ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΟΠΩΣ ΤΗ ΓΝΩΡΙΖΑΜΕ

16.12.2008
«Μου είπες πως ο αληθινός κριτικός είναι άδικος, ανειλικρινής και ανορθολογιστής. Φίλε μου, είσαι ονειροπόλος». Οσκαρ Γουάϊλντ, «ο Κριτικός ως δημιουργός»

Θυμάμαι, πολλές φορές στο παρελθόν, να συζητάμε στο περιοδικό την αναγκαιότητα ενός θέματος για την κινηματογραφική κριτική. Τότε, χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο εκτός από την ανάγκη να ασχοληθούμε οι ίδιοι με το παρεξηγημένο και φθαρμένο από την καθημερινότητα επάγγελμα μας. Είναι αλήθεια, όμως, πως κάθε θέμα (όχι μόνο ενός περιοδικού - ακόμη κι αν αυτό είναι το μόνο κινηματογραφικό σε μια χώρα) μοιάζει να αποζητά χειροπιαστές αφορμές τόσο για να «προκύψει» όσο και για να «συζητηθεί», πόσω μάλλον για να «αναλυθεί».

Μέσα στα χρόνια οι ιδιωτικές συζητήσεις για τον εκφυλισμό της κριτικής σε απλή δημοσιογραφία, οι έριδες για την ευκολία των αστεριών ή των κλασμάτων του 10 ή του 5 ως άδικη ή δίκαιη βαθμολογία των ταινιών, οι ατέρμονες διαμάχες για το ρόλο του κριτικού ως «διανοούμενου» ή ως απλού παρουσιαστή του «σόου» της εβδομάδας γιγαντώθηκαν. Η πολιτική του κάθε κριτικού κόντρα στις πολιτικές του προς ίδιο όφελος εντυπωσιασμού έγιναν κάτι περισσότερο από ένα θέμα που έπρεπε να γίνει στο περιοδικό. Εγιναν «θέμα» μιας καθημερινής ενασχόλησης που για τον έξω κόσμο έμοιαζε με ένα «όνειρο» (να αμείβεσαι βλέποντας ταινίες!) αλλά για τους ίδιους τους «ονειροπόλους» ή καλύτερα «ονειροβατούντες» κριτικούς έμοιαζε με ένα προβληματικό στη βάση του επάγγελμα που έπρεπε επειγόντως να καθίσει στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή.

Και ξαφνικά ήρθε το «κραχ». Οι ταινίες μπορούσαν να κατέβουν σε torrent και το Δίκτυο γέμισε από κινηματογραφικά blog και αυτοσχέδιους κριτικούς που ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να πληρώσει για να διαβάσει. Ο χώρος στις εφημερίδες, τα περιοδικά (και το περιοδικό!) έγινε ολοένα και πιο ασφυκτικός για τις 10 περίπου ταινίες που βγαίνουν στις αίθουσες κάθε εβδομάδα. Και μέσα σε όλα αυτά μια νέα γενιά κριτικών βρήκε χώρο για να αυτοανακηρυχθεί ως τέτοια χωρίς να αντέχει ούτε το βαρύ φορτίο του τίτλου ούτε τις αντιδράσεις από την παλιότερη γενιά, οι εταιρείες διανομής άνοιξαν πόλεμο με τους διαφωνούντες κριτικούς, οι θεατές γύρισαν την πλάτη τους στους «ξερόλες» κριτικούς και σε παγκόσμιο επίπεδο ο «ρόλος» του κριτικού μπήκε στο μικροσκόπιο.

Και η «αφορμή» που χρειαζόμασταν για το θέμα της κινηματογραφικής κριτικής αναδύθηκε πλέον ως μία δυσάρεστη πραγματικότητα.

Μόνο πέρσι στην Αμερική περισσότεροι από 30 έγκριτοι κριτικοί κινηματογράφου απολύθηκαν από τα έντυπα τους χωρίς να αντικατασταθούν, οι περισσότεροι από τους οποίους διοχετεύουν τα καλύτερα και πιο πλήρη κείμενα τους στα προσωπικά τους blogs. Ενα από τα πιο διακριτικά mainstream κινηματογραφικά περιοδικά του πλανήτη, το αμερικανικό «Ρremiere» κλείνει ήδη δύο χρόνια που λειτουργεί μόνο ως ηλεκτρονική έκδοση ενώ ο διάσημος Αμερικανός κριτικός Ρότζερ Εμπερτ αναγκάστηκε πρόσφατα να απολογηθεί δημοσίως για το γεγονός ότι έγραψε κριτική για μια ταινία της οποίας είχε παρακολουθήσει μόνο τα πρώτα οκτώ λεπτά της. Στον διεθνή περιοδικό Τύπο τώρα, τα «Cahiers Du Cinema» φημολογείται ότι περνούν την πιο δύσκολη φάση της καριέρας τους - εξ ου και το αμφιλεγόμενο «εμπορικό» εξώφυλλο στον Λουί Γκαρέλ- και το αμερικανικό περιοδικό «Cineaste» διοργάνωσε συμπόσιο για την «κριτική στα χρόνια του ίντερνετ». Μόλις πέρσι επίσης το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έδωσε βήμα σε μια συζήτηση γύρω από το ίδιο θέμα. Το βρετανικό «Sight & Sound» πρωτοέγραψε στο εξώφυλλο του την κρίσιμη ερώτηση του τίτλου μας, νέοι κριτικοί του Δικτύου (και όχι μόνο) απορρίπτουν συλλήβδην την ιστορία του σινεμά, παλιοί κριτικοί ενεργούν απομονωμένοι από μια νέα πραγματικότητα που τους επισημαίνει καθημερινά πως οι νέοι (που κατά κύριο λόγο πηγαίνουν σινεμά)δεν διαβάζουν γραμμή από τα κείμενα τους και τα εν λόγω κείμενα δεν μοιάζουν ούτε με κριτική ούτε με δημοσιογραφία αλλά με μια «σύνοψη» που δεν τολμά να ξεπεράσει την υπόθεση της κάθε ταινίας μαζί με ένα, το πολύ δύο, κοσμητικά επίθετα.

Τελικά, η κριτική για την οποία μιλάμε έπαψε πια να είναι και η κριτική όπως την ξέραμε ή τουλάχιστον όπως είχε καταλήξει να την ξέρουμε τα τελευταία χρόνια. Ολοένα και πιο μικρά κείμενα, ολοένα και πιο «ύποπτες» σε πιέσεις βαθμολογίες, αφορισμοί και προκλητικά κείμενα έγιναν το καθεστώς. Τα μεγάλα στούντιο έπαψαν να ενδιαφέρονται για το τι θα τοποθετήσουν στις αφίσες των ταινιών τους, αφού αρκούν πια οι μεγαλόστομες δηλώσεις και τα ονόματα των σταρ. Οι μικρές ανεξάρτητες ταινίες βρήκαν τους πραγματικούς συμμάχους τους στις κριτικές και τα παθιασμένα φόρουμ του Δικτύου, οι περιπτώσεις ταινιών που βγαίνουν στο σινεμά χωρίς να προβληθούν πριν για τους κριτικούς έγιναν συχνό φαινόμενο και τελικά το ερώτημα «ποιος χρειάζεται τους κριτικούς;» άρχισε να αναζητά μάταια απαντήσεις. Τη στιγμή που τα πραγματικά ερωτήματα είναι άλλα και επανέρχονται από καιρό εις καιρό πιο καίρια από ποτέ.

Ποιος όμως είναι διατεθειμένος να απαντήσει έστω και στα πιο απλά από αυτά; Το παιχνίδι της κότας με το αυγό υπήρξε ανέκαθεν η εύκολη λύση, αλλά όσο υπεύθυνο είναι το ίντερνετ για τον εκφυλισμό της κριτικής τόσο (και περισσότερο) υπεύθυνη είναι και η κριτική που εκφυλίστηκε δίνοντας χώρο σε νέες φωνές που μπόρεσαν (ακόμη και μέσα στην άγνοια τους) να γράψουν για τις ταινίες χωρίς καμία πίεση - διαφημιστική, προσωπική, πολιτική. Και όσο εύκολο είναι να κατηγορείς την τεχνολογία επειδή έδωσε την ευκαιρία στον οποιονδήποτε να γίνει «σκηνοθέτης», τόσο πιο ανόητο μοιάζει να την κατηγορείς επειδή χάρισε τετραγωνικά μέτρα κυβερνοχώρου στον οποιονδήποτε προκειμένου να γίνει «κριτικός».

Περνώντας χωρίς δισταγμό στην αυτοκριτική (και αυτόματα στην εγχώρια κατάσταση της κινηματογραφική κριτικής) δεν μπορεί κανείς παρά να διακρίνει περισσότερο από ποτέ μία επιπόλαια θεώρηση του τίτλου «κριτικός κινηματογράφου». Αδειες δημοσιογραφικές προβολές, επικράτηση λογικής «καφενείου» μέσα στις άδειες αίθουσες, γράψιμο στο πόδι, κριτικές που αντιγράφουν κείμενα του εξωτερικού, προσωπικό στυλ κόντρα στην όποια γνώμη. Χαρακτηριστική είναι επίσης η πλήρης απομάκρυνση των Ελλήνων κριτικών από την ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία, τη στιγμή που θα έπρεπε να συμπορεύονται σε δημιουργικό διάλογο. Καμία διάθεση για κάτι πιο βαθύ, πιο αναλυτικό, πιο «σοβαρό» από ένα σημείωμα που γράφεται τελικά μόνο για να αποφασίσει ο αναγνώστης αν θέλει να πάει σινεμά ή όχι.

Κάποτε οι κριτικές γράφονταν με σκοπό να μείνουν κριτικές και μετά τη θέαση μιας ταινίας, κείμενα γραμμένα από ανθρώπους πιο «διαβασμένους» από τους σκηνοθέτες που μιλούσαν για μια ταινία αντανακλώντας τις ιδέες της, την αισθητική της, την ουσία της στην πραγματική ζωή, σε μια αφορμή για μια αέναη συζήτηση πάνω σε μια Τέχνη. Ανθρώπους που έγιναν, ήταν από την αρχή ή ανακηρύχθηκαν εκ των υστέρων κριτικοί κινηματογράφου (άλλωστε κανείς δεν μπορεί να σπουδάσει «κριτική») επειδή υπήρξαν προηγουμένως «διανοούμενοι», άνθρωποι του πνεύματος με βαθιά γνώση γύρω από το αντικείμενό τους και τη θέση του κινηματογράφου σε μια πολιτισμένη κοινωνία.

Αν ισχύει πως η κάθε κοινωνία έχει τους πολιτικούς που της αξίζουν, έτσι και η Ελλάδα - μία χώρα σε δεδηλωμένη πολιτιστική αφασία - διαθέτει την κριτική που της αξίζει.

Χωρίς να της λείπουν οι άνθρωποι, οι πένες, η γνώση και η διάθεση, δηλώνει ωστόσο σαφή έλλειψη σε μέσα (εφημερίδες, περιοδικά, γιατί όχι και τηλεόραση). Μέσα που ενδιαφέρονται για μια πραγματική κινηματογραφική κριτική και όχι για μια απλή παρουσίαση που θα τους εξασφαλίσει καλές σχέσεις με τις διαφημιστικές των εταιρειών και θα ικανοποιήσει το κοινό αίσθημα που φυσικά και δεν θα ενδιαφερόταν ποτέ για κάτι λιγότερο γνωστό από έναν σταρ του Χόλιγουντ, αν κάποιος δεν έπαιρνε το ρίσκο να του τον συστήσει. Ολοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, παλεύουμε καθημερινά να βρούμε χώρο σε περιοδικά ποικίλης ύλης που δεν διαθέτουν ούτε το 1/5 μίας σελίδας τους για μια πρόταση ταινίας που δεν διαθέτει «ονόματα» ή έστω μια «ωραία φωτογραφία» (πράγμα που μεταφράζεται σε απλά ελληνικά με κάποιον αναγνωρίσιμο σταρ!), ενώ ακόμη και οι ελληνικές ταινίες που προσπαθούν να σταθούν διεθνώς κερδίζουν περισσότερα δημοσιεύματα στο εξωτερικό απ ό,τι στη χώρα τους. Και όλοι, μα όλοι (χωρίς εξαιρέσεις) οφείλουμε να κατηγορηθούμε για το γεγονός ότι αφεθήκαμε στην ταχύτητα μιας υπαλληλικής εργασίας που ελάχιστη σχέση έχει με τους άλλοτε αγώνες μεγάλων και φωτισμένων ανθρώπων να καθιερωθεί η κριτική ως λειτούργημα και γιατί όχι σαν μία ακόμη πηγή πολιτισμού, πίσω και πέρα από το σινεμά, τις ταινίες και την εβδομαδιαία προβολή τους.

Τα ρίσκα, όμως δείχνουν να μην έχουν χώρο στην Ελλάδα. Ετσι κι αλλιώς και σε κάθε επίπεδο της εγχώριας παραγωγής, διανομής, υποστήριξης και θεωρητικής ανάλυσης γύρω από τον κινηματογράφο.

Οι ταινίες (κάθε είδους) τσουβαλιάζονται κάθε Πέμπτη σε άδειες αίθουσες, το σινεμά βρίσκεται με κάποιον τρόπο παντού (από μονόστηλα σε κουτσομπολίστικα περιοδικά μέχρι σε μονόλεπτα στην τηλεόραση που δεν θεωρούν απαραίτητο να αναφέρουν καν το όνομα του σκηνοθέτη μιας ταινίας) και οι κριτικοί των εφημερίδων διαθέτουν δικαιωματικά το φανατικό κοινό που τους ακολουθεί και όλα μοιάζουν καλά. Μόνο που δεν είναι.

Μοιάζει αντιφατικό αλλά, στην μεγαλύτερη «κρίση» που πέρασε ποτέ από την εποχή της γέννησής της, η κινηματογραφική κριτικήμοιάζει σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ. Σε μία βιομηχανία θεάματος που βομβαρδίζει το κοινό αίσθημα με αμέτρητες εικόνες, ο ρόλος του κριτικού μοιάζει καθοριστικός προς την κατεύθυνση ενός οριστικού «ξεκαθαρίσματος» ανάμεσα στο καλό, το κακό, το ωραίο, το άσχημο, το απαραίτητο και το περιττό. Ηθικολογίες; Μπορεί, αλλά ποιος θα ήταν τόσο ανόητος να αρνηθεί την ηθικοπλαστική λειτουργία της κριτικής, όταν αυτό υπήρξε το μεγαλείο της τέχνης του κριτικού: να στέκεται πάνω από το έργο τέχνης και να δημιουργεί ο ίδιος ένα καινούργιο, ανώτερο και συχνά πιο επιτακτικό την ίδια στιγμή που είναι ο μόνος που μπορεί να διδάξει στον θεατή την πραγματική ουσία του κινηματογράφου.

Ο,τι ακολουθεί δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ανάγκης να ανοίξει επιτέλους με σοβαρότητα το «θέμα» της κριτικής του κινηματογράφου. Πατώντας πάνω σε ένα ενδεικτικό ερωτηματολόγιο, ζητήσαμε από τους Ελληνες εν ενεργεία κριτικούς να αναλύσουν το τέλος της κριτικής όπως την ξέραμε.

Κάποιοι αρνήθηκαν, κάποιοι το αντιμετώπισαν με αστεϊσμό (δυστυχώς υπάρχουν και τέτοιοι), άλλοι υπήρξαν παραπάνω από δεκτικοί. Ολοι, όμως, είμαι σίγουρος, θα συμφωνούσαν πως απαντώντας σε έναν από τους μεγαλύτερους κριτικούς της ιστορίας αυτού του κόσμου, τον Ζαν Λικ Γκοντάρ (απ όπου και οι φωτογραφία από την δική του «Ιστορία Του Σινεμά») που δήλωνε πως «γυρίζει ταινίες για να κάνει τον χρόνο να περνάει», οι κριτικοί πρέπει να γράφουν με σκοπό να τον σταματήσουν. Και για όσο διαρκεί η ανάγνωση ενός μικρού, μεσαίου ή μεγαλύτερου κειμένου να αφήσουν τον αναγνώστη να σκεφτεί...

Από τους κριτικούς στους οποίους ζητήθηκε να συμμετάσχουν στο θέμα του περιοδικού, αρνήθηκαν ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης («Ελεύθερος Τύπος») και ο Δημήτρης Δανίκας («Τα Νέα»). Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ), Ανδρέας Τύρος θεώρησε αρκετό ως απάντηση στο ερωτηματολόγιο μας, το παρακάτω σημείωμα που παραθέτουμε αυτούσιο.

Αγαπητό «ΣΙΝΕΜΑ»,
Λυπάμαι, αλλά το ερωτηματολόγιο σας δεν μου αφήνει πολλά περιθώρια. Δύο λόγια μόνον, επομένως: δεν σας διαφεύγει, είμαι σίγουρος, ότι όπως συμβαίνει με τις ταινίες, τις ποιότητες και τις εποχές, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν καλοί και κακοί κριτικοί. Σ αντίθεση με τους καλούς χριστιανούς, κρίνουμε ώστε να κριθούμε από τον αναγνώστη, το σινάφι και τον χρόνο.

Φιλικά, Ανδρέας Τύρος Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ