Χρήστος Μήτσης

16.12.2008
Κριτικός κινηματογράφου στο περιοδικό «Αθηνόραμα»

Σε αντίθεση με περασμένες εποχές, η τωρινή μορφή κριτικής μοιάζει λίγο με υπαλληλίκι: όλοι καλούμαστε να γεμίσουμε έναν συγκεκριμένο χώρο κάθε Πέμπτη και καταλήγουμε να γράφουμε βιαστικά τηλεγραφήματα παρά ουσιώδη κείμενα. Γιατί πλέον τα έντυπα παραχωρούν τόσο λίγο χώρο στους κριτικούς και τα θεωρητικά κείμενα απουσιάζουν πλήρως;

Ολα τα έντυπα πλέον κινούνται σε ρυθμούς τηλεοπτικούς, οπότε αναγκαστικά υπάρχει μια σμίκρυνση του χώρου και του χρόνου. Εμείς όμως έχουμε στο νου μας τις παλιές εποχές και δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε στις καινούργιες. Το να είσαι σύντομος σημαίνει ότι δεν μπορείς να είσαι πολύ αναλυτικός, σου δίνει όμως το πλεονέκτημα να είσαι πολύ σαφής, πολύ γρήγορος και πολύ καίριος. Αυτό είναι δύσκολο. Ενα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κριτική, είναι ότι επειδή ακριβώς συγγενεύει με τη λογοτεχνία -έστω και με τρόπο μακρινό- χρειάζεται χώρο για αφήγηση, κάτι που δύσκολα βρίσκεται σήμερα. Και να υπήρχε όμως, δεν είμαι σίγουρος ότι θα ξαναγέμιζε με θεωρητικά κείμενα. Φοβάμαι ότι θα βρίσκαμε κείμενα φιλολογικά, συναισθηματικά, εξομολογητικά, αλλά όχι απαραίτητα θεωρητικά. Οι καιροί αλλάζουν τους ανθρώπους και οι άνθρωποι αλλάζουν τους καιρούς. Δηλαδή, ο περιορισμός του χώρου έφερε κι ένα καινούργιο είδος γραφής. Αυτό το είδος γραφής δεν είναι ούτε θεωρητικό ούτε προσανατολισμένο στα ίδια πράγματα με την κριτική της δεκαετίας του 70 και του 80. Δεν υπάρχει ούτε μαρξιστική ούτε ψυχαναλυτική λογική, αλλά ούτε σημειολογία, άρα τα κείμενα έχουν γίνει πιο γρήγορα, πιο καίρια αλλά και πιο προσωποκεντρικά.

Υπάρχει κάποιος κριτικός που σας ενέπνευσε και σας δημιούργησε την επιθυμία να μπείτε στον χώρο της θεωρίας του κινηματογράφου;

Ο Ραφαηλίδης. Εβλεπε τις ταινίες με ένα τρόπο που ένιωθα ότι με αφορούσε και θεωρώ τα κείμενά του ως τα σπουδαιότερα της ζωής μου. Αν υπάρχει ένας συγγραφέας που έχει επηρεάσει τη φιλοσοφία και την κοσμοθεωρία μου γενικότερα, αυτός είναι ο Ραφαηλίδης. Μέσα από τις ταινίες έβγαζε μια ολόκληρη στάση ζωής, μια ολόκληρη θεωρία, μια ολόκληρη φιλοσοφία απέναντι στα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας.

Την ίδια ώρα έγκριτες πένες χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να εκφράσουν τη γνώμη τους πέρα από τον περιορισμό αρχισυντακτών και εντύπων, ενώ εδώ αν δεν μας πληρώνουν δεν γράφουμε τίποτα. Γιατί λείπουν από την Ελλάδα τέτοια κρούσματα «ελεύθερης βούλησης»;

Κατ αρχήν στην Ελλάδα υπάρχει μια τεχνολογική στέρηση. Οπως εδώ μάθαμε τα blog με καθυστέρηση, το ίδιο ισχύει και με τους δημοσιογράφους. Φαντάζομαι ότι στο μέλλον θα συμβεί. Νομίζω όμως ότι οι επαγγελματίες στην Ελλάδα δεν πληρώνονται αρκετά καλά ώστε να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους όπως την κάνουν οι ξένοι. Ο ξένος κριτικός γράφει 3-4 ταινίες το πολύ. Εδώ, εκτός από τις δέκα ταινίες την εβδομάδα που πρέπει να δει και να γράψει ένας δημοσιογράφος, πολλοί κάνουν και ρεπορτάζ, συνεντεύξεις και λοιπά, οπότε ουσιαστικά δεν προλαβαίνουν, δεν έχουν διάθεση. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν εμφανίζονται σε διοργανώσεις που δεν έχουν επαγγελματική υποχρέωση να παρακολουθήσουν, όπως π.χ. είναι οι Νύχτες Πρεμιέρας και το Πανόραμα.

Πόσο ελεύθερη είναι η κριτική και τι περιορισμοί υπάρχουν; Ολοι ξέρουμε ότι εξαιτίας της διαφήμισης και των δημοσίων σχέσεων έχουμε αναγκαστεί να βάλουμε νερό στο κρασί μας.

Ολα αντανακλούν την κοινωνία στην οποία ζούμε. Η κριτική είναι τόσο ελεύθερη όσο και τα περισσότερα επαγγέλματα. Εχει το πλεονέκτημα ότι επειδή ακριβώς δεν στέλνει τον κόσμο σινεμά με άμεσο τρόπο, τα συμφέροντα είναι μικρά. Οι εταιρείες δεν κρέμονται από τους κριτικούς. Επειδή όμως μιλάμε για μια δουλειά η οποία διαμορφώνει γνώμες, πιέσεις υπάρχουν χωρίς όμως να είναι άμεσες και σοβαρές. Νομίζω ότι το κομβικό σημείο σε αυτή την ερώτηση είναι ότι τα συμφέροντα δεν είναι μεγάλα. Αν ήταν μεγάλα θα γινόταν σφαγή. Δεν θα υπήρχε περίπτωση να χαραμίσει ο άλλος διαφημιστικά έσοδα για να υπερασπίσει την ελευθερία της γνώμης. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Γενικά οι μεγάλες εφημερίδες και τα έντυπα δεν έχουν και πολλές αφορμές να υπερασπίσουν το κύρος τους οπότε, αν χρειαστεί να προστατέψουν τον κριτικό τους, θα το κάνουν γιατί δεν τους κοστίζει και τίποτα. Αν τους κόστιζε, φοβάμαι ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά.

Ποια άμυνα υπάρχει απέναντι σε φαινόμενα που στρέφονται κατά του κριτικού και υπό συνθήκες θα μπορούσαν να θεωρηθούν μέχρι και λογοκρισία;

Τέτοιου είδους φαινόμενα είναι σύμπτωμα μιας κατάστασης που συμβαίνει για τον κυρίαρχο λόγο ότι υπάρχει πλήρη άγνοια από κάθε πλευρά. Δηλαδή εγώ, ως δημοσιογράφος, δεν ξέρω τι είναι νομικά επιλήψιμο και τι όχι. Μπορώ να γράψω τη λέξη «αρπαχτή»; Μπορώ να γράψω ότι μια ταινία είναι εμπορικά κατευθυνόμενη; Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά κριτικών που δεν έχει σπουδάσει δημοσιογραφία, σε αντίθεση π.χ. με τους Αμερικάνους που έχουν σχολές δημοσιογραφίας από τον προηγούμενο αιώνα. Εκεί ελέγχονται τα πάντα, οπότε τα κείμενα που βγαίνουν προς τα έξω, είτε θίγουν θέματα πολιτικής είτε πρόκειται για μια απλή κριτική για ταινία της εβδομάδας, είναι προστατευμένα όσο το δυνατόν περισσότερο, τόσο από τον ίδιο τον άνθρωπο που ξέρει τι γράφει, όσο και από τους νομικούς συμβούλους της εταιρείας που ξέρουν ακριβώς ποιες λέξεις μπορεί να χρησιμοποιήσει. Εμείς είμαστε μόνοι μας. Κάνουμε ό,τι μας έρθει, άρα είναι πιο εύκολο να εκτεθούμε νομικά. Και όταν πια αυτό που πουλάς ως έντυπο δεν είναι η γνώμη του κριτικού σου αλλά η κυκλοφορία, είσαι πολύ πιο ευάλωτος στη διαφήμιση. Και δυστυχώς κάποιοι βάζουν τη διαφήμιση πάνω απ τον άνθρωπό τους. Επίσης, οι κριτικοί δεν είναι συνδικαλισμένοι. Η Π.Ε.Κ.Κ. δεν είναι συνδικαλιστικό όργανο, αλλά πνευματικό σωματείο. Δεν μπορεί να σε υπερασπίσει, παρά μόνο εμμέσως.

Πόση σχέση νομίζετε ότι έχουν οι κριτικοί με την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα;

Την ελληνική τη μισοξέρουν. Τη διεθνή την ξέρουν ελάχιστα έως και καθόλου. Το πρόβλημα των κριτικών είναι ότι επειδή οι περισσότεροι είναι της γαλλικής σχολής, που λέει ότι σημασία έχει ο σκηνοθέτης και ότι η εικόνα μιλάει μόνη της, βλέπουν μόνο ό,τι προβάλλεται στο πανί και όχι τι κρύβεται πίσω του. Η κριτική είναι παντελώς απομακρυσμένη από το τι συμβαίνει στη βιομηχανία του θεάματος. Οι Ελληνες διαβάζουν τα «Cahiers Du Cinema», αλλά όχι το «Screen» και το «Variety». Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στην ελληνική πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, όλοι βρίσκονται σε δίλημμα αν πρέπει να αντιμετωπίζουν το ελληνικό σινεμά ως κάτι ιδιαίτερο ή όχι. Το θέμα είναι να σε ενδιαφέρει το ελληνικό σινεμά κι εγώ διαπιστώνω ότι πολύ λίγοι ενδιαφέρονται. Οπως πρέπει να κοπιάσεις για να αγαπήσεις την Αθήνα, έτσι πρέπει να κοπιάσεις για να αγαπήσεις το ελληνικό σινεμά.

Πώς σας φαίνονται οι συνθήκες των δημοσιογραφικών προβολών, όπου ο καθένας κανονίζει τις δουλειές του ή τα λέει με το διπλανό του ενώ στην οθόνη παίζει κάποια ταινία που αργότερα θα κληθούμε να κρίνουμε;

Εγώ νομίζω ότι έχει γίνει ένα καλό βήμα σε σχέση με το παρελθόν, από την άποψη ότι βλέπουμε όλες τις ταινίες σε μια σωστή αίθουσα. Από κει και πέρα εγώ μπορώ να κάτσω κάπου μόνος μου, σε ένα σημείο που δεν με ενοχλεί κανείς. Ενώ σε μια μικρή αίθουσα θα μπορούσες να επικαλεστείς, ακόμα και σαν άλλοθι, ότι μιλάνε συνέχεια δίπλα σου, φωνάζουν, καπνίζουν κτλ. Εδώ μπορείς πολύ εύκολα να απομονωθείς. Οπότε ο καθένας παίρνει τις ευθύνες πάνω του. Δεύτερον, εγώ είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων. Για μένα θα έπρεπε, ακριβώς επειδή είμαστε επαγγελματίες, να εφαρμόζουμε κάποιους minimum σταθερούς όρους. Τώρα όμως με το downloading, ο καθένας μπορεί να δει ό,τι ταινία θέλει, να πει ότι την είδε όπου θέλει, άρα το αν είσαι ειλικρινής απέναντι στους αναγνώστες, στους συναδέλφους, στο αφεντικό σου και στην ταινία την ίδια, μόνο εσύ το ξέρεις.

Τώρα με το διαδίκτυο όλοι μπορούν να γίνουν κριτικοί. Τι έχετε να πείτε για το φαινόμενο bloggers που διακηρύσσουν τη γνώμη τους χωρίς καμία υποδομή και καμία εμπειρία; Είναι τα blogs η νέα κινηματογραφική κριτική;

Καταρχάς το ίντερνετ δίνει μια μεγάλη ευχέρεια έκφρασης στον οποιονδήποτε, όπως ακριβώς οι ψηφιακές κάμερες. Το σινεμά παύει να είναι μια ακριβή τέχνη. Το ίδιο συμβαίνει και με τα blog. Το πρόβλημα είναι η αξιολόγηση. Δεν είναι καμιά επανάσταση ούτε τίποτα το τρομερό - εμείς το αντιμετωπίζουμε ως τέτοιο. Είναι μια διέξοδος των ανθρώπων να γράφουν, κάτι πολύ θετικό γιατί υπάρχει επικοινωνία και αμεσότητα, ενώ αντίθετα δεν υπάρχει λογοκρισία και συμφέροντα. Απ την άλλη όμως απουσιάζει και ο επαγγελματισμός. Ολα αυτά μαζί δημιουργούν ένα τοπίο ευχάριστο και καλοδεχούμενο. Αρκεί να μην του κολλάς ταμπέλες που δεν αξιώνεται. Εγώ, χωρίς να καταφεύγω ιδιαίτερα σε blogs, θεωρώ ότι επαναφέρουν το ερώτημα τού τι είναι τελικά κριτική. Για μένα το να βλέπεις μια ταινία και να γράφεις ό,τι σου κατέβει δεν είναι κριτική. Αμφισβητεί την παραδοσιακή αξία κάποιων επαγγελματιών, το οποίο κατά τη γνώμη μου μόνο καλό μπορεί να κάνει.

Εχετε συγκεκριμένο target group στο μυαλό σας όταν γράφετε;

Οχι. Κάθε έντυπο όμως έχει κάποιους συγκεκριμένους κανόνες, οι οποίοι αφορούν και το κοινό σου. Προσωπικά δεν έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου. Είναι κακό να κυνηγάς το κοινό.

Ποιο πιστεύετε ότι είναι τελικά το μέλλον της κριτικής;

Δεν έχω απάντηση. Φαντάζομαι ότι πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θέλουν να διαβάζουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια υπάρχουν έντυπα που υπερασπίζονται μια συγκεκριμένη άποψη. Το ότι υπάρχει το περιοδικό «Σινεμά», που εν έτει 2008 μπορεί να αφιερώσει έξι σελίδες στον Οζου και τον Οφίλς -κάτι που δεν βρίσκεις πουθενά εκτός απ το «Sight and Sound» και τα Cahiers- δείχνει ότι πάντοτε θα υπάρχει διέξοδος. Αν σου αρέσει το σινεμά και σου αρέσει να γράφεις θα τον βρεις τον τρόπο.