστηση χωρίς ενοχές. Είναι, όμως, ακριβώς έτσι τα πράγματα; Πόσα, αλήθεια, προϊόντα που υπάρχουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ, των φαρμακείων και των καταστημάτων με βιολογικά είδη, περιέχουν ΜΟΝΟ στέβια;
Το πιο σημαντικό είναι να ελέγχετε τις ετικέτες για τις πληροφορίες θερμίδων αλλά και για την παρουσία άλλων γλυκαντικών ουσιών οποιουδήποτε σκευάσματος διαφημίζεται ότι εμπεριέχει στέβια. Στην πραγματικότητα, πολλά άλλα υλικά χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, για καλύτερη γεύση ή υφή ή λόγω κόστους. Ορισμένα εμπορεύματα μπορεί να περιέχουν και άλλα γλυκαντικά τα οποία έχουν έξτρα θερμίδες. Συνήθως, όμως, η ποσότητα των άλλων γλυκαντικών είναι πολύ μικρή, καθιστώντας το συνολικό περιεχόμενο σε θερμίδες πολύ χαμηλό. Έτσι, τα προϊόντα αυτά μπορεί να φέρουν την ένδειξη «light» ή «με λίγες θερμίδες».
Δυστυχώς, όλο και περισσότερο, τα συμπληρώματα και τα εκχυλίσματα στέβιας περιέχουν συστατικά, κυρίως τεχνητά, που συνδέονται με γνωστούς κινδύνους για την υγεία. Επομένως, είναι σημαντικό να αγοράζετε προϊόντα πιστοποιημένα, που δεν περιέχουν τεχνητά ή συνθετικά γλυκαντικά (όπως η ασπαρτάμη ή η σουκραλόζη) και χρωστικές.
Μη μένετε, λοιπόν, στην επιφάνεια. Ανακαλύψτε τι κρύβεται από κάτω. Υπάρχουν προϊόντα τα οποία περιέχουν μόνο φυσικά γλυκαντικά. Μία ελληνική εταιρεία πρωτοπορεί διεθνώς σε αυτόν τον τομέα! Η Λουξ δημιούργησε την πρώτη σειρά αναψυκτικών αποκλειστικά με φυσικά γλυκαντικά, την οποία ονόμασε «λουξ plus ‘n light». Τα αναψυκτικά Λουξ (πορτοκαλάδα, λεμονάδα) περιέχουν χυμό από 100% ελληνικά πορτοκάλια και λεμόνια από την ελληνική επικράτεια -ανάλογα με το χρόνο συγκομιδής-, 100% φυσικά γλυκαντικά, 60% λιγότερες θερμίδες, βιταμίνη C, ενώ δεν έχουν χρωστικές ουσίες κι ο χαμηλός γλυκαιμικός τους δείκτης τα καθιστά κατάλληλα και για διαβητικούς. Επίσης, η λουξ cola plus ‘n light δεν εμπεριέχει φωσφορικό και κιτρικό οξύ, ενώ γευστικά όλα τα προϊόντα δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα κλασικά αναψυκτικά – στοιχείο που σπάνια απαντάται σε άλλα πόσιμα είδη.
Ελέγξτε, λοιπόν, τις ετικέτες και γίνετε συνειδητοποιημένοι καταναλωτές. Μόνο εσείς μπορείτε να χαρίσετε στον εαυτό σας έναν φυσικό, υγιεινό τρόπο ζωής, χωρίς να στερηθείτε τα δώρα του σύγχρονου πολιτισμού, χωρίς περιορισμούς και φόβους, δίχως αναστολές και επιπλέον αγωνίες…