Έρευνα: Όσοι έχουν παιδιά ζουν περισσότερο

10.07.2018
Έρευνα: Όσοι έχουν παιδιά ζουν περισσότερο
Σουηδοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι οί άνθρωποι που έχουν αποκτήσει παιδιά, συνήθως ζουν περισσότερα χρόνια, σε σχέση με όσους δεν έχουν κάνει οικογένεια.

Η έρευνα διεξήχθη στη Στοκχόλμη και δημοσιεύτηκε στο στο περιοδικό επιδημιολογίας «Journal of Epidemiology & Community Health». Ερευνητές, με επικεφαλής την επιδημιολόγο δρα Karin Modig του Ινστιτούτου Περιβαλλοντικής Ιατρικής του Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 1,5 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες άνω των 60 ετών.

Σε αυτή την ηλικία λοιπόν, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής μπορεί να φθάσει τα δύο χρόνια υπέρ των ανδρών που έχουν παιδιά, ενώ για τις γυναίκες μητέρες το «κέρδος» φτάνει μέχρι τους 18 μήνες, ανεξάρτητα από το φύλο του παιδιού.

Μερικά πράγματα είναι αδιαπραγμάτευτα. Όσο μεγαλώνει κάποιος, τόσο αυξάνει και ο κίνδυνος να πεθάνει, όμως για τις ηλικίες πάνω από τα 60, φαίνεται ότι η συνθήκη του αν κάποιος έχει γίνει γονιός ή όχι παίζει σηματικό ρόλο. Και αν μιλήσουμε με αριθμούς, τότε βλέπουμε ότι για παράδειγμα, ο κίνδυνος θανάτου μέσα στον επόμενο χρόνο για έναν 80χρονο ήταν 7,4% αν ήταν γονιός και 8,3% αν ήταν άτεκνος.

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το «κέρδος» των γονιών δεν είναι τόσο βιολογικό, όσο ψυχοκοινωνικό, καθώς τα παιδιά «χτίζουν» ένα δίχτυ προστασίας και υποστήριξης στους γονείς τους, όταν αυτοί το χρειάζονται σε μεγάλη ηλικία, κάτι στο οποίο δεν μπορούν να βασισθούν οι άτεκνοι ηλικιωμένοι. Από την επίσκεψη μαζί στο γιατρό έως το σπάσιμο της μοναξιάς χάρη στα παιδιά τους, οι γονείς τελικά ωφελούνται στο προσδόκιμο ζωής τους.

Συμφωνα με αυτή τη σουηδική μελέτη μια μητέρα ζει 84,6 χρόνια κατά μέσο όρο έναντι 83,1 μίας άτεκνης γυναίκας, ενώ ένας πατέρας έχει μέσο προσδόκιμο ζωής 80,2 ετών έναντι 78,4 ενός άτεκνου άνδρα.

Η «ψαλίδα» στον κίνδυνο θανάτου μεταξύ γονιών και άτεκνων ανθρώπων αυξάνεται σταδιακά με την ηλικία και είναι κάπως μεγαλύτερη για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες. Έτσι, στην ηλικία των 60 ετών, η διαφορά του κινδύνου θανάτου μέσα στο επόμενο έτος ήταν 0,06% για τους άνδρες και 0,16% για τις γυναίκες. Στην ηλικία των 90 ετών τα αντίστοιχα ποσοστά ήσαν αυξημένα σε 1,47% για τους άνδρες και 1,10% για τις γυναίκες.