«Εχει ο θυμός μας... Χώρα προέλευσης»

21.10.2010
Ο 32χρονος σκηνοθέτης Σύλλας Τζουμέρκας μιλά για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ένα πολιτικό δράμα για τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, που προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ Βενετίας

Η «Χώρα προέλευσης», που βγαίνει την Πέμπτη 21 Οκτωβρίου, είναι μια πολιτική ταινία για τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ένα καυστικό σχόλιο για τη φθορά της ελληνικής κοινωνίας από μια ομάδα νέων δημιουργών που την είδε να ταξιδεύει και να προβάλλεται στην Εβδομάδα Κριτικής του 67ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Υπογράφοντας τη σκηνοθεσία της, ο 32χρονος Σύλλας Τζουμέρκας, βραβευμένος στις Κάνες, στο Κάρλοβι Βάρι και στην Ελλάδα για τις μικρού μήκους ταινίες του «Τα μάτια που τρώνε» και «Βροχή», πραγματοποίησε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του πάνω σε ένα πρωτότυπο σενάριο που συνέγραψε με τη Γιούλα Μπούνταλη. Ακόμη κι αν διαφωνήσεις μαζί τους, δεν μπορείς παρά να τους αναγνωρίσεις το πάθος τους και να σκεφτείς τι λένε. Για όλα αυτά μας μίλησε ο Σύλλας Τζουμέρκας.

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τα χρόνια της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, δένοντας το οικογενειακό μελόδραμα με την πολιτική;

Θέλαμε να μιλήσουμε για την ενηλικίωση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Γράφοντας το σενάριο με τη Γιούλα Μπούνταλη, αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο ο κεντρικός μας άξονας. Στη συνέχεια το θέμα πήρε διαστάσεις. Θέλαμε να κάνουμε μια ταινία όπου η οικογένεια να εξηγεί την πολιτική και η πολιτική την οικογένεια. Πάνω σε αυτήν την ιδέα γεννήσαμε την ιστορία της ταινίας. Η ιστορία της υιοθεσίας έδωσε την ευκαιρία να δούμε τους ήρωες την ώρα που παίρνουν αποφάσεις. Θέλαμε να δούμε δηλαδή τους ανθρώπους αυτής της χώρας την ώρα που αποφασίζουν χωρίς να είναι σίγουροι για ό,τι κάνουν. Αυτό νομίζω ότι είναι μια κοινή εμπειρία που έχουμε όλοι σε στιγμές αποφάσεων, όταν δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το καλό και το κακό ή και το άδικο, το σωστό ή το λάθος. Επρεπε να δούμε τι γίνεται σε μια στιγμή απόφασης, όπως είναι η ενδοοικογενειακή υιοθεσία που θα επηρεάσει στη συνέχεια ολόκληρη τη ζωή τους.

Ολο το δράμα δένει πάνω στους στίχους του Υμνου εις την Ελευθερίαν του Σολωμού.

Η ταινία λέγεται «Χώρα προέλευσης», γι’ αυτό και αυτόματα ανατρέξαμε στον Εθνικό Υμνο και το μεγάλο αυτό ποίημα το οποίο έγινε η καρδιά της. Γιατί βρήκαμε ένα περιεχόμενο, το οποίο κατά κάποιον τρόπο κι εμάς μας μεγάλωσε. Είναι ένα ποίημα που μιλάει για το πόσο δύσκολο είναι να είναι κανείς ελεύθερος και ότι απαιτεί τρομακτική εσωτερική και εξωτερική σύγκρουση. Αυτό ήταν και η δική μας εμπειρία. Στη σκηνή που είναι η Αμαλία Μουτούση στην τάξη και διδάσκει τον Υμνο εις την Ελευθερίαν χτυπάει η καρδιά του περιεχομένου της ταινίας.

Η ταινία βγάζει πολλή οργή προς τα έξω.

Το να είναι κανείς θυμωμένος είναι μια κατάσταση. Είναι κομμάτι της ζωής μας. Πολλές φορές πνίγουμε τον θυμό, ενώ δεν υπάρχει λόγος. Ο θυμός είναι εκεί και έχει λόγους, έχει δίκιο ή άδικο, κρίνει και κρίνεται. Είναι αυτό που λέμε ένα νόμιμο συναίσθημα. Νομίζω ότι σε μια χώρα που βρίσκεται στην κατάσταση που είναι η Ελλάδα είναι πολύ φυσικό να υπάρχει θυμός. Κανένας θυμός δεν είναι υγιής όταν δεν εκφράζεται. Είναι υγιές να εκφράζεται και μετά να μπαίνει στα μέτρα της λογικής για να μπορείς να τον διαχειριστείς. Να υπάρχει αντίλογος, να μην είναι κάτι βουβό και υπόκωφο το οποίο μας βασανίζει, αλλά να είναι κάτι διαπραγματεύσιμο και συζητήσιμο.

Ο θυμός αυτός εκφράζεται και στις κοινωνικές αναταραχές τα τελευταία χρόνια.

Η ταινία έχει υλικό απ’ όλες τις αναταραχές που έχουν συμβεί την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτές είναι και τα γεγονότα του Δεκεμβρίου. Οταν κάνεις μια ταινία για τη Μεταπολίτευση δεν μπορεί αυτό το πράγμα να μην είναι μέσα. Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό συστατικό αυτού που λέμε Μεταπολίτευση, γιατί εκεί -σε όλα αυτά τα γεγονότα των τελευταίων ετών- εκφράζεται η τελευταία σύγκρουση γενεών στη χώρα: η σύγκρουση ανάμεσα στις νεότερες γενιές και τη γενιά της Μεταπολίτευσης. Δηλαδή η ταινία βλέπει τα πολιτικά γεγονότα της Μεταπολίτευσης μέσα από τη σύγκρουση των γενεών της. Ξεκινώντας από το ‘70 έχουμε τη σύγκρουση εκείνης της γενιάς με τη γενιά του ‘50, και φτάνοντας στο σήμερα έχουμε τη σύγκρουση της νεότερης γενιάς με τη γενιά της Μεταπολίτευσης που στη συνέχεια έγινε εξουσία.


Οπως φαίνεται στην ταινία, μέσα σε αυτήν την αντιπαλότητα όλοι είμαστε θύτες και θύματα. Μπορεί η νεότερη γενιά να μετατρέψει τον θυμό της σε κάτι δημιουργικό;

Είναι δύσκολο σε μια χώρα η οποία οικονομικά βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση να συμβεί αυτό το πράγμα. Αλλά για μένα δεν έχει σημασία να φαντασιωνόμαστε ότι κάποια στιγμή θα εκφραστεί κάτι. Εδώ είμαστε όλοι, σκεφτόμαστε, φτιάχνουμε έργα και αυτό είναι η έκφρασή μας. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει ήδη.

Ισως η κρίση να είναι ένας τρόπος να οδηγηθούμε σε κάτι καλύτερο.

Εγώ έχω μια δυσκολία να μιλάω για το μέλλον με αυτόν τον τρόπο. Γιατί νομίζω ότι αυτό είναι δουλειά των πολιτικών και γιατί νομίζω ότι όταν λέμε τέτοια πράγματα, στην πραγματικότητα σκεφτόμαστε μια δική μας βερσιόν που μας αρέσει, το οποίο δεν είναι αληθινό. Για μένα αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε πού βρισκόμαστε τώρα και τι έχει γίνει που μας έφερε έως εδώ. Από εκεί και πέρα πρέπει να κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε.

Αισθανθήκατε δικαιωμένοι με τη συμμετοχή της ταινίας στη Βενετία;

Δεν υπάρχει η έννοια της δικαίωσης στις τέχνες. Ταινίες κάνουμε, οι οποίες σε άλλους αρέσουν και σε άλλους όχι. Η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βενετίας ήταν τεράστια χαρά. Το ότι δείξαμε την πρώτη μας δουλειά σε ένα από τα τρία μεγαλύτερα φεστιβάλ στον κόσμο ήταν πάνω από αυτό που φανταζόμουν.

Συνέντευξη: Άντα Δαλιάκα