Η επιστροφή του Αταίριαστου

06.11.2008
Πετυχαίνοντας με νοκ - άουτ αυτό που για πολλούς είναι το comeback της δεκαετίας, ο Μίκι Ρουρκ έκανε το Φεστιβάλ της Βενετίας προσωπική του υπόθεση, χαρίζοντας στον «Παλαιστή» του Ντάρεν Αρονόφσκι τον Χρυσό Λέοντα και στον εαυτό του το δικαίωμα να θεωρείται η πιο δικαιολογημένα παρεξηγημένη περίπτωση ηθοποιού που «έφυγε» απλά και μόνο για να επιστρέψει...

Από την Πόλυ Λυκούργου

Εξω από τα νερά του
«Τα ψάρια ανήκουν στο ποτάμι. Δεν πιστεύεις ότι αν ήταν εκεί θα σταματούσαν να επιτίθενται το ένα το άλλο; Αν είχαν λίγο χώρο; Αν ένιωθαν να ανήκουν κάπου;». To «Μotorcycle Βoy» κοιτάει θλιμμένα το ενυδρείο και στιγμιαία μοιάζει να κοιτιέται σ' έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Αλλοιωμένα ζυγωματικά, πρησμένα μάτια, παραποιημένα κόκκαλα. Στη διάσημη σκηνή του «Αταίριαστου», το όμορφο πρόσωπο του 27χρονου τότε Μίκι Ρουρκ έχει, για δευτερόλεπτα, αποκαλύψει τις ουλές του. Αυτές που κουβαλάει από σκηνή σε σκηνή, αυτές που περιφέρει από ταινία σε ταινία, αλλά που όλοι επέμεναν να μεταφράζουν ως αλήτικη φιλμική γοητεία. Τον χαζεύαμε επί χρόνια με την περιέργεια του αστού που βρίσκει μια ασφαλή κλειδαρότρυπα στο περιθώριο. Πολύ πριν μας το αποδείξει με γιάπικους, soft core ερωτισμούς, είχαμε ήδη καταχωρήσει τη ζωώδη του ένταση ως σέξι. Είχαμε μπερδέψει τη σκοτεινιά του με απόμακρη γοητεία. Την αβάσταχτη μελαγχολία του ως μέρος της υπνωτικής του περσόνας. Κι εκείνος πόζαρε στο κινηματογραφικό μας ενυδρείο, καπνίζοντας μανιωδώς τα κόκκινα Marlboro του, άλλοτε μασκαρεύοντας την οργή του με ωμό ταλέντο κι άλλοτε χαμογελώντας μ αυτό το βουβό του, ανεξιχνίαστο μειδίαμα.

Μέχρι τη στιγμή που απαίτησε να αποδείξει ότι δεν είναι εξωτικό κατοικίδιο. Αρχισε να χτυπάει το πρόσωπό του στο πάτο της γυάλας συνθλίβοντας κόκκαλα, παραποιώντας ζυγωματικά μέχρι που, αυτό που έβλεπε ο ίδιος ανέκαθεν στον καθρέφτη του, το έδειξε και σ' εμάς: τον μικρό Φίλιπ Αντρέ Ρουρκ που γεννήθηκε στο βίαιο γκέτο της Λίμπερτι Σίτι στη Φλόριντα και μεγάλωσε μ έναν πατριό που έκανε το γιο του άντρα σαπίζοντάς τον στο ξύλο. Το σώμα του ήταν τρόπος έκφρασης, εργαλείο. Επαιξε σε μαθητικές ομάδες μπέιζμπολ, μεταγράφηκε στα επαγγελματικά ρινγκ ως έφηβος πρωταθλητής μποξέρ, τραυματίστηκε, αποσύρθηκε, βρέθηκε από τύχη στο Actors Studio και μετά μπροστά από μία κινηματογραφική κλακέτα. Αγάπησε τη δουλειά, σιχάθηκε την πιάτσα, δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό του. Και τα διέλυσε όλα. Γροθιές, αυτοκαταστροφή, συλλήψεις, συζυγική κακοποίηση, διασυνδέσεις με τη μαφία, ποτά, ναρκωτικά, ξεφτίλα - ο ήχος της καριέρας του στον σκουπιδοφάγο. Και από «Δαιμονισμένος Αγγελος», μετατράπηκε σε έκπτωτο. Από ακαταμάχητο γκομενιάρη της «Diner» αντροπαρέας σε μεσήλικα καραγκιόζη με σιλικονάτα χείλια. Από την απόλυτη ερωτική φαντασίωση των «9 Εβδομάδων», στον βίαιο εφιάλτη κάθε γυναίκας. Από το ηλεκτρισμένο πλάσμα που με μία σκηνή εμπρησμού στην «Εξαψη» έβαλε φωτιά στο σελιλόιντ, σε κάποιον που απέρριψε ρόλους στα «Πλατούν», «Ανθρωπο Της Βροχής», «Ρulp Fiction». Ενα χαμένο κορμί. Ενα φρικιό που περιέφερε το κακοποιημένο πρόσωπο του σε στριπτιζάδικα και στις άθλιες με κόκκο φωτογραφίες των κιτρινοφυλλάδων. Ενας τεράστιος μαλάκας αγκαλιά μ ένα μικροσκοπικό Τσιουάουα. Κι εμείς, με τη σειρά μας, τον χαζέψαμε λίγο ακόμα. Με τη μακάβρια περιέργεια του οδηγού που κοιτάει ένα αυτοκινητικό δυστύχημα. Με την ηδονική εκδικητικότητα του θαυμαστή που δεν συγχωρεί τα είδωλά του όταν ξεπέφτουν. Με την σαδιστική απαξίωση του δημοσιογράφου που πληκτρολογεί το επίθετο «ξοφλημένος». Μέχρι που τον ξεχάσαμε. Εντελώς.

Μια δεύτερη ευκαιρία
Αύγουστος, 2008. Ο Ντάρεν Αρονόφσκι φεύγει με το Χρυσό Λιοντάρι από το Φεστιβάλ Βενετίας για την ταινία του «Τhe Wrestler». Πρωταγωνιστής, ο 52χρονος Μίκι Ρουρκ. Οι κριτικοί που καλύπτουν το φεστιβάλ δεν εκθειάζουν απλώς την ερμηνεία του. Σημαίνουν συναγερμό. «Ο Μίκι Ρουρκ θα σας ραγίσει την καρδιά». «Ο Ρουρκ έχει σίγουρη την υποψηφιότητα για το Οσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου». «Μίκι Ρουρκ: ο νέος Μάρλον Μπράντο;».

Μακριά μουλιασμένα στο οξυζενέ μαλλιά. Γραμμωμένο επιφανειακά σώμα, που όμως έχει καταντήσει κέλυφος από τους χρόνιους τραυματισμούς. Στραπατσαρισμένο, γερασμένο, τρομαχτικό πρόσωπο. Αυτός είναι ο Ράντι «Ο Μπουλντόζας» Ρόμπινσον. Στη δεκαετία του 80 ήταν πρωτοκλασάτος παλαιστής στα ρινγκ της Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν. Σήμερα είναι ένας ξοφλημένος μεσήλικας που περιφέρει το πρησμένο από αναβολικά κορμί του σε πανηγύρια, σχολικά γυμναστήρια και δημοτικές εκδηλώσεις. Εζησε τα νιάτα του γρήγορα κι έκαψε την τύχη και τη ζωή του. Σήμερα δε θέλει να τον ξέρει κανείς. Ούτε το παιδί του. Μέχρι που του παρουσιάζεται μία ευκαιρία για μία τελευταία αναλαμπή.

Δεν χρειάζεται κανείς να το πει δυνατά. Ο Ρουρκ έχει κι εκείνος μία τελευταία ευκαιρία, βρίσκοντας έναν ρόλο-καθαρτήριο. «Οταν κάποτε

ήσουν κάποιος, και τώρα πια έχεις ξεπέσει, ζεις συνεχώς σε μία κατάσταση ντροπής» εξομολογείται. «Δε θέλεις να βγεις από το σπίτι σου. Φοβάσαι να πας ακόμα και στο σούπερ μάρκετ, γιατί πάντα θα βρεθεί ένας παπαράτσι να φλασάρει την κατάντια σου σε πρωτοσέλιδα, ή ένας τυχαίος άνθρωπος στην ουρά να σε ρωτήσει, συνήθως με μία γκριμάτσα φρίκης: εσύ δεν ήσουν κάποτε «κάποιος»; Ναι, εγώ ήμουν κάποτε κάποιος. Ημουν ένας μεγάλος μαλάκας. Κανείς άλλος δεν έφταιγε. Μόνο εγώ. Ενώ τα είχα όλα, τα γάμησα όλα. Είχα ταλέντο, αλλά προτιμούσα να παραμείνω κωλόπαιδο. Ενας νταής του δρόμου που δε θα ανεχόταν κανένα Σύστημα, καμία δουλειά, καμία πιάτσα να τον αναμορφώσει. Ημουν εκατομμυριούχος και απαξιούσα να μάθω το όνομα του ατζέντη ή του λογιστή μου. Ξόδεψα τη ζωή μου ένα βράδυ τη φορά. Εχασα τα πάντα: το σπίτι μου, τη γυναίκα μου, την αξιοπιστία μου, την καριέρα μου. Εχασα ακόμα και τους μαλάκες της κουστωδίας μου, τα κοράκια που μένουν μέχρι το τέλος για να σε απομυζήσουν. Σήμερα μετανιώνω για όλα. Δεν έχω να θυμάμαι τίποτα για το οποίο δεν ντρέπομαι».

Νοκ - Αουτ
Στις τελευταίες του συνεντεύξεις, πριν αποσυρθεί στα τέλη της δεκαετίας του 80, ο Ρουρκ εξαπέλυε κατηγόριες για τα «γαμημένα politics του Χόλιγουντ». Αποφάσισε ότι η ηθοποιία δεν είναι «αντρική δουλειά» και επέστρεψε σε κάτι που είχε από μικρός καταφύγιο: το σώμα του. Παρά την προχωρημένη του ηλικία αποφάσισε να κυνηγήσει το παιδικό του όνειρο, το μποξ. Εφτυσε την ταυτότητα του «Μίκι Ρουρκ» και ονόμασε τον εαυτό του «Εl Μarielito». Τέσσερα χρόνια, 12 αγώνες, 10 νοκ άουτ νίκες και 2 ισοπαλίες. Τραυματισμοί που σχεδόν τον άφησαν παράλυτο, συντριπτικά κατάγματα στο πρόσωπο που τον έκαναν αγνώριστο, αναρίθμητα χτυπήματα στο κεφάλι που παραλίγο να τον αφήσουν φυτό. «Κι όμως το μποξ ήταν η σωτηρία μου» ισχυρίζεται ο ίδιος. «Ημουν έτοιμος να αυτοκαταστραφώ, και μου επέβαλε μέτρο. Ο Φρέντι Ρόουτς, ο προπονητής μου (σ.σ. προπονητής του πρωταθλητή κόσμου Οσκαρ Ντε Λα Χόγια), μου έκοψε τον τσαμπουκά. Την πρώτη φορά που δεν εμφανίστηκα στην προπόνηση γιατί αλήτευα το προηγούμενο βράδυ, σηκώθηκε και έφυγε. Επρεπε να τον κυνηγήσω, να πέσω στα πόδια του και να κλαίω σαν μωρό παιδί για να με πάρει πίσω. Από εκείνη την μέρα στρώθηκα, πειθάρχησα, δούλεψα σα σκυλί. Και βρήκα τον εαυτό μου. Πριν ήμουν «ο κακόμοιρος αδικημένος από τη ζωή Μίκι» - οργισμένος, επιθετικός, τρομαχτικός. Βαρούσα γροθιές σε ό,τι και όποιον έβρισκα μπροστά μου, προσπαθώντας να πετύχω τα φαντάσματα μου. Τώρα ήμουν μέσα στο ρινγκ, άκουγα το καμπανάκι, συγκεντρωνόμουν στο στόχο μου. Χτυπούσα έναν αθλητή 15 χρόνια νεότερό μου και στην ουσία χτυπούσα εμένα. Τα όριά μου, τις αντοχές μου. Φοβόμουν, τα έκανα πάνω μου πριν από κάθε αγώνα. Στον τελευταίο μου αγώνα τις έτρωγα για τα καλά. Και υπήρξε μία στιγμή που αυτό το παιδαρέλι με πέταξε στα σχοινιά που πραγματικά σκέφτηκα «Τι γαμημένη δουλειά έχω εγώ εδώ πέρα; Πώς κατάντησα έτσι;». Δεν έχασα όμως. Δεν έχασα κανέναν αγώνα. Απλά... γέρασα. Ο γιατρός μου είπε ότι λίγο ακόμα και τα χτυπήματα στο κεφάλι θα με άφηναν φυτό. Και τότε σταμάτησα».

Η δεύτερη αποτυχημένη απόπειρα καριέρας τον έσπρωξε στην αυτοκτονία. Αναγνώρισε τα σημάδια και ζήτησε βοήθεια. «Ή θα έκανα κάτι ή θα τίναζα τα μυαλά μου στον αέρα». Βρήκε έναν ψυχαναλυτή στο Λος Αντζελες - στον οποίο αναφέρεται συχνά στις συνεντεύξεις του ως «Στιβ»- και άρχισε να πηγαίνει τρεις φορές την εβδομάδα. «Δεν είχα χρήματα, αλλά με ανέλαβε. Μου είπε ότι πιστεύει σε μένα. Εβαλα τα κλάματα. Κανείς ποτέ δεν πίστεψε σε μένα. Του λέω: Τους έχω χάσει όλους. Τους έδιωξα. Επεσα πολύ χαμηλά. Και μου απάντησε: Κανείς τους δεν ξέρει όμως να σηκώνεται, όπως προσπαθείς εσύ. Είπα στον εαυτό μου ότι δε θα τη γαμούσα αυτή την ευκαιρία. Αν γαμούσα αυτή την ευκαιρία, να έπεφτα καλύτερα από το γαμημένο μπαλκόνι. Πάλεψα πολύ. Είχα πολύ μεγάλη οργή μέσα μου από μικρό παιδί. Αλλά δεν ήταν θυμός, ήταν πόνος. Πόνος και ντροπή. Οταν διάβασα τον ρόλο του Μαρβ στην Αμαρτωλή Πόλη θυμήθηκα εκείνα τα πρώτα χρόνια ψυχοθεραπείας. Ημουν μόνος, παρατημένος απ όλους στο άδειο μου σπίτι και όταν κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη έβλεπα αυτό το ανεξέλεγκτο τέρας που έβλεπε κι εκείνος. Εμπαινα σ' ένα εστιατόριο και όλοι γύρω μου ψιθύριζαν. Επρεπε όμως να αλλάξω. Για να ζήσω. Αλλιώς θα πέθαινα. Και δεν ήθελα να πεθάνω τόσο δυστυχισμένος. Σήμερα δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Δεν ξεγελιέμαι όμως: ο μικρός Μίκι που κρατάει το τσεκούρι και απειλεί να τα σπάσει όλα είναι ακόμα μέσα μου. Και καιροφυλαχτεί. Η δική μου δουλειά είναι να τον κρατάω κρυμμένο».

Μια επιστροφή δεν είναι ποτέ αρκετή
Η «Αμαρτωλή Πόλη» ήταν σε κάθε περίπτωση μια επιστροφή. Ανάμεσα στις πιο επιτυχημένες που αποπειράθηκε ο Μικι Ρουρκ από τα τέλη της δεκαετίας του 90. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα τον είχε ξαναεμπιστευτεί (μετά τον «Αταίριαστο») με τον «Βροχοποιό», ο Στίβ Μπουσέμι τον έβαλε να παίξει την τραβεστί στο «Αnimal Factory», ο Σον Πεν του έδωσε έναν μικρό ρόλο στο «Τhe Ρledge» και ο Σιλβέστερ Σταλόνε στο ριμέικ τού «Συλλάβετε Τον Κάρτερ». Ο Τέρενς Μάλικ τον εμπιστεύτηκε στη «Λεπτή Κόκκινη Γραμμή», άλλο αν οι σκηνές του κατέληξαν στο πάτωμα του μοντάζ. Ο Ροντρίγκεζ τον διάλεξε για το «Κάποτε Στο Μεξικό» και ο Τόνι Σκοτ τον φώναξε για το «Μan On Fire» και το «Domino». Για να παίξει στο τελευταίο αρνήθηκε μία ευκαιρία συνεργασίας στο «Revolver» του Γκάι Ρίτσι. Τίποτα όμως από όλα τα παραπάνω δεν προετοίμαζε τον θρίαμβο του «Τhe Wrestler». Και κανείς δεν πίστευε ότι ο Ρουρκ θα επιστρέψει σε πρωτοκλασάτους ρόλους, πετυχαίνοντας ένα ηχηρό και κυρίως κανονικό comeback. «Ο κόσμος καμιά φορά μου έλεγε κοίτα το παράδειγμα του Τραβόλτα. Και τους απαντούσα ότι εκείνος δεν είχε πάει στην κόλαση για 15 χρόνια. Δεν είχε βριστεί με όλους, δεν είχε κάψει τις επαφές του. Με εμένα υπάρχει πολιτικό παρασκήνιο. Κανείς δε θα με περίμενε με ανοιχτές αγκαλιές». Γι αυτό και ο Αρονόφσκι έπρεπε να δώσει μάχες για να τον επιβάλει στα στούντιο. Οι επενδυτές αποχωρούσαν με το που άκουγαν το όνομά του. Αναγκάστηκε να ξαναγράψει το σενάριο, να στήσει μία μικρότερη ταινία των 6 εκατομμυρίων δολαρίων. «Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: Μίκι δεν υπάρχει φράγκο. Δεν θα πληρωθείς. Αν όμως κάνεις την ταινία θα σου δώσω τον ρόλο της ζωής σου. Θα σε φτάσω μέχρι τα Οσκαρ. Μου το είχε πει από την πρώτη μέρα. Δεν τον πίστεψα τότε. Μετά από τη δουλειά της πρώτης βδομάδας τον πίστεψα. Βέβαια, μου έκοψε τον κώλο: Είσαι γνωστός μαλάκας. Εχεις υπάρξει δύσκολος. Είσαι όμως ηθοποιάρα. Μην τολμήσεις να με απογοητεύσεις. Μην τολμήσεις να μη με σεβαστείς. Μην τολμήσεις να αρχίσεις τα ίδια. Μου κουνούσε το δάχτυλο μπροστά από τη μύτη μου. Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να είχε πάθει αν έκανε κάτι τέτοιο πριν από 20 χρόνια». Και έτσι απλά - χωρίς εκρήξεις - συμφώνησε.

«Ο Μίκι έδωσε μία επώδυνα ειλικρινή ερμηνεία και δεν με παραξενεύει καθόλου που ο κόσμος αντιδρά τόσο μαγεμένος» δήλωνε με ενθουσιασμό ο ίδιος ο Αρονόφσκι την ώρα που παρελάμβανε τον Χρυσό Λέοντα. «Ολοι μας ξέραμε πόσο μεγάλο ταλέντο είναι. Απλώς κάποιος έπρεπε να πάρει το ρίσκο και να του επιτρέψει να μας το ξαναδείξει. Είμαι κυριολεκτικά περήφανος που ήμουν ο κατάλληλος σκηνοθέτης, στην κατάλληλη στιγμή».

Ενας φαν στην προσωπική του ιστοσελίδα έχει βάλει κάποιες σκηνές του «Τhe Wrestler» με μουσική υπόκρουση τη διασκευή του Τζόνι Κας στο «Ηurt». «Ι hurt myself today / to see if Ι still feel / Ι focus on the pain / the only thing thats real / what have Ι become? / my sweetest friend / you could have it all / my empire of dirt / Ι will let you down / Ι will make you hurt...» Σε αργή κίνηση ο Μίκι Ρουρκ, κάτω από το δέρμα του «Μπουλντόζα» παλεύει, πέφτει, σηκώνεται. Ολόκληρος ο φακός ένας παραμορφωτικός καθρέφτης. Αλλοιωμένα ζυγωματικά, πρησμένα μάτια, παραποιημένα κόκκαλα. Στιγμιαία, δραπετεύει το ίδιο θλιμμένο βλέμμα. Και στο μυαλό μας επιστρέφει ο «Αταίριαστος», κι ένας τοίχος γραμμένος με μπογιά: «Ο Motorcycle Boy Επέστρεψε».

Ο Μίκι Ρουρκ μιλάει για τους ρόλους της ζωής του

«Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ» (1980) του Μάικλ Τσιμίνο
«Είχα παραλύσει. Θα ήμουν στην ίδια ταινία με τον Κρις Γουόκεν! Δεν μπορούσα να πω τα λόγια μου. Εμφανίστηκε ο Τσιμίνο και άρχισε να με χτυπάει μ ένα καπέλο. Τι σκηνοθέτης! Μέσα στο πλατό ήταν σαν πύρινη μπάλα».

«Ο ΑΤΑΙΡΙΑΣΤΟΣ» (1983) του Φράνσις Φορντ Κόπολα
«Αυτοσχεδιάζαμε. Δεν υπήρχε χρόνος για τελειοποιημένο σενάριο, καθώς μόλις είχαν τελειώσει οι Outsiders και το γυρίσαμε στο καπάκι. Ο Φράνσις μάς έπαιζε τζαζ μουσική για να μας βάλει στο κλίμα και μετά έλεγε αυτοσχεδιάστε. Πρέπει να το είδαν 3 άνθρωποι στην Αμερική. Πάτωσε. Εγώ όμως αγαπούσα τον Φράνσις. Του το έλεγα και το πίστευα: Είναι η καλύτερή σου ταινία. Μετά από χρόνια πήγα στο Παρίσι. Και ανακάλυψα ότι οι Γάλλοι τη θεωρούν μία από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας».

«ΤΗΕ ΡΟΡΕ OF GREENWICH VΙLLΑGΕ» (1984) του Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ
«Τη θεωρώ την καλύτερη ταινία μου.Το να δουλεύω με τον Ερικ Ρόμπερτς ήταν η μεγαλύτερη τιμή. Αν δεν υπήρχαν politics στο Χόλιγουντ, ο Ερικ θα καθόταν στο θρόνο του καλύτερου ηθοποιού κι αυτοί που τώρα θεωρούνται σταρ δε θα ήταν άξιοι ούτε να του κρατάνε το πουλί για να κατουρήσει. Πληγώθηκα πολύ που δεν είχε επιτυχία. Μετά από χρόνια έγινε cult. Στο βίντεο».

«9 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ» (1986) του Εϊντριαν Λάιν
«Με πλησιάζει τις προάλλες ένα κορίτσι σ' ένα μπαρ. Είσαι αυτός ο τύπος από τις «9 Εβδομάδες»;» Ηταν Ρωσίδα. Πόσο χρονών είσαι; τη ρωτάω. Δεκαοχτώ μου λέει. Μπα... άσε καλύτερα. Δεν είμαι αυτός ο τύπος. Ξέρετε πόσοι με έχουν πλησιάσει με μια γαμημένη ατάκα για τις 9 Εβδομάδες; Φίλε, την έβαλα να μου παίρνει πίπα μέσα στο σινεμά βλέποντας την ταινία σου. Εγώ παιδιά δεν πηδήχτηκα ποτέ λόγω της ταινίας. Σιγά μην περίμενα να πασαλείψω τις γκόμενες με κεράσια για να πηδηχτώ! Σέβομαι τον Εϊντριαν Λάιν, αλλά σιχαίνομαι αυτή την ταινία. Ηθελαν όλοι να γίνω ο Μελ Γκίμπσον. Δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο».

«ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΈΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ» (1987) του Αλαν Πάρκερ
«Ηταν η εποχή που είχα ρίξει την καριέρα μου στη λεκάνη και είχα τραβήξει το καζανάκι. Θα μου έπαιρναν το σπίτι, όταν παρουσιάστηκε αυτός ο ρόλος. Και έλεγα: Α ωραία, δεν θα χάσω το σπίτι μου. Κρίμα που ο Αλαν Πάρκερ με πέτυχε εκείνη την εποχή. Με απεχθάνεται. Κι έχει δίκιο».

«ΒΑRFLΥ» (1987) του Μπάρμπετ Σρέντερ
«Ξεκίνησα στο Actors Studio. Ανάμεσα στον Ντε Νίρο, τον Πατσίνο, τον Γουόκεν, τον Καϊτέλ. Εψαχνα ρόλους που θα με αναστάτωναν. Κάτι σοκαριστικές ερμηνείες που έδινε ο Μοντγκόμερι Κλιφτ ή ο Μάρλον Μπράντο σε ταινίες που πάτωναν στα box office αλλά αποτελούσαν μελέτη στην υποκριτική. Αυτό ήταν για μένα το Barfly. Ενθουσιάστηκα που δούλεψα με τη Φέι. Κι ο Μπουκόφσκι καλός ήταν - για μέθυσος. Ο σκηνοθέτης ήταν αρχίδι. Ενα εγωιστικό αρχίδι».

«Η ΛΕΠΤΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΓΡΑΜΜΗ» (1998) του Τέρενς Μάλικ
«Ο Τέρενς Μάλικ είναι ευφυής. Δεν με νοιάζει που κόπηκε ο ρόλος μου. Οι δύο μέρες που δούλεψα μαζί του ήταν μεγάλο σχολείο».

«ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ»(2005) του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ
«Λατρεύω τον Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Θα τον ακολουθούσα παντού. Και γουστάρω το καουμπόικο καπέλο του. Οταν είδα την ταινία σκέφτηκα: είναι σαν να βλέπεις φιλμ νουάρ έχοντας πάρει κρακ».