Αυστραλία

12.12.2008
Μπορεί ο ευφάνταστος και ευφυής στις προηγούμενες δουλειές του Μπαζ Λούρμαν (βλ. Moulin Rouge και Romeo + Juliet) να ονειρεύτηκε να ζωγραφίσει στη μεγάλη οθόνη ένα Όσα Παίρνει ο Ανεμος σε αυστραλιανό φόντο, όμως το όνειρό του αυτό κατέληξε εφιάλτης στα δικά μας μάτια.
Η νέα ταινία του Μπαζ Λούρμαν μας ταξιδεύει στη βόρεια Αυστραλία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν μια όμορφη Αγγλίδα αριστοκράτισσα, η Λαίδη Ασλεϊ (Νικόλ Κίντμαν), κληρονομεί ένα αχανές ράντζο. Ντόπιοι μεγαλοκτηνοτρόφοι διεκδικούν τη γη που της ανήκει, ενώ εκείνη συμμαχεί με τον Ντρόβερ έναν σκληροτράχηλο και πεπειραμένο κτηνοτρόφο (Χιου Τζάκμαν). Ο έρωτας μεταξύ τους είναι αναπόφευκτος... Οι δύο τους με βοηθό ένα μικρό αβορίγινα θα οδηγήσουν πάνω από 2.000 ζωντανά στις απέραντες εκτάσεις της πιο απομακρυσμένης γης για να τα πουλήσουν στον στρατό και έτσι να σώσουν το ράντζο.
Εκεί, έρχονται αντιμέτωποι με τον βομβαρδισμό του Ντάργουιν από τις ιαπωνικές δυνάμεις, που είχαν επιτεθεί στο Περλ Χάρμπορ λίγους μήνες νωρίτερα...


Μπορεί ο ευφάνταστος και ευφυής στις προηγούμενες δουλειές του Μπαζ Λούρμαν (βλ. Moulin Rouge και Romeo + Juliet) να ονειρεύτηκε να ζωγραφίσει στη μεγάλη οθόνη ένα Όσα Παίρνει ο Ανεμος σε αυστραλιανό φόντο, όμως το όνειρό του αυτό κατέληξε εφιάλτης στα δικά μας μάτια. Γιατί, παρόλο που πρόκειται για μία αυθεντικά λαμπερή υπερπαραγωγή που δεν τσιγκουνεύτηκε το παραμικρό -από αυτές που ο Λούρμαν μας έχει συνηθίσει- παρόλο που το αυστραλιανό σκηνικό αποτελεί από μόνο του ζωντανή διαφήμιση της χώρας, τα προβλήματα της ταινίας είναι αναρίθμητα. Οι ατέρμονοι μαιανδρισμοί της ταινίας, τα σεναριακά ξεχειλώματα, οι κλισέ διάλογοι των πρωταγωνιστών, τα χιλιοειδωμένα ερωτικά βλέμματα, η παντελής απουσία ερωτισμού και χημείας μεταξύ τους και ένας διαρκής υπολανθάνων αμήχανος τόνος του σκηνοθέτη που δεν ήξερε πως να χειριστεί τις μυστικιστικές πτυχές των αβοριγίνων, αλλά και πως να καθοδηγήσει τους πρωταγωνιστές του, ήταν κυρίως αυτά που μας δημιούργησαν ανάμεικτα συναισθήματα κυρίως απογοήτευσης.

Η Νικόλ Κίντμαν στο ρόλο της Αγγλίδας αριστοκράτισσας έπαιξε χλιαρά και μονοδιάστατα, χωρίς να καταφέρει να μας πείσει αφενός μεν για το φλογερό της έρωτα με τον γοητευτικό κτηνοτρόφο αφετέρου δε για τα μητρικά της αισθήματα που ανέπτυξε για το συμπαθέστατο μικρό αβορίγινα.

Ο Χιου Τζάκμαν από την άλλη πλευρά "φόρεσε το κοστούμι" του γοητευτικού μυώδη κτηνοτρόφου και αφέθηκε στις ερμηνευτικές ευκολίες που αυτό συνεπάγεται.

Έτσι, οι άνευρες ερμηνείες των λαμπερών πρωταγωνιστών και η αποτυχία του Λούρμαν να δώσει πνοή στο μακρόσυρτο έπος του και να δημιουργήσει μία θελκτική ατμόσφαιρα, συνιστούν ένα πληκτικό θέαμα που σε καμία περίπτωση δεν συνάδει με τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα των ημερών.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]