Γ. Σκαφιδά: "Πήρα το ρόλο που ονειρεύτηκα"

29.12.2010
Βλέποντάς την κανείς στο ρόλο της Πέννυς στα «Μαύρα μεσάνυχτα» είναι σχεδόν σίγουρο πως εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσε να τη σκεφτεί με τίποτα στο ρόλο μιας... εύθραυστης, ρομαντικής χωριατοπούλας του 1940!

Από τη ΝΑΝΣΥ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

Βλέποντάς την κανείς στο ρόλο της Πέννυς στα «Μαύρα μεσάνυχτα» είναι σχεδόν σίγουρο πως εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσε να τη σκεφτεί με τίποτα στο ρόλο μιας... εύθραυστης, ρομαντικής χωριατοπούλας του 1940! Κι όμως, η Γιούλικα Σκαφιδά κατάφερε να ερμηνεύσει με την ίδια επιτυχία και τους δύο αυτούς, τόσο αντίθετους, ρόλους... Όσο απολαυστική ήταν ως Πέννυ, το ίδιο είναι και ως Μαρία κάθε Δευτέρα βράδυ στο «Νησί».

Αλήθεια, έχεις προλάβει να σκεφτείς τι είναι για σένα ουσιαστικά το «Νησί»;

«Το "Νησί, πέρα από την καλλιτεχνική αξία που κουβαλάει, με δυο λέξεις είναι για μένα εμπειρία ζωής. Είναι μια δουλειά που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω ή να προσπεράσω στη ζωή μου. Είναι μια ευτυχής συγκυρία και αν και δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξη, δεν νομίζω πως θα υπάρξει και πάλι στο χώρο της τηλεόρασης μια τόσο μεγάλη παραγωγή. Μακάρι να διαψευστώ, αλλά όντως δεν πιστεύω πως θα μπορέσουμε να ξαναδούμε στους δέκτες μας μια τόσο... τεράστια προσπάθεια».

Τα πρώτα γυρίσματα της σειράς ξεκίνησαν ακριβώς ένα χρόνο πριν? Αυτοί οι 12 μήνες στην Κρήτη πώς ήταν για σένα;

«Όσο ρομαντικά και καλλιτεχνικά κι αν θέλει κανείς να δει αυτή τη δουλειά, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί πως όλο αυτό το χρονικό διάστημα που έχουμε περάσει όλοι μας στην Κρήτη ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για μας. Δημιουργική μεν, αλλά πολύ δύσκολη? Ο κόπος και η κούραση που έχουμε περάσει όλοι μας είναι κάτι που δεν περιγράφεται».

Φαντάζομαι όμως πως νιώθετε δικαιωμένοι με το αποτέλεσμα που βλέπετε να βγαίνει κάθε Δευτέρα βράδυ στον αέρα¨...

«Αυτό εννοείται... Είναι δυνατόν να μην αισθανόμαστε δικαιωμένοι; Προσωπικά, βλέποντας το αποτέλεσμα που είχε όλη αυτή η δουλειά, νιώθω και ευτυχισμένη και καλλιτεχνικά πλήρης».

Και ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες με τις οποίες ήρθατε αντιμέτωποι όλο αυτόν τον καιρό στην Κρήτη;

«Τα πολύωρα γυρίσματα, η ζέστη, το κρύο, ακόμα και η μοναξιά και η απομόνωση. Ξέρεις, η ζωή στην Πλάκα το χειμώνα δεν είναι εύκολο πράγμα. Όπως επίσης δεν είναι εύκολο να κάνεις γύρισμα με 40ο C και να φοράς παλτό ή να είναι χειμώνας και να πρέπει να βουτήξεις στη θάλασσα ή να κυκλοφορείς με κοντομάνικο».

Θα σταθώ στη μοναξιά... Εσύ με τη μοναξιά πώς τα πας; Την αντέχεις; Είσαι μοναχικός τύπος ή θες συνεχώς να έχεις κάποιον πλάι σου;

«Οι σχέσεις που έχω με τη μοναξιά είναι άριστες. Σε σημείο τέτοιο που θεωρώ τη μοναξιά ευλογία, γι’ αυτό και θέλω να βρίσκομαι κάποιες φορές μόνη με τη μοναξιά μου».

Δεν φοβάσαι δηλαδή να μείνεις μόνη σου;

«Όχι, δεν φοβάμαι να μείνω εγώ και ο εαυτός μου και ας μην έχω -που λέει ο λόγος- να κάνω και τίποτα».

Ένα κορίτσι της πόλης, όπως είσαι εσύ, θα μπορούσε να μείνει μόνιμα εκτός Αθηνών;

«Δεν ξέρω... Πάντως, το να μένω για μακρύ χρονικό διάστημα μακριά από την Αθήνα και μετά να ξέρω πως θα επιστρέψω δεν με ενοχλεί καθόλου. Τη φετινή απομάκρυνσή μου την ευχαριστήθηκα. Μου θύμισε λιγάκι τα χρόνια που ήμουν μικρή και έκανα διακοπές στο χωριό μου. Γι’ αυτό και θα ήθελα να μου προκύψει πάλι μια δουλειά για την οποία να χρειαστεί να ζήσω εκτός. Όλο αυτό το... νομαδικό, που ώρες ώρες συμβαίνει στη δουλειά μας, μ’ αρέσει πολύ».

Υποδύεσαι τη Μαρία. Όταν πήρες για πρώτη φορά το συγκεκριμένο ρόλο στα χέρια σου, τι σκέφτηκες;

«Να σου απαντήσω ειλικρινά; (Γέλια.)».

Φυσικά...

«Αυτό που σκέφτηκα ήταν πώς ένα κορίτσι που γεννήθηκε το 1981 στην Καλαμάτα και μεγάλωσε στην Αθήνα θα τα καταφέρει να γυρίσει στην εποχή του ’30 και να υποδυθεί μια χωριατοπούλα; Πώς μπαίνεις μέσα σ’ αυτό;».

Η «Ιωάννα της καρδιάς» ήταν η πρώτη σου δουλειά με τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου και τώρα η τηλεοπτική τύχη σάς έφερε πάλι κοντά...

«Νιώθω πραγματικά τυχερή που μου δόθηκε η ευκαιρία να συμμετάσχω σε μια τέτοια δουλειά. Κακά τα ψέματα, το "Νησί" είναι από αυτές τις δουλειές που δυστυχώς δεν επαναλαμβάνονται. Παρά το γεγονός πως δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξη. Είναι από αυτές τις δουλειές που γίνονται μία στα 10 ή 20 χρόνια. Έτσι, η Μιρέλλα με ειδοποίησε, πήγα σπίτι της, μου είπε τι με ήθελε, στη συνέχεια πέρασα και από μια οντισιόν, όπου με είδε και ο σκηνοθέτης μας, ο Θοδωρής Παπαδουλάκης, αλλά και η Βικτόρια Χίσλοπ. Υποδύθηκα διάφορους ρόλους και κάπως έτσι καταλήξαμε στο να μου δώσουν τη Μαρία».

Το βιβλίο το γνώριζες;

«Ναι, και το γνώριζα και το είχα διαβάσει. Μάλιστα, είχα σκεφτεί πως αυτό το μυθιστόρημα θα μπορούσε να γίνει μια φανταστική ταινία για τη μεγάλη οθόνη. Τελικά, έγινε για τη... μικρή».

Και; Η Μαρία σε είχε γοητεύσει καθόλου σαν ηρωίδα;

«Όντως, η Μαρία ήταν μία από τις ηρωίδες που με είχαν κερδίσει όσο διάβαζα το βιβλίο και γι’ αυτό δεν σου κρύβω πως ήθελα πάρα πολύ να πάρω αυτόν το ρόλο».

Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος φόβος που είχες όταν άρχισες να εξερευνείς το ρόλο σου;

«Επειδή η Μαρία είναι ένας πάρα πολύ καλός και σωστός άνθρωπος, δεν ήθελα να βγει προς τα έξω... εκνευριστικά ή μη ρεαλιστικά καλή. Επίσης, είχα άγχος για το πώς θα τα βγάλω πέρα και στις πιο έντονες συναισθηματικές στιγμές».

Τώρα που δουλεύεις το ρόλο της Μαρίας έναν ολόκληρο χρόνο σε ποια σημεία ταυτίζεσαι με εκείνη;

«Το ότι κι εγώ μπορώ να νιώθω εύθραυστη από τη μία αλλά και δυνατή από την άλλη».

Και σε ποια σημεία απομακρύνεσαι εντελώς;

«Στο ότι η Μαρία δεν έχει καμία φιλ oδοξία... Ότι δεν έχει την τόλμη να εκφράσει τα όνειρα και τις επιθυμίες της. Η Γιούλικα, από την άλλη, έχει μάθει να ονειρεύεται πιο δυνατά»!

Η παρουσία σας στην Πλάκα θαρρώ πως έχει αλλάξει και τη ζωή των κατοίκων... Όσο να πεις, όταν μια τεράστια παραγωγή στήνεται σε ένα μικρό τόπο, έρχονται τα πάνω κάτω.

«Δεν έχεις κι άδικο σε αυτό που λες. (Γέλια.) Όντως, η παρουσία μας έχει φέρει τα πάνω κάτω εδώ, στη ζωή των κατοίκων. Αν κρίνω όμως από τις αντιδράσεις τους και από την αγάπη που μας δείχνουν, μάλλον όλο αυτό που συμβαίνει το απολαμβάνουν».

Απ’ ό,τι έμαθα, σας έχουν ανοίξει τα σπίτια τους...

«Μας έχουν ανοίξει τα σπίτια τους και μας έχουν βάλει μέσα κανονικά. Μας έχουν αγκαλιάσει με τόση αγάπη και έχουν προσπαθήσει να μας βοηθήσουν τόσο πολύ, που δεν νομίζω να μπορεί κανείς να σου περιγράψει με λέξεις τα συναισθήματα που έχει ζήσει δίπλα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους».