Φορτίο 200

09.09.2008
Είμαστε στο 1984, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν μαίνεται για τα καλά και η Σοβιετική Ένωση έχει ήδη μπει σε τροχιά μεταρρυθμίσεων. Ο Αρτέμ (Λεονίντ Γκρομόφ) αποφασίζει να επισκεφτεί τη μητέρα του στη μικρή βιομηχανική πόλη της Σοβιετικής Ένωσης, Λένινισκ.

Ο όρος «Φορτίο 200» αναφέρεται στα νεκρά σώματα των στρατιωτών που φτάνουν από το Αφγανιστάν. Το σώμα ενός τέτοιου φαντάρου βρίσκεται κατά τραγική ειρωνεία αυτόπτης μάρτυρας σε μερικά από τα ειδεχθή εγκλήματα που παρελαύνουν μπροστά από τα μάτια μας. Και παραδόξως, όσο πιθανό είναι να αντιδράσει ένα πτώμα απέναντι στα τεκταινόμενα, άλλο τόσο είναι και για τους ζωντανούς συμπρωταγωνιστές του που παρακολουθούν αδιάφοροι ή υπερβολικά πωρωμένοι για να ρισκάρουν οτιδήποτε.

Ο κύκλος της βίας που στοιχειώνει το «Φορτίο 200» μοιράζεται ανέλπιστες ομοιότητες με το «Καμία Πατρίδα Για Τους Μελλοθάνατους» στην αίσθηση του παραλογισμού που τυλίγει ασφυκτικά τα πάντα χωρίς να προσφέρει την ανακούφιση μιας πιθανής ερμηνείας για τα αίτια του κακού. Ταυτόχρονα μοιάζει να εμπνέεται από τον ακατέργαστο τρόμο με τον οποίο στιγμάτισαν τη δεκαετία του 70, ταινίες όπως ο «Σχιζοφρενής Δολοφόνος Με Το Πριόνι». Ο Μπαλαμπάνοφ μπορεί να μην είναι τόσο ακραίος όσο τα πρόσφατα torture porn, είναι όμως σχεδόν εξίσου αποκρουστικός, και ούτε οι πινελιές κατάμαυρου χιούμορ μπορούν να μαλακώσουν στο ελάχιστο τη δυσβάσταχτη ατμόσφαιρα παρακμής.

Ενώ όλα συνηγορούν αρχικά σε μια ακόμη exploitation εκδοχή του μοτίβου «νεαρά θύματα εναντίον ανθρώπινου τέρατος», ο Μπαλαμπάνοφ ελάχιστα ενδιαφέρεται για τις συμβάσεις του τρόμου. Στόχος του δεν είναι να δείξει τη φρίκη μέσα από τα μάτια ενός θύματος που πασχίζει να επιβιώσει αλλά να τη μετουσιώσει σε πορτρέτο μιας ολόκληρης χώρας. Η αντιμετώπισή του είναι η παγερή, αποστασιοποιημένη και αβάσταχτα μηδενιστική εικόνα ενός κόσμου σε πλήρη αποσύνθεση, όπου σχεδόν όλοι είναι συνυπεύθυνοι για τη κατάντια του. Η αίσθηση της αποστροφής γρήγορα μεταφέρεται και απέναντι στα άλλα πρόσωπα που συνδέονται από κακόγουστα παιχνίδια της μοίρας σε μια αναπότρεπτη πορεία προς την πλήρη ηθική απαξίωση.

Παρά το γεγονός όμως ότι η πλοκή υποκινείται σε μεγάλο βαθμό από συμπτώσεις, τίποτα δεν είναι τυχαίο στη σκηνοθεσία. Από την ενίοτε κιτσάτη μουσική επένδυση μέχρι τη χρήση του βιομηχανικού τοπίου, όλα είναι ταγμένα σε μια συγκλονιστική αν και μονοδιάστατη κριτική της έκπτωσης των κομουνιστικών ιδεωδών πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης.

Θανάσης Πατσαβός