Το σινεμά γυμνό!

23.11.2010
Το γυμνό στον ελληνικό κινηματογράφο υπήρξε ο καθρέφτης της εξέλιξης της κοινωνίας μας, δείχνοντας πως μια χώρα πέρασε από το μικροαστισμό στην ανεκτικότητα, με ό,τι καλό ή κακό αυτή έφερε.

Από τον ΧΡΗΣΤΟ ΣΙΑΦΚΟ

Εκεί, προς τα μέσα της δεκαετίας του ’60, όλη η προσπάθεια των σημερινών 50άρηδων (και βάλε) ήταν να δείχνουν μεγαλύτεροι. Είχαν κάθε λόγο. Στα σινεμά παιζόταν η ακατάλληλη για ανηλίκους «Στεφανία» (1966) του Γιάννη Δαλιανίδη. Για τους σημερινούς εφήβους, τους εθισμένους στο Διαδίκτυο, για όλους εκείνους που έχουν δει το γυμνό πριν καν γίνουν ικανοί να το απολαύσουν, το ασπρόμαυρο σώμα της Ζωής Λάσκαρη μπορεί να μην εκπροσωπεί τίποτα. Εκείνη την εποχή όμως αποτελούσε πανάκεια. Κι έτσι, οι τότε 13άρηδες που μεγαλόδειχναν άφηναν γένια μιας βδομάδας για να φτάσουν στο ταμείο και αντί να τους διώξουν, να τους παραδώσουν το εισιτήριο για τον... παράδεισο!

Τα παραπάνω με αφορμή την «Ιστορία του γυμνού στον κινηματογράφο» του Γιάννη Σολδάτου (εκδόσεις «Ψυχογιός»), του ογκώδους λευκώματος με τις χιλιάδες φωτογραφίες και τα σχετικά θεωρητικά κείμενα.

Ο ελληνικός κινηματογράφος στη δεκαετία του ’50 και του ’60 δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει κατά πόδας μια κοινωνία που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της, που άρχιζε να ανακαλύπτει τις χαρές της αντιπαροχής και που βέβαια ανάμεσα στις επιταγές της ήταν και η προίκα, με αντάλλαγμα βέβαια το άσπιλο της παρθενίας.

Κι έτσι, δημιούργησε το όνειρο στο πρόσωπο της Αλίκης Βουγιουκλάκη: το φτωχό πλην τίμιο κορίτσι -συνήθως από τη Δραπετσώνα-, που θα το πάρει ο πρίγκιπας του παραμυθιού - συνήθως από το Κολωνάκι.

Την ίδια εποχή βέβαια ο Κούνδουρος, στοιχειωμένος από το κάλλος του γυναικείου σώματος, το αποθέωνε γυρίζοντας τη «Μαγική πόλη» (1954) και τον «Δράκο» (1956).

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 οι κωμωδίες ανακαλύπτουν τις παραλίες και το μπικίνι, ενώ τα ιστορικά δράματα το χορό της κοιλιάς. Θα ακολουθήσει το στριπτίζ, που θα κορυφωθεί στην κωμωδία του Ορέστη Λάσκου «Δέκα μέρες στο Παρίσι» (1962).

Και μετά ήρθε ο Δαλιανίδης, με τη Λάσκαρη, την Καραγιάννη, τη Σαπουντζάκη, την Προκοπίου, τη Νάντια Φοντάνα και τα μιούζικαλ. Όπου τα ολόσωμα δαντελωτά κολάν αναδείκνυαν τα σώματα, επιτρέποντας στη φαντασία να οργιάζει.

Και ο κινηματογράφος των δημιουργών;

Ε ναι, υπάρχει! Με την «Ερόικα» (1960) ο Κακογιάννης θεοποιεί τα εφηβικά σώματα, ο Ντασέν δίνει μια υπέροχη Μελίνα μέσα στο μπικίνι της στο «Ποτέ την Κυριακή», ενώ, πάντα την ίδια χρονιά, ο Κούνδουρος βγάζει στις αίθουσες το «Ποτάμι», με την πανέμορφη Ντίνα Τριάντη αλλά και τις «Μικρές Αφροδίτες», τρία χρόνια αργότερα.

Στο μεταξύ, πέφτει χοντρό τσιτσίδωμα σε ταινίες με τίτλους «Σαπίλα και αριστοκρατία», «Χωρίς ιδανικά», «Πεζοδρόμιο», «Αθήνα, η κλοπή της οδού Σταδίου», «Αμφιβολίες», «Δεν υπάρχει αγάπη για σένα», «Αμαρτωλά χέρια», «Με πότισες φαρμάκι», «Ο κατήφορος μιας ορφανής», «Λαφίνα», «Παρθένες στους βάλτους» και πάει λέγοντας.

Αργά και βασανιστικά ωστόσο τα πρόβατα ξεχωρίζουν από τα ερίφια. Ο κινηματογράφος των νεότερων δημιουργών αρχίζει να αχνοφαίνεται. Ο Ροβήρος Μανθούλης στο «Πρόσωπο με πρόσωπο» (1966) είναι ερωτικός, όπως και ο Αλέξης Δαμιανός στο «Μέχρι το πλοίο» την ίδια χρονιά. Ξεχωρίζει την ίδια εποχή και ένα νέο πρόσωπο, η Έλενα Ναθαναήλ, που συνδυάζει το ταλέντο με το φινετσάτο γυμνό.

Βέβαια, λίγο πριν πέσουν οι συνταγματάρχες η Άννα Φόνσου στο «Κορίτσι και το άλογο» (1973) του Σερντάρη βάζει τις υποθήκες της.

Φτάνουμε πια σε μια εποχή που το γυμνό και το σεξ έχουν πλέον απομυθοποιηθεί. Με το θάνατο του εμπορικού κινηματογράφου η τράπουλα ξαναμοιράζεται και το παιχνίδι αλλάζει. Το γυμνό αντιμετωπίζεται ως ύμνος στο ανθρώπινο σώμα, ως οργανικά δεμένο με το σενάριο, ως παραβολή («πολιτικό» γυμνό, καταπίεση στον Αγγελόπουλο ή στον Κούνδουρο) ή μέσα από την ανατρεπτική ματιά του Νίκου Νικολαΐδη, και καταλαμβάνει το ζωτικό χώρο που του ανήκει. Χωρίς τα παραπάνω βέβαια να είναι κανόνας, η νεότερη και η νεότατη γενιά των Ελλήνων σκηνοθετών, συνεπικουρούμενες από ηθοποιούς των οποίων την εμπιστοσύνη διατηρούν, τοποθετούν το ανθρώπινο σώμα στο βάθρο που του πρέπει, κάνοντας τέχνη και όχι προτείνοντας τσόντα.