Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ: Μια Εποχή στην Κόλαση

30.12.2008
Με ένα χαμόγελο πικρό, που ίσως και να έκρυβε κάποια ανακούφιση, ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ μέτρησε υπομονετικά τις μέρες μέχρι το άδοξο τέλος της ζωης του, τον Οκτώβριο του 2008. «Δεν έχω τον χρόνο για να περιμένω» φώναζε ντυμενος με τα ρουχα του παράφορα ερωτευμένου στρατηγού στο αντικείμενο του πόθου του, τη «Δούκισσα του Λανζέ» του Ζακ Ριβέτ. Πίσω από την αμφιεση του 19ου αιώνα, ο σπουδαίος ηθοποιός θα μπορούσε να μιλά για τον εαυτό του.

Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά

Αυτά ήταν τα τελευταία ψήγματα δημόσιου λόγου που άφησε πίσω του ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ, παραχωρώντας συνέντευξη σε μια ρουμανική εφημερίδα, λίγες μέρες πριν τον θάνατό του. Στα 37 του, βασανισμένος όσο λίγοι από έναν ετεροπροσδιορισμό που του έμοιαζε ξένος αλλά τον καθόρισε ακόμη και φυσιογνωμικά τόσο πολύ («ο γιος του Ζεράρ Ντεπαρντιέ»), ήταν έτοιμος να αναγνωριστεί ως ο κορυφαίος ηθοποιός της γενιάς του. Θα είχαν τέτοια άτυπα παράσημα αξία γι αυτόν; Ισως να μπορούσαν λίγο να τον εθίσουν στις μικρές, χρήσιμες ματαιότητες της «αληθινής ζωής». Εκεί όπου οι δαίμονες που τον κυνήγησαν με λύσσα για πάνω από δύο δεκαετίες θα έχαναν, επιτέλους, τη μάχη.

Ο μικρός (δεν) θα μείνει στις ταινίες
Στις 7 Απριλίου του 1971, στο 14ο γεωγραφικό διαμέρισμα του Παρισιού, γεννιέται ο γιος των ηθοποιών Ζεράρ και Ελιζαμπέτ Ντεπαρντιέ. Ολοι λένε για τον Γκιγιόμ ότι γεννήθηκε κάτω από τη χρυσόσκονη του θεάματος, όλοι τον θαυμάζουν όταν ο πατέρας του τον παίρνει μαζί του στα κινηματογραφικά πλατό, όλοι λένε ότι ο μικρός έχει το χάρισμα, τη φυσική αύρα ενός ηθοποιού. Εν ολίγοις, όλοι περιμένουν να χειροκροτήσουν καθώς ένα δέντρο θα ανθίζει στη σκιά του προηγούμενου και θα τους χαρίζει ένα στόρι καλλιτεχνικής - οικογενειακής ευτυχίας. Και θα διαψευστούν.

Αυτό που θεωρείται από άλλους ως το επόμενο τρομερό παιδί του γαλλικού σινεμά βουλιάζει στην εύθραυστη φύση του, όπου η αδιαφορία των παθιασμένων με την επιτυχία γονέων του μοιάζει με μαρτύριο. Βρίσκει καταφύγιο στον δρόμο, την περιπλάνηση, το αλκοόλ και τις μικροσυμπλοκές, στα ελαφρά και βαριά ναρκωτικά. Δεν πρόκειται για δύσκολη εφηβεία, αλλά για μια πρόωρη μάχη με την τρέλα. Ο Γκιγιόμ καταστρέφει το σώμα του με μαζοχιστικές μεθόδους, μεταμορφώνεται σε χαμίνι και ύστερα, προκειμένου να επιβιώσει μόνος του ή και να «καεί» ολοκληρωτικά, σε αμφισεξουαλικό ζιγκολό. Το 1988, έναν χρόνο πριν την ενηλικίωσή του, μπαίνει στη φυλακή ανηλίκων και στη συνέχεια καταδικάζεται σε τριετή φυλάκιση για κατοχή, χρήση και εμπορία ναρκωτικών, για να εκτίσει περίπου το μισό της ποινής του. Στην ηλικία των 20 θεωρείται οριστικά κατεστραμμένος, ένα κτήνος ανεπίδεκτο σε αυτό που οι διάφοροι λειτουργοί συνηθίζουν να αποκαλούν «ένταξη στο κοινωνικό σύνολο».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο κινηματογράφος θα τον καλέσει κοντά του, μέσω του Αλέν Κορνό που του προσφέρει τον ρόλο του ταλαντούχου μουσικού Μαρέν Μαρέ στο «Ολα Τα Πρωινά Του Κόσμου». Ως αναπόδραστη μοίρα, σε αυτό το πρώτο του μεγάλο βήμα ο πατέρας του βρίσκεται και πάλι εκεί, υποδυόμενος τον ίδιο χαρακτήρα σε μεγαλύτερη ηλικία. Εάν ο Μαρέ του Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ είναι ο νέος, ιδεαλιστής καλλιτέχνης που κάνει το παν για να μαθητεύσει δίπλα στον ιδιοφυή συνθέτη Σεντ Κολόμπ, ο Μαρέ του Ζεράρ Ντεπαρντιέ είναι ο επίσημος μουσικός της αυλής των Βερσαλιών που δεν μπόρεσε να μείνει πιστός στα διδάγματα του μέντορά του. Καταδικασμένοι να συνυπάρχουν στην ίδια ταινία αλλά όχι στο ίδιο κάδρο, πατέρας και γιος είχαν μπολιάσει με τη σύγκρουσή τους το αριστούργημα του Κορνό.

Με τα φώτα να πέφτουν πάνω του μετά το «Ολα Τα Πρωινά Του Κόσμου», ο Γκιγιόμ βρίσκει μπροστά από την κάμερα ένα κανάλι όπου μπορεί να εκτονώσει τις αυτοκαταστροφικές ορμές του. Αλλά όχι για πολύ: το 1995, ένα σοβαρό ατύχημα με τη μηχανή θα τον στείλει στο νοσοκομείο και σε απανωτές, επώδυνες επεμβάσεις από τις οποίες δε θα μπορέσει να απαλλαγεί τα επόμενα χρόνια. Ο κινηματογράφος θα είναι και πάλι εκεί για να του απαλύνει τον πόνο, αυτή τη φορά μέσω του φίλου του, Πιέρ Σαλβαντορί, που του χαρίζει έναν από τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους στην κομεντί «Les Αpprentis». Δίπλα στον Φρανζουά Κλιζέ, ο Γκιγιόμ υποδύεται τον άνεργο Φρεντ, που ελλείψει χρημάτων μένει χωρίς στέγη με τον κολλητό του. Καταθέτοντας σε κάθε πλάνο λίγη από τη δική του μελαγχολία, θα κερδίσει το βραβείο Σεζάρ «καλύτερης αντρικής ελπίδας» το 1996. Και θα συνεχίσει ακάθεκτος να καταστρέφει τον εαυτό του με κάθε τρόπο.

«Η ζωή αξίζει τον κόπο»
Στις 4 Ιανουαρίου του 2000 ο Γκιγιόμ, μετά από μια μακροχρόνια σχέση με την ηθοποιό Κλοτίλντ Κουρό, θα παντρευτεί την επίσης ηθοποιό Ελίζ Βαντρ- ένας γάμος που δεν θα αντέξει πολύ αλλά θα τους χαρίσει μια κόρη, τη Λουίζ. Την ίδια χρονιά ο Λεός Καράξ, ένας άλλος «καταραμένος» του γαλλικού σινεμά, θα τον καλέσει στο εκρηκτικό φιλμ-ρίσκο με τον τίτλο-κωδικό «Ρola Χ». Ο Γκιγιόμ ενσαρκώνει για άλλη μια φορά μια ποιητική εκδοχή του εαυτού του, στον ρόλο ενός νέου συγγραφέα που, φλεγόμενος από ρομαντικά οράματα, εγκαταλείπει τον αριστοκρατικό τρόπο ζωής του για να ακολουθήσει μια μυστηριώδη γυναικεία φιγούρα και να μοιραστεί μαζί της τη φτώχεια και την παρανομία. Ακόμα πιο κοντά στα βιώματά του, το 2002 θα πρωταγωνιστήσει μαζί με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στο φιλμ του Ζακόμπ Μπερζέ «Αγάπα Τον Πατέρα Σου» (« Aime Τon Pere »), με τον σκηνοθέτη να χρησιμοποιεί τους Ντεπαρντιέ για να μιλήσει για τη σχέση με τον δικό του πατέρα. Εξω από το κινηματογραφικό κάδρο, ο πρωταγωνιστής της «Ρola Χ» υποφέρει όλο και περισσότερο εξαιτίας του αφόρητου πόνου και των μολύνσεων στο δεξί του πόδι. Το 2003, ενάντια στη γνώμη των γιατρών, θα αποφασίσει να βάλει τέλος στα κοκτέιλ αντιβιοτικών και μορφίνης προβαίνοντας σε ακρωτηριασμό. Η πράξη του παγώνει ακόμα και όσους ήξεραν τι εστί Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ. Εκείνος όχι μόνο υπερασπίζεται την απόφασή του, αλλά ιδρύει και βαφτίζει με το όνομά του ένα ίδρυμα για τα θύματα των νοσοκομειακών μολύνσεων. Την ίδια εποχή εκδίδεται το βιβλίο «Tout donner», μια σειρά εξομολογήσεών του στο δημοσιογράφο Μαρκ-Ολιβιέ Φοζιέλ, που αρχίζει με τη φράση «Είμαι 32 χρονών και ξεκινάω τη ζωή μου». Ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ ισχυρίζεται ότι ο κύκλος της αυτοκαταστροφής έχει κλείσει.

Οι τελευταίες ημέρες
Αποφασισμένος να μη μείνει στο περιθώριο μετά το σοκ του ακρωτηριασμού του, ο Γκιγιόμ θα ξαναμπεί στο κινηματογραφικό παιχνίδι, επαγγελματίας με το ζωώδες ταλέντο ενός ερασιτέχνη. Ερωτευμένος στρατηγός στη «Δούκισσα του Λανζέ» του Ριβέτ, άστεγος στις «Βερσαλίες», μύστης της αποκομμένης από την κοινωνίας σέκτας στο «Περί Πολέμου», ο Γκιγιόμ επιλέγει και επιλέγεται από ρόλους που θαρρείς ότι κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει, για να τους χαρίσει το βαθύ βλέμμα και τη νευρώδη, σαν χάρτης καταχρήσεων, φιγούρα του.

Ο ίδιος συνέχιζε να ονειρεύεται τον ρόλο του Αρθούρου Ρεμπό, με τον οποίο ένιωθε να τον συνδέει η περιπλάνηση στα άκρα της ύπαρξης και φυσικά η τρομακτική εμπειρία του ακρωτηριασμού. Αγνοούσε, όμως, ότι θα έφευγε από τον κόσμο στην ίδια ηλικία με τον Γάλλο ποιητή. Κι αν ο Ρεμπό εγκατέλειψε σε άθλια κατάσταση την Αίγυπτο για να νοσηλευτεί σε ένα νοσοκομείο της Μασσαλίας, ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος από τη Ρουμανία (όπου βρισκόταν για τα γυρίσματα της ταινίας «Η Παιδική Ηλικία Του Ικάρου») για να καταλήξει στο Παρίσι.

Πολλά ειπώθηκαν για την αιτία θανάτου του («οξεία πνευμονία» σύμφωνα με την ανακοίνωση), για την κηδεία του όπου παρευρέθηκε η Κάρλα Μπρούνι-Σαρκοζί και το λοιπό κοσμικό Παρίσι, και ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ εμφανίστηκε με αστυνομική συνοδεία για να διαβάσει αντί επικηδείου ένα απόσπασμα από το «Μικρό Πρίγκηπα». Πολλά ειπώθηκαν, αλλά η μικρή του κόρη που αδυνατεί να τα καταλάβει είπε μόνο «Ο μπαμπάς θα είναι καλύτερα εκεί ψηλά». Ας είναι. Ο Ρεμπό, εξάλλου, είχε ήδη μιλήσει για περιπτώσεις σπάνιες, σαν αυτή του Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ:

«Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα. Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα. Ω, Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα διαφυλάξετε τον θησαυρό μου. Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη. Μ ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες τίς χαρές να τις σπαράξω. Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας, τα κοντάκια των όπλων τους. Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο. Η απόγνωση ήταν ο θεός μοu. Κυλίστηκα στη λάσπη. Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος. Ξεγέλασα την τρέλα. Κι η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο τού ηλίθιου».

Δυστυχώς, όπως και ο Ρεμπό, έτσι και ο Γκιγιόμ Ντεπαρντιέ δεν θα αποφύγει να γίνει θρύλος.

«Ημασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. Από τη στιγμή που ο πατέρας μου άρχισε να βγάζει λεφτά, γίναμε πλούσιοι αλλά δυστυχισμένοι. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ εκεί, μέναμε μόνοι με την αδερφή μου».

Κρατάτε επαφή με τον πατέρα και την αδελφή σας; « Οχι, όχι. Τους αφήνω μηνύματα στον τηλεφωνητή, γιατί ξέρω ότι η ζωή είναι αβέβαιη».

Σκέφτεστε τον θάνατο; « Σκέφτομαι συχνά τον θάνατο (...) Στην οικογένειά μας, έχουμε μάθει να πεθαίνουμε με αξιοπρέπεια».