Επιπλέον παραστάσεις για το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας!

10.12.2008
Μετά τη θερμή ανταπόκριση του κοινού, προστίθενται 4 ακόμη ? απογευματινές ? παραστάσεις του Εθνικού Μπαλέτου της Κούβας!
Μετά τη θερμή ανταπόκριση του κοινού, προστίθενται 4 ακόμη ? απογευματινές ? παραστάσεις του Εθνικού Μπαλέτου της Κούβας!
Πιο συγκεκριμένα, ο «Δον Κιχώτης» θα παρουσιαστεί στις 19, 20, 21, 22, 23 και 25 Δεκεμβρίου, ενώ η «Ζιζέλ» θα ανέβει στις 27, 28, 29 και 30 Δεκεμβρίου (κοινή ώρα έναρξης για όλες τις παραστάσεις: 9.00 μ.μ.). Προστίθενται 4 ακόμη ? απογευματινές ? παραστάσεις: Σάββατο 20 & Κυριακή 21 (Δον Κιχώτης) και Σάββατο 27 & Κυριακή 28 (Ζιζέλ). Οι απογευματινές παραστάσεις ξεκινούν στις 5 το απόγευμα.

Δύο μεγάλα μπαλέτα, δέκα παραστάσεις κι ένας θρύλος.
Τα φετινά Χριστούγεννα, η Αλίσια Αλόνσο φέρνει στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο του κύκλου Χριστούγεννα στο Μέγαρο, δύο αριστουργήματα του ρομαντισμού, τον «Δον Κιχώτη» και τη «Ζιζέλ». Και τα δύο έργα θα φιλοξενηθούν στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη.

Η Αλίσια Αλόνσο, είναι η «απόλυτη πρίμα μπαλαρίνα» του 20ού αιώνα, αλλά και μια ιδιοφυής χορογράφος παγκοσμίου κύρους. Αντίστοιχα, το Εθνικό Μπαλέτο της Κούβας θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα σχήματα κλασικού χορού σε όλο τον κόσμο. Το βασικό του γνώρισμα είναι ότι συνδυάζει την κλασική παιδεία και χορογραφική παρακαταθήκη με την αυθεντικότητα του ισπανοαμερικανικού πολιτισμού, ένα ιδιόμορφο στοιχείο που αναδεικνύεται εξάλλου μέσα από τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα του ρεπερτορίου του: μυθικά μπαλέτα, όπως «Η λίμνη των κύκνων» ή «Η ωραία κοιμωμένη» συνυπάρχουν με τη ρωσική κληρονομιά του «Πετρούσκα» ή του «Απομεσήμερου ενός φαύνου», με τις χορογραφίες των Μπαλανσίν, Φορσάιθ, Ρόμπινς, Μακ Μίλλαν ή Μπεζάρ ή ακόμα και με τις δημιουργίες γνωστών μαιτρ του φλαμένκο όπως ο Αντόνιο Γαδές.

Η ρομαντική χορογραφική παράδοση και ο «Δον Κιχώτης»
Η υπόθεση του «Δον Κιχώτη» είναι γνωστή από το περίφημο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μιγκέλ ντε Θερβάντες (1547-1616), το διασημότερο ίσως έργο της ισπανικής λογοτεχνίας (εκδόθηκε σε δύο τόμους το 1605 και το 1615). Ο αλαφροΐσκιωτος Αλόνσο Κιχάνο, παρασυρμένος από τα ανδραγαθήματα των ιπποτών στα βιβλία, αποκηρύσσει το παρελθόν του. Επιλέγει το όνομα Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα, παίρνει για υπηρέτη του τον Σάντσο Πάντσα και πορεύεται στους δρόμους της χίμαιρας, της δικαιοσύνης και της αλήθειας αναζητώντας την περιπέτεια και μια Δουλτσινέα που δεν θα έρθει ποτέ.

Ήδη από τον 18ο αιώνα, ο «πολυμήχανος ιδαλγός» του Θερβάντες ενέπνευσε πολλούς χορογράφους σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, από τον Ζαν-Ζωρζ Νοβέρ στη Βιέννη ως τον Φίλιππο Ταλιόνι στο Τορίνο.

Εκατό χρόνια μετά, ο περίφημος γάλλος χορογράφος και χορευτής Μαριούς Πετιπά (1818-1910), ο οποίος είχε εγκατασταθεί στη Μόσχα, παρουσίασε τη δική του εκδοχή (1867-1871) που βασιζόταν σε ένα διασκεδαστικό επεισόδιο του δεύτερου τόμου του μυθιστορήματος: σε έναν γάμο... με το στανιό. Ο Πετιπά μεταφέρει τη δράση στις αρχές του 19ου αιώνα επί γαλλικής κατοχής, σε κάποιο χωριό κοντά στην Καστίλη. Ο πατέρας της όμορφης Κίτρι θέλει να την παντρέψει με έναν ξιπασμένο ευγενή, ενώ αυτή αγαπά τον ωραίο πλην όμως απένταρο Μπαζίλιο. Τελικά, θα καταφέρει να τον κάνει σύζυγό της επιστρατεύοντας την πανουργία και τα θέλγητρά της, ενώ ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο Πάντσα θα συνεχίσουν την περιπλάνησή τους στον κόσμο. Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια νεαρή γυναίκα του απλού λαού γίνεται πρωταγωνίστρια ενός ευγενούς θεάματος! Αυτή ακριβώς ήταν η καινοτομία του Πετιπά, η οποία θυμίζει κάπως την τολμηρή στάση του Μότσαρτ ή του Μολιέρου απέναντι στους πραγματικούς λαϊκούς πρωταγωνιστές της ζωής. Ακολουθώντας λοιπόν το παράδειγμά τους, ο Πετιπά διέρρηξε τους δεσμούς του με τα υπερφυσικά στοιχεία και τους εξαϋλωμένους πρίγκιπες του ρομαντικού μπαλέτου φέρνοντας στο προσκήνιο καθημερινούς ανθρώπους. Ωστόσο, δύο χρόνια μετά την πρώτη παρουσίαση του «Δον Κιχώτη» και αφού ο Πετιπά είχε πλέον εδραιώσει τη θέση του στο Αυτοκρατορικό Μπαλέτο της Αγίας Πετρούπολης, θέλησε να διανθίσει την αρχική χορογραφία του με μια ονειρική σκηνή, εμπνευσμένη από τον μαγικό κόσμο των Δρυάδων.

Μετά τον θάνατο του Πετιπά, ο μαθητής του ο Αλεξάντερ Γκόρσκι (1871-1924) επεξεργάστηκε εκ νέου το μπαλέτο του μεγάλου δασκάλου με βάση τις ριζοσπαστικές ?τότε? αρχές του στανισλαφσκικού θεάτρου. Ο Γκόρσκι έδωσε νέα πνοή στον «Δον Κιχώτη» του Πετιπά αναθεωρώντας το ρόλο του κορ-ντε-μπαλέ ως προς τη δραματουργική πλοκή και επιμένοντας στη φυσικότητα της ερμηνείας των χορευτών. Σε αυτή τη χορογραφία θα βασιστούν εφεξής όλες οι μετέπειτα ?και πολυάριθμες? διασκευές του «Δον Κιχώτη» όπως αυτή της Αλίσια Αλόνσο.

Η κατά Αλόνσο εκδοχή του «Δον Κιχώτη»

Η χορογραφία των Πετιπά/Γκόρσκι βασίστηκε στη μουσική του Λούντβιχ Μίνκους (1826-1917), ενός από τους σπουδαιότερους μουσουργούς που ενδιαφέρθηκαν σοβαρά για την ορχηστική τέχνη. Αυτή τη σύνθεση χρησιμοποίησε και η Αλίσια Αλόνσο για να δημιουργήσει το 1988 τον δικό της «Δον Κιχώτη», σε συνεργασία με τις Μάρτα Γκαρσία και Μαρία Ελένα Γιορέντε, αναθέτοντας στον Σαλβαντόρ Φερνάντες την προσαρμογή του λιμπρέτου και τον σχεδιασμό των σκηνικών και των κοστουμιών.

Γνωρίζοντας πόσο βαθιά ριζωμένος είναι ο ιππότης της Λα Μάντσα στην ισπανοκουβανική κουλτούρα, η Αλόνσο επέμεινε ιδιαίτερα στην αυθεντικότητα των παραδοσιακών ισπανικών χορών, από τους οποίους άντλησε την έμπνευσή της για το τρίπρακτο μπαλέτο της. Μια άλλη σημαντική διαφορά της κουβανικής εκδοχής του «Δον Κιχώτη» σε σχέση με άλλες διαδεδομένες χορογραφικές καταθέσεις, είναι ότι αναβαθμίζει τα πρόσωπα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, τα οποία συνήθως λειτουργούν κάπως... περιφερειακά σε άλλες εκδοχές, αφού οι εκδοχές αυτές εστιάζουν την προσοχή τους στην κόρη του πανδοχέα Κίτρι και στον κουρέα Μπαζίλιο. Μάλιστα, η Αλόνσο βάζει τον δικό της Δον Κιχώτη να χορεύει ως παρτενέρ της Κίτρι στο αντάτζιο της Β΄ Πράξης.

«Ζιζέλ», το αριστούργημα του ρομαντικού μπαλέτου

Μεγάλες μορφές της Τέχνης του 19ου αιώνα ένωσαν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν τη «Ζιζέλ» που έκανε πρεμιέρα στις 28 Ιουνίου 1841 στην Όπερα των Παρισίων. Το ρόλο ερμήνευσε για πρώτη φορά η διάσημη μπαλαρίνα Καρλότα Γκρίζι, ενώ η κεντρική ηρωίδα οφείλει τη γέννησή της στη δημιουργική φαντασία ενός σπουδαίου γερμανού ποιητή της ρομαντικής εποχής, του Χάινριχ Χάινε, σε ποίημα του οποίου βασίστηκαν δύο εξέχουσες μορφές της γαλλικής λογοτεχνίας, ο Θεόφιλος Γκωτιέ και ο Βερνουά ντε Σαιν-Ζωρζ, για να γράψουν το λιμπρέτο.

Η «Ζιζέλ» μετουσιώθηκε σε μπαλέτο χάρη σε δύο κορυφαίους χορογράφους, τον Ζαν Κοραλλί και τον Ζυλ Περρό, και σε έναν διακεκριμένο συνθέτη εκείνης της εποχής, τον Αντόλφ Αντάμ. Μολονότι η πλοκή παραμένει απλή, συνεχίζει ως σήμερα να γοητεύει τον θεατή: ένας επιπόλαιος νεαρός άρχοντας ξελογιάζει μια χωριατοπούλα, αλλά η ερωτική τους ιστορία καταλήγει σε τραγωδία με εξωπραγματικές διαστάσεις. Κι όλ’ αυτά μέσα από ένα κινησιολογικό λεξιλόγιο που απαιτεί συναισθηματική ένταση, ακροβατική δεξιοτεχνία και πηγαία εκφραστικότητα.

Η «Ζιζέλ» της Αλίσια Αλόνσο

Η «Ζιζέλ» κατέχει ξεχωριστή θέση στο ρεπερτόριο του Εθνικού Μπαλέτου της Κούβας, αλλά και στην καρδιά της χορογράφου, η οποία, όταν χόρεψε τον ρόλο αυτό στις Ηνωμένες Πολιτείες, απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές για την εντελώς υπερβατική της ερμηνεία: «μια ψυχή που χορεύει» έγραψε ο Τύπος. Αυτήν ακριβώς τη διάσταση θέλησε να δώσει στη δική της χορογραφική εκδοχή για τη «Ζιζέλ» η Αλίσια Αλόνσο εισάγοντας ορισμένες καινοτομίες που τονίζουν το ποιητικά μεταφυσικό στοιχείο του λιμπρέτου: ένα φάντασμα πλανιέται στη σκηνή της παντομίμας της μητέρας της Ζιζέλ στην Α΄ Πράξη, ενώ στη Β΄ Πράξη δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αργή και εντελώς ανάλαφρη κίνηση των χορευτών ώστε να προκαλείται η εντύπωση ότι αιωρούνται αψηφώντας τη βαρύτητα, μια αίσθηση που ενισχύεται άλλωστε από τις ενδυματολογικές και σκηνογραφικές επιλογές του Σαλβαντόρ Φερνάντες.

Η «Ζιζέλ» της Αλίσια Αλόνσο αποτελεί ίσως μία από τις δημοφιλέστερες χορογραφικές εκδοχές του γνωστού μύθου, καθώς έχει ενταχθεί, εδώ και δεκαετίες, στα ρεπερτόρια του Θεάτρου Κολόν του Μπουένος Άιρες, της Όπερας των Παρισίων, του Μπαλέτου του Θεάτρου Καλών Τεχνών του Μεξικού, του Μπαλέτου της Όπερας της Βιέννης, κ.ά. Επίσης, έχει χαρίσει στην ερμηνεύτρια και δημιουργό της μια σπουδαία διπλή διάκριση: το 1966, το Μέγα Βραβείο της Πόλης των Παρισίων (χορογραφία και ερμηνεία) στο 4ο Φεστιβάλ Χορού των Ηλυσίων Πεδίων.