Grand Central

09.03.2014
Το σινεμά των αδελφών Νταρντέν συναντά την «Εξαφάνιση της Κάρεν Σίλκγουντ» του Μάικ Νίκολς στο ρεαλιστικό κοινωνικό δράμα, με το οποίο η γαλλικής καταγωγής σεναριογράφος και σκηνοθέτης πραγματοποιεί την δεύτερη σκηνοθετική της απόπειρα.

Στο «Grand Central» δύο συγκρουόμενες δυνάμεις προσπαθούν να συνυπάρξουν κάτω από την ίδια κινηματογραφική στέγη: Από τη μια μεριά στέκει η λιτή, αυστηρή, ξεγυμνωμένη στα απαραίτητα σκιαγράφηση της ζωής μιας χούφτας εργατών, οι οποίοι βάζουν καθημερινά την σωματική ακεραιότητά τους σε κίνδυνο, δουλεύοντας σε ένα εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας.

Από την άλλη καρδιοχτυπά και δονείται η γεμάτη πάθος και παρόρμηση περίπτωση ενός απαγορευμένου έρωτα, ο οποίος εκτυλίσσεται μυστικά και φορτωμένος άγχος και ενοχές με φόντο το ογκώδες τσιμεντένιο κτίσμα του εργοστασίου, σε έναν πρόχειρα φτιαγμένο καταυλισμό όπου στεγάζονται οι εργάτες.

Η Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι βρίσκεται τοποθετημένη στο μέσο των δυο αυτών συναισθηματικά αντίθετων άκρων, διατηρώντας και στις δύο περιπτώσεις την ψυχραιμία και την καθαρότητα της εξ αποστάσεως παρατήρησης.

Απεικονίζει με συγκρατημένη θλίψη την ιστορία αγάπης που διηγείται, μεταξύ ενός εργάτη (ο Ταχάρ Ραχίμ του «Προφήτη») και της πανέμορφης συζύγου ενός συναδέλφου και φίλου του (την υποδύεται η Λέα Σεϊντού της «Αντέλ»), παρουσιάζοντάς την σαν πρόσκαιρη απόδραση αλλά και σαν αναπόφευκτη συντριβή.

Η εργατική τάξη, την οποία παρακολουθεί χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης, μοιάζει από την άλλη πλήρως διαβρωμένη από την ανάγκη της επιβίωσης, απαλλαγμένη από κάθε ταξική συνείδηση και από το οποιοδήποτε αίσθημα συλλογικότητας και αλληλεγγύης.

Η πορεία της είναι μια πορεία ατομική και αναλώσιμη, καταδικασμένη στο περιθώριο των πιο προνομιούχων πλευρών της σημερινής γαλλικής κοινωνίας και χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική, χωρίς νόημα πέρα από το βασικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Όσο για τον ίδιο τον κίνδυνο, την αόρατη (πλην συνεχή) παρουσία της ραδιενέργειας, αυτός στέκει ως σηματοδότης των πάντων, λειτουργώντας πότε ως υπαρκτή και θανάσιμη απειλή για τους χαρακτήρες του φιλμ, πότε ως υπαρξιακή υπενθύμιση της προσωρινότητας και εκκρεμότητας των πάντων και πότε ως παρομοίωση για τη σαρωτική (και συχνά ολέθρια) έλευση του ίδιου του έρωτα.

Φιλμάροντας με αναγνωρίσιμα δάνεια αρκετών δεκαετιών κοινωνικού σινεμά, η Ζλοτόφσκι καταφέρνει μια αξιοπρεπή και μικρών διαστάσεων ταινία, η οποία έχει ευτυχήσει ερμηνευτικά χάρη σε ένα συμπαγές επιτελείο ηθοποιών αλλά και σκηνοθετικά, λόγω της αμεσότητας και του νεύρου που διαπερνά την κάμερα.