Έλενα Ακρίτα: «Κύριε Μαρινόπουλε, χρωστάτε σε ό,τι κινείται κι ό,τι δεν κινείται»

06.07.2016
Η Έλενα Ακρίτα σχολιάζει δημόσια - όπως άλλωστε το συνηθίζει - την κρίση των επιχειρήσεων «Μαρινόπουλος» και δεν διστάζει να γράψει πράγματα «σκληρά» μέσα από την στήλη της στην εφημερίδα «Τα Νέα».

Διαβάστε τι έγραψε:

«Κύριε Μαρινόπουλε, ειλικρινά δεν κατανοώ το γεγονός ότι νοιάζονται όλοι τους 12.000 εργαζόμενους κι όχι εσάς που, όσο να πεις, ένα δράμα θα το ζείτε εκεί στα ξένα. Τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια – εκεί στο Μαϊάμι το ‘χετε σεις το ρητό; Ή έστω στο Κατάρ όπου εναποτίθενται τρυφερά κολοσσιαίες περιουσίες;

Για την δική σας περιουσία – εικάζω – δεν έχετε ‘ενοχληθεί’ ακόμα από τις αρμόδιες αρχές; Δεν έχετε λογοδοτήσει ακόμα σε ελεγκτές και εφοριακούς; Δεν έχετε παραθέσει ακόμα τα οικονομικά σας πεπραγμένα να δούμε αν έχετε τίποτα εξωχώριες, εξωλέμβιες, εξωντέρτιακαικαημοί; Στο σπίτι στο Μαϊάμι όλα καλά, θερμούς αγωνιστικούς χαιρετισμούς να δώσετε.

Απ’ ό,τι διαβάζουμε, η σύζυγός είναι διακοσμήτρια σκαφών (όχι η ‘σκάφη’, το ‘σκάφος’). Εξ ου και θεωρώ λανθασμένη την κίνηση σας να πετάξετε τόσους νοματαίους στο δρόμο. Αν – τώρα οι άνεργοι υπάλληλοι, ταμίες, φορτοεκφορτωτές, φορτηγατζήδες – πουλήσουν τα κότερά τους; Αν η καθαρίστρια με το σφουγγαρόπανο δώσει σκάφη και σκάφος κοψοχρονιά; Αν ο κυρ Μπάμπης στα ψαρικά ξεφορτωθεί τα γιοτ του; Τι θα διακοσμεί τότε μια τεθλιμμένη ντεκορατρίς; Αν μείνουν 12.000 χωρίς κότερο, μην μου πεινάσετε εσείς κι η κυρία σας, εγώ για το καλό σας.

Εμένα που λέτε, κύριε Μαρινόπουλε, η γιαγιά μου πήγαινε στο Κολέγιο μαζί με τη γιαγιά σας. Κι εγώ στο Αρσάκειο ήμουνα συμμαθήτρια με μια από τις κόρες της οικογένειας. Κάπου εδώ τελειώνει μια μεγάλη ιστορία αγάπης που δεν άρχισε ποτέ.

Και συγχωρέστε μου την ένταση – όσο να πεις, δεν είναι της τάξεως μας – αλλά όσο κάποιος μελετάει το έργο και την πολιτεία σας, τόσο του γυρίζει το μάτι. Γιατί εδώ οι συνολικές όφειλες σας αντιστοιχούν στο 1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (1,3 δισεκατομμύρια ευρώ). Χρωστάτε σε ό,τι κινείται κι ό,τι δεν κινείται. Σε ανθρώπους, ζώα, φυτά, χλωρίδες, πανίδες, στο σύμπαν. Μόνο έναν ξάδελφό μου στην Αργεντινή δεν έχετε ‘φεσώσει’ – επιτρέψτε μου une expression déclassée.

Κύριε Μαρινόπουλε, αυτή την υγιή επιχειρηματικότητα να την κοιτάξετε μη σας βγάλει κάνα πολύποδα. Και τι δεν ανοίξατε αγαπημένε, τόσες δεκαετίες. Starbucks ανοίξατε. Beauty Shop ανοίξατε. Sephora, Marks and Spencer, Grand Optical, της Παναγιάς τα μάτια ανοίξατε.

Και μετά τους γυρίσατε την ηλιοκαμένη σας πλατούλα, τα κλείσατε και βρέθηκαν οι φουκαράδες οι μικρέμποροι με το franchise στο χέρι. Όποια αλυσίδα του εξωτερικού βρίσκατε μπροστά σας, πρώτα την φέρνατε και μετά την ξωπετάγατε.

Φάγατε, φάγατε, φάγατε. Φάγατε από παντού. Φάγατε απ’ τα τσιμέντα, τα υδραυλικά, τα πόμολα, τους σωλήνες, τα κεραμίδια, τα κουφώματα, τα πατώματα, φάγατε απ’ τους προμηθευτές, τους εμποράκους, τα μαγαζάκια, τους εργαζόμενους με τα ‘ελαστικά ωράρια’ και τα μεροκάματα του τρόμου, φάγατε, φάγατε, φάγατε. Και δεν σας σταμάτησε κάνεις τόσες δεκαετίες. Δεν σας είπε καμιά κυβέρνηση ‘όπα λεβέντη παρ’ το αλλιώς γιατί βρίσκεις’. Τίποτα. Μούγγα. Κιχ.

Ξέρετε, κύριε Μαρινόπουλε, ως πελάτισσα, έκανα κάθε Πέμπτη τα ψώνια της εβδομάδας στο Καρφούρ της Κηφισίας. Συνήθως πήγαινα να μου τα ‘χτυπήσει’ η ίδια ταμίας. Ένα υπέροχο γλυκό κορίτσι που ξεροστάλιαζε από το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα μισθό-πουρμπουάρ. Δεν λέω το όνομά της, μην την στοχοποιήσουμε κι από πάνω.

Την σκέφτομαι έντονα αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω που είναι, δεν ξέρω τι απέγινε, δεν ξέρω τι θ’ απογίνει. Ελπίζω, τουλάχιστον, να μην πουλήσει τον στόλο των ιστιοφόρων της. Όχι τίποτα άλλο, μη σας μείνει κι η ντεκορατρίς στους πέντε δρόμους.

“Οι μικρές μύγες πιάνονται. Οι μεγάλες σκίζουν το δίχτυ και βγαίνουν.”

Κύριε Μαρινόπουλε, φιλάκια στο πανέμορφο Μαϊάμι.»