Βank Βang... από τον Β. Χαραλαμπόπουλο!

10.12.2008
Οταν ρωτάς τον Βασίλη ποιος ήταν ο παιδικός του ήρωας, απαντάει: ο Αστερίξ. Αυτό ίσως εξηγεί πολλά. Οπως το γιατί δεν βολεύτηκε στις δάφνες του επιτυχημένου κωμικού και αποφάσισε να ρισκάρει γράφοντας το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο. Βλέπετε, στο γαλατικό χωριό, αυτός που παίρνει τον εαυτό του πολύ σοβαρά καταλήγει... φιμωμένος.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν τον ξέρει. Το κοινό του δεν έχει ηλικία, δεν γνωρίζει γραμμές που διαχωρίζουν θέατρο, τηλεόραση και σινεμά. Τα τελευταία 15 χρόνια ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος διέπραξε τηλεοπτικά, εγκλήματα, βρήκε το ταίρι του, ανέβηκε στο σανίδι και χώρισε, μαγείρεψε με τον Ελβις, ξημερώθηκε σε νύχτες ραδιο-φόνων, αλλά διέπρεψε και αποφοίτησε με 10.

Πριν από δύο χρόνια ακριβώς έκανε και την έκπληξη: για τον ρόλο του στο «5 Λεπτά Ακόμα» του Γιάννη Ξανθόπουλου βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποιότητας Α ανδρικού ρόλου, αφήνοντας το κοινό έκπληκτο, συνηθισμένο στο να βραβεύεται συνήθως το δραματικό, καθότι πιο «σοβαρό».

Μόνο που η πραγματική έκπληξη έρχεται φέτος. Και υπόσχεται να σκάσει με κρότο. Να κάνει «Βank Βang». Κι αυτό γιατί ο Βασίλης δεν πρωταγωνιστεί απλά, αλλά υπογράφει το σενάριο για την κινηματογραφική ταινία που χαρακτηρίζει τον εαυτό της «κωμωδία - θάνατο», διακωμωδώντας τη μαύρη της φύση. Δύο αδέλφια που δουλεύουν σ' ένα γραφείο κηδειών, πολλά συσσωρευμένα χρέη και μία ιδέα: να αρχίσουν να ληστεύουν τράπεζες. Μόνο που, όπως μας εξηγεί κι ο ίδιος, η ελληνική πραγματικότητα δεν είναι ταινία του Ταραντίνο...

Πως προέκυψε η ιδέα της ταινίας;

Ακουσα ένα τραγούδι. Ακούγοντας μια μέρα το «Βlack Βetty» των Ram Jam, μου ήρθε η πρώτη σκηνή της ταινίας. Μια ληστεία τραπέζης στημένη πάνω στον ρυθμό και τα κλισέ αμερικανικών γκανγκστερικών ταινιών, αλλά, φυσικά, με άλλο αποτέλεσμα. Γιατί εδώ είναι Ελλάδα και στην Ελλάδα δεν θα συνέβαιναν ποτέ έτσι τα πράγματα. Σκέφτηκα ότι θα είχε πλάκα να ξεκινήσει ο θεατής να βλέπει κάτι που αναγνωρίζει (από κλασικές σεκάνς ληστειών) και τελικά να ζήσει την ελληνική ανατροπή. Μέσα από αυτή τη σκηνή άρχισα να χτίζω χαρακτήρες. Τι θα ήταν στην Ελλάδα αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος θα ήταν ο περίγυρός τους; Το ειρωνικό είναι ότι το τραγούδι δεν ακούγεται τελικά στην ταινία. Δεν το χρησιμοποίησα. Τα πράγματα πήραν άλλη μορφή και το τραγούδι δεν κολλούσε.

Συνήθως αναλαμβάνει κανείς έναν άλλο ρόλο γιατί έχει κάτι να πει. Τι διαφορετικό ήθελες να πεις ως σεναριογράφος για την ελληνική σύγχρονη κωμωδία;

Οχι, ο σκοπός μου δεν ήταν τόσο υψηλός. Πιστεύω ότι έχουν γίνει όλα πια στο σινεμά. Δεν είχα λοιπόν καμία αγωνία να πρωτοτυπήσω. Ηθελα να γράψω μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Το μόνο διαφορετικό ήταν ότι ήθελα να τη διηγηθώ με το δικό μου χιούμορ. Με τη δική μου οπτική στην κωμωδία. Κι αυτή είναι πολύ απλή: να μη νιώθει κανείς καμία αγωνία να βγάλει γέλιο. Να μην μπουκώσει το σενάριο με ατάκες. Αντίθετα, το γέλιο να βγει από την αλήθεια των χαρακτήρων και των στιγμών τους. Για μένα η κωμωδία είναι ένα μείγμα γέλιου και συγκίνησης που προκύπτει από την οικειότητα του θεατή με τους ήρωες. Αν καταφέρει ένα σενάριο να σε κάνει να νιώσεις τους ήρωες δικούς σου, τότε γελάς μαζί τους, όχι εις βάρος τους.

Ασχολείσαι με το σενάριο του «Βank Βang» τα τελευταία δύο χρόνια. Η επαφή σου όμως με το γράψιμο ξεκινά από πολύ παλιότερα.

Ναι, έγραφα από 19 χρονών. Αλλά, φυσικά, μόνο για την πάρτη μου. Εγραφα, τα έβγαζα από μέσα μου, τα έκλεινα στο συρτάρι. Ειδικά τα πρώτα δέκα χρόνια της καριέρας μου, που τα πράγματα δεν ήταν πολύ ανθηρά, έγραφα συνέχεια. Ηθελα να περνάω τον χρόνο μου νιώθοντας δημιουργικός σε κάτι. Εγραφα από ποίηση μέχρι λογοτεχνικά παραληρήματα και παραμύθια. Μου αρέσουν πολύ τα παραμύθια - ειδικά αυτά που δεν είναι μόνο για παιδιά. Η επαφή μου με τη συγγραφή σεναρίων ήταν εμπειρική. Διαβάζοντας σενάρια μάθαινα και πώς να γράφω ο ίδιος. Μου άρεσε η πειθαρχία τους, με οργάνωνε και μένα ως άνθρωπο.

Αυτή η εμπειρία σου, το να έχεις διαβάσει τόσα σενάρια ως ηθοποιός, σε τι σε βοήθησε όταν έκατσες να γράψεις το δικό σου; Τι ήθελες να αποφύγεις, για παράδειγμα;

Να μην είναι φλύαρο. Πολλές φορές παίρνεις στα χέρια σου μία σκηνή τεσσάρων σελίδων που το μεδούλι και η καρδιά της είναι σε μια παράγραφο. Ολα τα υπόλοιπα είναι σάλτσες. Πρόκληση για μένα ήταν να μην μου το επιτρέψω αυτό. Εγραψα ένα σενάριο 230 σκηνών, που συγκριτικά είναι πάρα πολλές, και καμία δεν ξεπερνάει τη μιάμιση σελίδα. Ηθελα ένα σφιχτό αποτέλεσμα. Ηθελα να διατηρήσω έναν ρυθμό. Εκεί με βοήθησε πολύ το χόμπι μου: το μοντάζ. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με το μοντάζ. Αγόρασα βιβλία, μελέτησα, πήρα προγράμματα, πέρασα ώρες πάνω από το κομπιούτερ. Παιδεύτηκα αλλά κατάφερα να μοντάρω ένα ταινιάκι που γύρισα με ψηφιακή κάμερα, στα παρασκήνια μίας θεατρικής περιοδείας. Αυτή η εμπειρία ήταν σχολείο στο να κάτσω να γράψω σενάριο. Εμαθα να «νιώθω» τι θα ήταν μετά περιττό.

Και κάποια στιγμή τελείωσε η μοναχική σου αναμέτρηση με τις σελίδες και... κάπου έπρεπε να το δείξεις. Πώς σε αντιμετώπισαν;

Η αντιμετώπιση ήταν σχεδόν... σοκαριστική. Με σόκαρε ότι βρέθηκαν αμέσως άνθρωποι που με εμπιστεύτηκαν - παραγωγοί, χρηματοδότες. Ισως γιατί ήταν πολύ καθαρό αυτό που είχα στο μυαλό μου - ήξερα πραγματικά τι ήθελα να κάνω. Και ήξερα τι δεν ήθελα να μου συμβεί. Δεν ήθελα μία τυπική εμπορική κωμωδία. Το πιο συγκινητικό όμως ήταν όταν έδινα το σενάριο σε συναδέλφους ηθοποιούς. Το έκανα σχεδόν με ντροπή. Τρακαρισμένος. Ολοι, από τον πρώτο μέχρι τον πιο μικρό ρόλο, μου το επέστρεφαν ενθουσιασμένοι. Αυτό για μένα ήταν ένα απίστευτο κίνητρο να συνεχίσω.

Ως συνάδελφος ποιο ήταν το κύριο μέλημα απέναντι τους;

Να προσέξω το κείμενο των ηθοποιών μου. Ειδικά αυτών που είχαν μικρούς ρόλους - ήθελα να τους δώσω «κάτι», να μην είναι η παρουσία τους μία καρικατούρα ή ένα απλό πέρασμα. Ηθελα να έχει μία σπίθα ο ρόλος. Κάτι που θα έκανε τον συνάδελφό μου να θέλει να έρθει και να παίξει.

Ηρθες στη δύσκολη θέση να κατευθύνεις συναδέλφους σου;

Αν έχεις κάνει καλό κάστινγκ, αν έχεις φέρει τους συναδέλφους σου που ξέρεις ότι είναι εξαιρετικοί, τότε δεν χρειάζεται να δώσεις καμία καθοδήγηση. Η μόνη οδηγία ήταν να μην αγωνιούν να κάνουν κάτι κωμικό. Τους είπα απλά «κάντε το δικό σας». Οταν έχεις καλούς ηθοποιούς, φεύγεις από τα πόδια τους. Τους αφήνεις να παίξουν. Και το ζητούμενο ήταν να φέρουν την ανατροπή. Δεν θεωρώ ότι είχα γράψει ένα θεατρικό του Σαίξπηρ και ότι έπρεπε να σεβαστούν το κείμενο. Εγραψα έναν οδηγό για να πατήσουμε όλοι πάνω. Χαιρόμουν όταν οι ηθοποιοί το έκαναν δικό τους, το άλλαζαν, το έφερναν στα μέτρα τους. Νομίζω ότι ένα σενάριο είναι μία γραμμή καρδιογραφήματος. Εγώ έβαλα την ευθεία και οι ηθοποιοί της έδωσαν ζωή.

Και ανάμεσα σε όλους, ο Κώστας Βουτσάς.

Ο Κώστας Βουτσάς! Να ζήσει χίλια χρόνια, μπορεί; Γιατί μας έδωσε μαθήματα ζωής, όχι απλά δουλειάς. Πόσο συχνά συναντάμε έναν άνθρωπο που με τη στάση και τη φιλοσοφία του σε εμπνέει; Σου κάνει πιο όμορφη τη ζωή. Είναι μοναδικός. Το πρόγραμμα μιας ταινίας είναι δύσκολο. Πολλές ώρες, βραδινά που έφταναν μέχρι το ξημέρωμα. Κάποιες φορές θεωρούσαμε ότι του οφείλουμε μία συγγνώμη για την ταλαιπωρία. Μας έκοβε: παιδιά εγώ είμαι εργάτης. Ο,τι μου πείτε θα το κάνω.

Φημολογείται ότι επέλεξες ο ίδιος τον σκηνοθέτη σου.

Ναι, και είμαι πολύ περήφανος γι αυτό. Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος είχε πειραματιστεί με τις μικρού μήκους («Το Εκκρεμές») αλλά αυτό είναι το ντεμπούτο του. Τον γνώρισα στα γυρίσματα ενός διαφημιστικού. Είδα ένα 30χρονο παιδί με μεγάλο ταλέντο. Στην αισθητική του, στην κινηματογράφηση, στον τρόπο που κρατούσε την κάμερα. Νομίζω ότι θα κάνει εξαιρετικά πράγματα στο σινεμά. Αυτό όμως που εκτίμησα ιδιαίτερα από όλο το δημιουργικό team ήταν το πόσο δέσαμε. Θα ήθελα να συνεχίσουμε ως παρέα που έχει ίδιο στυλ, ίδιο όραμα, ίδιους στόχους. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να γυρίζω ταινίες με μόνο στόχο το αποτέλεσμα, αλλά στην πορεία να πλακωνόμαστε. Για μένα έχει πολύ μεγάλη σημασία να χαιρόμαστε όλοι με αυτό που κάνουμε. Γι αυτό και είχα δώσει σε όλους στο σετ το σενάριο. Ολοι οι τεχνικοί το είχαν διαβάσει, ήξεραν τι γυρίζουμε. Μαζευόμασταν όλοι και μιλάγαμε. Επειδή δεν είμαι παιδί του κινηματογράφου, ήθελα να τα κάνω όλα ιδανικά - έτσι όπως θα ήθελα να γυρίζονται οι ταινίες.

Σκέφτηκες κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιπέτειας πως κάποιοι μπορεί να σου επιτίθονταν; Θορυβήθηκες; Σκέφτηκες να το αναιρέσεις, να κάτσεις στα κεκτημένα σου;

Φυσικά και το σκέφτηκα. Σκέφτηκα ότι το πρώτο πράγμα που θα γραφτεί είναι «τι θέλει ο Χαραλαμπόπουλος σε ξένα χωράφια». Δεν θεωρώ ότι πήρα κανενός το χωράφι. Ούτε έχω σκοπό να εγκατασταθώ. Είμαι ηθοποιός. Δεν δηλώνω σεναριογράφος. Είναι η ίδια συζήτηση όπως όταν με ρωτάνε αν με ενοχλεί που μοντέλα κάνουν τους ηθοποιούς. Τίποτα δεν με ενοχλεί. Ολοι δοκιμαζόμαστε. Στο παγκόσμιο στερέωμα υπάρχουν ταλεντάρες ηθοποιοί που ξεκίνησαν ως μοντέλα - να τους ακυρώσουμε; Η ουσία είναι να νιώθουμε ότι είμαστε σε μία δουλειά δημιουργική. Να υπάρχουν ιδέες, να ανακατεύεται η τράπουλα, να έρχονται νέοι άνθρωποι και να φέρνουν ανατροπές, να γίνονται πολλά πράγματα, να βουίζει ο τόπος, να πηγαίνουμε μπροστά. Αν η δημιουργία στην Ελλάδα περιοριστεί στους 2-3 ανθρώπους που έχουν την ταμπέλα «έγκρισης», τότε βαλτώσαμε. Εγραφα το σενάριο επί δύο χρόνια. Ποτέ δε βγήκα να το διαλαλήσω στα κανάλια. Ακόμα και σήμερα, ελάχιστοι έχουν καταλάβει ότι το σενάριο είναι δικό μου. Δεν το έκανα για να πλασαριστώ διαφορετικά. Δεν με ενδιέφερε. Δύο χρόνια εγώ αγωνίζομαι για κάτι. Ηταν ένα μικρό όνειρο στη ζωή μου. Κι αν είναι να χαλάσω εγώ τον ελληνικό κινηματογράφο, ζητώ συγγνώμη και δεν θα το ξανακάνω!

Μεγαλώνοντας ποιες ήταν οι επιρροές σου;

Μικρός είχα τρέλα με το σινεμά φαντασίας - σε όλες του τις εκφάνσεις. Από τον «Σούπερμαν» μέχρι τα «Σαγόνια του Καρχαρία». Τρελαινόμουν επίσης για Μελ Μπρουκς. Δεν ξέρω αν με επηρέασε κάτι συγκεκριμένο, όσο η ίδια η μαγεία της μεγάλης οθόνης. Το να κάθεσαι και να χαζεύεις αυτούς τους τεράστιους ανθρώπους. Οι ήρωές μου όμως ήταν περισσότερο καρτουνίστικοι: ο Αστερίξ. Το χιούμορ μου είναι αυτού του στυλ. Αγαπημένος μου κωμικός όμως ήταν ο Ντάνι Κέι - ένας κωμικός που στην Ελλάδα δεν ένιωσα ποτέ ότι έγραψε ως σταρ. Για μένα όμως είχε ένα μοναδικό χειρισμό της γλώσσας και των εκφραστικών του μέσων. Τον χάζευα. Θυμάμαι όταν πέθανε, ήμουν στο Λύκειο. Ανοιξα την πρώτη σελίδα του βιβλίου των Νέων Ελληνικών και έγραψα αυθόρμητα έναν επικήδειο. Ενιωσα ότι έχασα κάποιον δικό μου.

Αισθάνθηκες πόσο επαναστατική ήταν η επικράτησή σου στα Κρατικά Βραβεία; Η κωμωδία συνήθως δεν διεκδικεί σοβαρότητας.

Νομίζω ότι φάνηκε η έκπληξή μου. Η βάση στη δουλειά μου ως ηθοποιός ήταν πάντα η αλήθεια. Το ξέρω ότι ο κόσμος με έχει κατηγοριοποιήσει ως κωμικό. Εγώ, όμως, ποτέ δεν δούλεψα με την αγωνία τού να σε κάνω να γελάσεις. Πάντα έναν ρόλο τον αντιμετώπιζα ως αληθινό άνθρωπο. Πάντα μία κωμική ερμηνεία την προσέγγιζα και μέσα από την τραγική ανατροπή της. Αυτό ίσως να πηγάζει από το ότι ήμουν πάντα πολύ ντροπαλός και δεν ήθελα ποτέ να κάνω τον καραγκιόζη. Είχα από την αρχή βάλει ένα όριο αξιοπρέπειας. Δεν θα ξεπέσω για να κάνω τον άλλο να γελάσει. Θα δει την αλήθεια μου και θα γελάσει.

Οπότε δεν υπάρχουν όρια;

Δεν υπάρχει όριο για τίποτα και για κανέναν. Ο βασικότερος λόγος που γίνεται κανείς ηθοποιός είναι για να κάνει κάτι που δεν έχει όρια. Αν βάλει όρια στο τι μπορεί να παίξει και τι όχι, έχει χάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της εμπειρίας. Αν μου δοθεί η ευκαιρία, το επόμενο σενάριο θα είναι για μία πειραματική ταινία. Εχω πολλά πράγματα στο μυαλό μου. Δεν έχω σκοπό να κάνω κάτι δυσνόητο ή συμβολικό. Πάλι μια ιστορία θα ήθελα να διηγηθώ.

Οπότε να σε περιμένουμε και στην καρέκλα του σκηνοθέτη;

Μόνο αν έχω κάποια στιγμή στο μυαλό μου μία ιδέα που θέλω να τη δω να υλοποιείται. Αλλά καθόλου δεν με ενδιαφέρει να γράψει ένας τίτλος «σκηνοθεσία Βασίλης Χαραλαμπόπουλος». Δεν θέλω να με πει κανείς σκηνοθέτη. Είμαι ηθοποιός. Αυτή είναι η αγωνία μου.

Συνέντευξη στην Πόλυ Λυκούργου
Φωτό: Νικόλας Πράκας