Το Καλοκαίρι Που Έφυγαν Οι Γονείς Μου

05.11.2008
Από την εποχή που ο Φελίνι υπέγραψε το κεφαλαιώδες «Αμαρκορντ», το καλούπι «γλυκόπικρη νοσταλγία, κοινωνικοπολιτικό παρελθόν κι όλα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από ένα παιδικό βλέμμα» έχει δοκιμαστεί σε βαθμό χυδαίας κατάχρησης.

Από την εποχή που ο Φελίνι υπέγραψε το κεφαλαιώδες «Αμαρκορντ», το καλούπι «γλυκόπικρη νοσταλγία, κοινωνικοπολιτικό παρελθόν κι όλα αυτά φιλτραρισμένα μέσα από ένα παιδικό βλέμμα» έχει δοκιμαστεί σε βαθμό χυδαίας κατάχρησης. Η ανάγκη να συνδυάσεις το ατομικό με το συλλογικό, να το θυμηθείς αλλά και να το εξωραϊσεις μέσα από το πρίσμα της «αθωότητας», εκπληρώνεται σε απειράριθμες αναλογίες κι εδώ.

Μοιάζοντας στη βασική του σύλληψη με το «Ο Μπαμπάς Λείπει Σε Ταξίδι Για Δουλειές» του Κουστουρίτσα, το φιλμ του βραζιλιάνικης καταγωγής Τσάο Χάμπουργκερ διαθέτει επίσης έναν νεαρό πρωταγωνιστή που τα βγάζει πέρα με τις λεπτές ισορροπίες του ρόλου του: ο μικρός Μάουρο ίσως και να συνειδητοποιεί περισσότερα απ όσα του λένε ή απ όσα πρέπει να ξέρει για την ανέφελη ενηλικίωσή του. Και ενώ αυτό το εύθραυστο δίλημμα θα μπορούσε να συνδεθεί οργανικά με το ύποπτο κοινωνικό εκκρεμές που ορίζει τη ζωή του Μάουρο (δικτατορία- ποδόσφαιρο - οργάνωση κλειστών κοινοτήτων), ο σκηνοθέτης και οι συν-σεναριογράφοι επιλέγουν να στρογγυλέψουν τις γωνίες του στο όνομα ενός χρονικού ενηλικίωσης, που πρέπει να γνωρίσει συγκεκριμένες συναισθηματικές κορυφώσεις και να εκπέμψει ένα ορισμένο ποσοστό θετικής ενέργειας. Αλλά ακόμη κι έτσι, το Χ της ισοπαλίας το έχουν άνετα.

Κωνσταντίνος Σαμαράς