Μελωδικό φλας μπακ

04.09.2008
Δηλώσεις και ντοκουμέντα από τις χρυσές δεκαετίες του ελληνικού τραγουδιού. Τι λένε, τι εξομολογούνται και τι αποκαλύπτουν μεγάλα ονόματα του χώρου. Μέσα από δύο ογκώδη βιβλία, ο Τάσος Κουτσοθανάσης αποκαλύπτει, όπως λέει ο ίδιος

Από τον Βασίλη Λούκα

Δηλώσεις και ντοκουμέντα από τις χρυσές δεκαετίες του ελληνικού τραγουδιού. Τι λένε, τι εξομολογούνται και τι αποκαλύπτουν μεγάλα ονόματα του χώρου. Μέσα από δύο ογκώδη βιβλία, ο Τάσος Κουτσοθανάσης αποκαλύπτει, όπως λέει ο ίδιος, μικρά και μεγάλα μυστικά από προσωπικότητες του καλλιτεχνικού χώρου. Οι χρυσές δεκαετίες του ελληνικού τραγουδιού μας δίνουν την ευκαιρία να ανακαλύψουμε μερικά ενδιαφέροντα μυστικά, που αφορούν σε πασίγνωστα ονόματα του τραγουδιού στη χώρα μας.

Πάθος με το τραγούδι
Ο Τάσος Κουτσοθανάσης γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Πλάκα, «την πιο όμορφη γειτονιά του κόσμου», όπως λέει ο ίδιος. Η πρώτη επαφή του με τη δημοσιογραφία έγινε στην εφημερίδα «Αθηναϊκή», παρουσιάζοντας κάθε Δευτέρα τις νέες ταινίες της εβδομάδας. Παράλληλα με τον κινηματογράφο είχε πάθος και με το τραγούδι και στη συνέχεια συνεργάστηκε με το περιοδικό «Πρώτο» και στην «Απογευματινή» για καλλιτεχνικά θέματα. Για πολλά χρόνια ήταν ο βασικός καλλιτεχνικός συντάκτης στο «Ντόμινο». Ασχολείται με το στίχο και τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει μεγάλα ονόματα, όπως η Γιώτα Λύδια, η Πόλυ Πάνου, η Δούκισσα, ο Ηλίας Κλωναρίδης, η Χαρούλα Λαμπράκη.

Ο Δημήτρης Ιατρόπουλος λέει για τον Τάσο Κουτσοθανάση:
«Ένας από τους συναδέλφους μου που σεβάστηκα για το ήθος του, κυρίως και γι αυτό τον αγαπώ. Αγαπάει τόσο πολύ το χώρο αυτό, που και τους ανθρώπους του τους αντιμετωπίζει αντίστοιχα. Δεν θα κυνηγήσει από τη «φίρμα» το σκάνδαλο, ακόμα κι αν έχει στα χέρια του την πληροφορία (που αυτός ειδικά πάντοτε την έχει...) δεν θα τον ξεμπροστιάσει. Θα τον οδηγήσει αργά και μεθοδικά, ώστε να βγάλει έξω τον καλύτερο εαυτό του για το καλό του και για το καλό του τραγουδιού μας. Το ελληνικό τραγούδι του χρωστάει πολλά. Και, δυστυχώς, δεν τον έχει ανταμείψει αντίστοιχα.

Όμως, ο Τάσος με ένα παιδικό χαμόγελο, επιμένει: «Καλός και ήπιος, είναι πάντοτε εδώ για οτιδήποτε περνάει από το πεντάγραμμο. Και κυρίως για όσους παράγουν πολιτισμό μέσα απ αυτό. Η περίπτωσή του έχει όλα τα στοιχεία γι αυτό που ονομάζουμε: Έντιμος μαχητής».

«Τα τελευταία χρόνια το τραγούδι μας το έβαλαν κάποιοι στον κακό δρόμο. Ένα μόνο εύχομαι: να ξαναβρεί την αξία και την αλλοτινή ομορφιά του», λέει ο συγγραφέας που συνάντησε πολλούς καλλιτέχνες και καταγράφει ιστορίες και λεπτομέρειες στα δύο βιβλία του.

Πάμε να δούμε μερικές ενδιαφέρουσες εξομολογήσεις.

Ο Γιάννης Πάριος το 1972 έλεγε:
«Να ζηλέψω για να φτάσω έναν άξιο ναι, αλλά όχι για να επιβουλευθώ! Εξάλλου, δεν φοβάμαι κανέναν, διότι δεν αισθάνομαι αδύναμος. Φοβάμαι, όμως, κάτι: τον άνθρωπο-καλλιτέχνη, όταν δεν είναι σωστός σαν άνθρωπος και όχι τον καλλιτέχνη-καλλιτέχνη».

Η Ντίνα Πάριου το 1979 μιλώντας για τον άνδρα της αποκάλυπτε:
«Κάθε μέρα τον ερωτεύομαι και περισσότερο. Λένε πολλά για την αγάπη μας. Ας λένε Εγώ ένα ξέρω και το λέω φωναχτά: Ο Γιάννης είναι ο πιο ωραίος σύζυγος, ο πιο ωραίος οικογενειάρχης, ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου. Είναι ξετρελαμένος που θα γίνει πατέρας για δεύτερη φορά».

Η Ελένη Βιτάλη το 1981 εξομολογείτο:
«Είμαι τσιγγάνα και γουστάρω. Θα με πρόσβαλλε αν δεν έμοιαζα με τσιγγάνα. Χαίρομαι για την καταγωγή μου, αντίθετα με μερικούς στη δουλειά μας που ντρέπονται να το πουν. Πόσο ανόητοι είναι! Η τσιγγάνικη καταγωγή μου με κάνει να είμαι όσο γίνεται πιο ελεύθερη, αλλιώς πνίγομαι».

Η Άννα Καλουτά απαντούσε το καλοκαίρι του 1976 στην ερώτηση εάν υπάρχει σεμνότης στη νέα γενιά των ηθοποιών λέγοντας:

«Λυπάμαι που το λέω, αλλά το ποσοστό είναι 10% σεμνότης και 90% αυθάδεια. Πώς, λοιπόν, να προκόψουν με τέτοια συνταγή; Στο θέατρο δεν υπάρχει δεν μπορώ, αλλά δεν θέλω. Αυτή τη φράση μου έμαθε η Μαρίκα Κοτοπούλη και μια άλλη που έλεγε η μεγάλη μας τραγωδός. Το εγώ απαγορεύεται, καταστρέφει. Πόσο δίκιο είχε».

Ο Χρήστος Κυριαζής το 1976 ήταν αποκαλυπτικός:
«Το μόνο που επιθυμώ είναι να γράψω όμορφα ελληνικά τραγούδια και να ζήσω μια ήσυχη ζωή Βέβαια, καλό θα ήταν να είχα μια βίλα στη Νότια Γαλλία, μια πράσινη Ρολς Ρόις, ένα κότερο και τα μάτια της να με κοιτάζουν πρωί και βράδυ, αλλά δεν χάθηκε ο κόσμος, συμβιβάζομαι και με λιγότερα».

Η Άννα Βίσση το 1977 είχε ανησυχίες:
«Οπωσδήποτε θα συνεχίσω τη Νομική, διότι δεν μου αρέσει ν αφήνω στη μέση κάτι που αρχίζω με αγάπη. Όχι για επαγγελματική εξασφάλιση, αλλά μ ενδιαφέρει να έχω το πτυχίο. Με την ευκαιρία θέλω να πω ότι αρχίζω σύντομα και άλλου είδους σπουδές. Στο Ωδείο, όπου θα παρακολουθήσω αρμονία, και θα συνεχίσω το πιάνο που άφησα, ενώ είχα κάνει από μικρή πέντε χρόνια μαθήματα».

Ο Γιώργος Νταλάρας το 1979 έβαζε τα πράγματα στη θέση τους:
«Τα λεφτά που παίρνω, τα πληρώνω με ιδρώτα και αίμα. Οι αρχαίοι έλεγαν ότι τα λεφτά είναι καλά να τα χουν αυτοί που μπορούν να τα χρησιμοποιούν σωστά. Εγώ τα δίνω πάλι στη δουλειά μου, συνεπώς δεν έχω τύψεις γι αυτά που βγάζω, ούτε άλλωστε φταίω εγώ για την οικονομική ανισότητα που υπάρχει. Εγώ δεν είμαι το κεφάλι. Εγώ απλώς γυαλίζω περισσότερο Αισθάνομαι, όμως, δεμένος με την εργατική τάξη, γιατί από εκεί ξεκίνησα. Δεν προβάλλομαι σαν το παιδί του λαού, είμαι!

Ο Άγγελος Διονυσίου απαντώντας στην ερώτηση πώς αντέδρασε ο πατέρας του Στράτος Διονυσίου στην επιτυχία του έλεγε το 1984:
«Θέλει και ρώτημα; Κρυφοκαμαρώνει χωρίς να λέει τίποτα. Πάντως εδώ πρέπει να πω ειλικρινά ότι από υπερβολική υπερηφάνεια δεν καταδέχτηκε να επηρεάσει κανέναν παράγοντα στη μέχρι τώρα πορεία μου. Μ άφησε να παλέψω μόνος, ίσως γιατί πιστεύει πολύ στις ικανότητές μου».