Τέρενς Ντέϊβις: Heaven knows im miserable now

05.11.2008
Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος για τον οποίο ο Τέρενς Ντέϊβις δεν συγκαταλέγεται αυτόματα μέσα στους πέντε σημαντικότερους εν ζωή Βρετανούς σκηνοθέτες. Εκτός αν θεωρούνται σημαντικοί λόγοι ότι σιχαίνεται την ποπ μουσική, θεωρεί αδύνατον να κινηματογραφήσει πόδια σε οποιαδήποτε μορφή, είναι δηλωμένος γκέΪ και, για τα τελευταία οκτώ χρόνια, δεν υπήρξε κανείς που να θέλει να του δώσει χρήματα για να κάνει ταινία.

Κείμενο - Συνέντευξη: Μανώλης Κρανάκης

Πώς προέκυψε η ιδέα για το «Οf Time And The City»;

Εντελώς τυχαία. Ο Σολ Παπαδόπουλος, ένας πάλαι πότε φωτογράφος (σ.ς τώρα σκηνοθέτης και παραγωγός) είχε τραβήξει μερικές υπέροχες φωτογραφίες της μητέρας μου. Με πήρε στο τηλέφωνο και μου θύμισε ποιος ήταν. Πώς θα μπορούσα, άλλωστε, να ξεχάσω ένα τέτοιο όνομα; Μου είπε ότι είναι παραγωγός σε ένα πρότζεκτ που θα αφορούσε τρεις ταινίες για το Λίβερπουλ και μου πρότεινε να κάνω μια ταινία fiction. Εγώ του είπα ότι προτιμώ να κάνω ένα ντοκιμαντέρ. Δεν ξέρω αν έχετε δει το ντοκιμαντέρ του Χάμφρεϊ Τζένκινς «Listen To Βritain». Διαρκεί μόλις 20 λεπτά αλλά συλλαμβάνει όλο το άρωμα και την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης χώρας. Αυτό ήθελα να κάνω για το Λίβερπουλ. Οταν συμφώνησα, τρόμαξα. Δεν είμαι ντοκιμαντερίστας. Μια μέρα επέστρεφα στο σπίτι... και θυμήθηκα πως το σημαντικότερο πράγμα που συνέβη στο Λίβερπουλ ήταν πως, στα τέλη της δεκαετίας του 50, χτίστηκαν σπίτια για όλους. Κάτι σαν μια νέα Ιερουσαλήμ. Ηταν απαίσιο. Ξαφνικά μετακομίσαμε. Δεν ήξερα από πού είχε προκύψει αυτό, αλλά ήξερα πως αν μπορούσα να έχω το τραγούδι της Πέγκι Λι «Τhe Folks Who Live On The Ηill» να παίζει πίσω από τις εικόνες αυτής της μαζικής μετακόμισης, θα δούλευε. Οταν ξαναπήρε ο Σολ το ήξερα πως θα το έκανα.

Ναι, αλλά η ταινία δεν είναι αμιγώς ντοκιμαντέρ. Μοιάζει περισσότερο με ένα προσωπικό ημερολόγιο, έναν φόρο τιμής στο Λίβερπουλ.

Είπα στον μοντέρ να το κόψει σαν να ήταν fiction. Ενώ γνώριζα από την αρχή πώς θα έπρεπε να είναι η αρχιτεκτονική της ταινίας είδαμε πολύ υλικό και αναρωτήθηκα «Θεέ μου, από πού κατάγομαι;». Βλέπαμε υλικό πενήντα χρόνων που ήταν εκπληκτικό. Εχω εμμονή με το θέμα του χρόνου και της μνήμης. Πιστεύω πως οι μεγαλύτεροι ποιητές αυτό ακριβώς προσπάθησαν να συλλάβουν. Οπως ο αγαπημένος μου Τ.Σ. Ελιοτ στα «Τέσσερα Κουαρτέτα». Ουσιαστικά η ταινία κινήθηκε από αυτή τη δύναμη της μνήμης, τη σχετικότητα της. Οταν γυρνάς πίσω, θυμάσαι την ένταση της στιγμής και όχι το ίδιο το γεγονός.

Υπάρχει κάποια τεχνική στο να μπορείς να επιστρέφεις στις μνήμες σου με τόση καθαρότητα όπως φαίνεται στην ταινία;

Ναι, υπάρχει. Πρέπει να είσαι νευρωτικός (γελάει). Πολλοί μου λένε ότι είμαι θαμπωμένος από το παρελθόν μου. Και αυτό είναι αλήθεια. Γιατί μπορεί να μην θυμάμαι γεγονότα αλλά θυμάμαι συναισθήματα, αρώματα, την ατμόσφαιρα. Οταν είσαι ειλικρινής, είτε αυτό είναι οι δικές σου μνήμες ή των άλλων, οι άνθρωποι μπορεί να μην ταυτίζονται με τις δικές σου μνήμες αλλά αναγνωρίζουν την αλήθεια σου. Από όλα τα μέσα το σινεμά είναι το πιο συναισθηματικό. Τα ανθρώπινα όντα ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια μυρωδιά... Και το να είσαι νευρωτικός βοηθάει, είναι αλήθεια.

Ηταν επώδυνη η διαδικασία της επιστροφής σε μνήμες και γεγονότα που δεν ήταν τελικά τόσο μαγικά όσο τα είχατε φανταστεί;

Δεν μπορείς να αναπαράγεις τη μνήμη. Αν επιστρέψεις πίσω, το έχεις σκοτώσει. Πρέπει να θυμάσαι πώς έμοιαζε όταν το ένιωσες πρώτη φορά ως παιδί. Αυτή είναι η αλήθεια. Μπορεί να μην είναι η κυριολεκτική αλήθεια, αλλά είναι η συναισθηματική αλήθεια. Κάποιος μου έστειλε κάποτε μια φωτογραφία από τον δρόμο που μεγάλωσα και έμοιαζε τόσο γκρίζος και συνηθισμένος. Αλλά δεν είχε σημασία, γιατί στο μυαλό μου ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε κάτι διαφορετικό.

Πώς ήταν το Λίβερπουλ όταν επιστρέψατε για να γυρίσετε την ταινία;

Ηταν μια απαίσια εμπειρία. Γιατί η παλιά μου γειτονιά ήταν τελείως διαφορετική. Υπήρχαν οκτώ σινεμά σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μου και τώρα έχει μείνει μόνο ένα. Εκεί που μεγάλωσα είναι τώρα τόπος διακίνησης ναρκωτικών. Αυτό ήταν ασύλληπτο τότε. Επαιρναν ναρκωτικά στην Αμερική αλλά όχι στην Αγγλία. Μόνο κανένα χάπι, κι αυτό ήταν όλο. Υπάρχει ένα καινούριο στυλ, το οποίο είναι καλό γιατί συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα σε καλά εστιατόρια. Στην εποχή μου το μόνο εξωτικό πράγματα ήταν το ρούμι και η μέντα. Αν είχες λεφτά να τα αγοράσεις, βέβαια.

Αρα παραδέχεστε ότι κάποιες αλλαγές έγιναν προς το καλύτερο;

Φυσικά. Και τα πράγματα πρέπει να αλλάζουν. Αλλά στην πραγματικότητα είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που σιχαίνονται τις αλλαγές. Θέλω τα πράγματα να μένουν όπως είναι. Είναι παράλογο, αλλά ένα μέρος του εαυτού μου αντιδρά στις αλλαγές.

Είναι λίγο περίεργο που κάνατε μια ταινία για το Λίβερπουλ, χωρίς να υπάρχουν μέσα οι Beatles. Αν το Λίβερπουλ είναι γνωστό για ένα λόγο αυτός είναι τα «Σκαθάρια» και η μουσική τους.

Οχι μόνο δεν είχαμε τα χρήματα για τα δικαιώματα κάποιου τραγουδιού των Beatles, αλλά ταυτόχρονα σιχαίνομαι την ποπ μουσική. Ειδικά τη βρετανική. Είμαι έτοιμος να πεθάνω μετά από δύο λεπτά. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι Beatles. «Μoney Cant Buy Me Love». Τι μεγάλη ανακάλυψη... Νομίζω πως οι Beatles ήταν πιο βαρετοί ακόμη και από τη μουσική τους. Προτιμώ τον Κόουλ Πόρτερ. Κανείς δεν μπορεί να γράψει ένα τραγούδι όπως αυτός. Αλλά η ποπ μουσική δεν απευθύνεται σε μένα. Μετά την εμφάνιση του Ελβις Πρίσλεϊ και των Beatles, το ενδιαφέρον μου χάθηκε. Θυμάμαι που μια από τις αδερφές μου με είχε πάει να δω το «Jailhouse Rock». Ντρεπόμουν τόσο πολύ. Σκεφτόμουν «δεν δείχνει πολύ γελοίος;». Και αυτή η απαίσια φωνή.

Χρησιμοποιήσατε όμως το τραγούδι της Πέγκι Λι...

Ολοι μου είπαν ότι είναι πολύ συναισθηματικό. Αλλά δεν με ένοιαζε. Το υπέροχο με κάτι συναισθηματικό είναι ότι μπορεί να μεταφερθεί εύκολα στους άλλους. Μπορεί να πει κανείς πως το «Μeet Me In St. Louis» του Βινσέντε Μινέλι είναι τρομερά συναισθηματικό, αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι τόσο πρωτόγονο. Ενα παραμύθι. Ολοι θέλουμε κάτι τέλειο. Απεγνωσμένα. Αυτό το τραγούδι ξεκινάει από τη νεαρή ηλικία μέχρι το τέλος. Τα μεγάλα τραγούδια ακόμη και αν είναι συναισθηματικά κρύβουν μια αλήθεια. Και επίσης λατρεύω την Πέγκι Λι.

Λειτούργησε αυτή η ταινία κάπως θεραπευτικά για σας;

Οχι. Η πραγματική κάθαρση είναι να παραδεχτείς αυτά που έχουν χαθεί για πάντα. Αλλά λυπάμαι, γιατί θυμάμαι πόσο ευτυχισμένος ήμουν. Μόνο για τέσσερα χρόνια - από τα επτά μέχρι τα έντεκα μου χρόνια. Ημουν εκστατικά χαρούμενος και όλα έμοιαζαν μαγικά. Ημουν άρρωστα ευτυχισμένος.

Μετά τι συνέβη;

Στα 11 μου χρόνια συνειδητοποίησα ότι είμαι γκέι. Και όντας Καθολικός, αυτό κατέστρεψε τη ζωή μου. Αποφάσισα ότι θα μείνω ανέραστος. Η παιδική μου ηλικία τέλειωσε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Αυτό που ήθελα σε όλη μου τη ζωή ήταν να είμαι συνηθισμένος και κανονικός, με ένα αμάξι, δύο - δυόμισι παιδιά και ένα σκύλο με το όνομα Ρόβερ. Συνέβη ένα καλοκαίρι μετά το τέλος του δημοτικού. Μια μέρα, πέρασα μπροστά από μια ομάδα οικοδόμων. Ηταν καυτοί με τα τζιν τους. Σκέφτηκα ότι «δεν μπορώ να κοιτάω έναν άλλο άντρα με αυτό τον τρόπο». Ηταν απαίσιο. Δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Νομίζω πως όλοι έχουν το κλειδί για τη ζωή εκτός από μένα. Προέρχομαι από μια μεγάλη εργατική οικογένεια και όλοι ήταν ετεροφυλόφιλοι. Προσευχόμουν μέχρι που μάτωναν τα γόνατα μου. Κάθε φορά που προσευχόμουν, ο Θεός ήταν κάπου έξω... μάλλον στο Gap για ψώνια, ο μπάσταρδος! Από τα 11 μέχρι τα 22 πάλεψα πολύ. Εκτός από το ότι ήμουν Καθολικός, η ομοφυλοφιλία ήταν τότε απαγορευμένη - μέχρι το 1967. Μπορούσες να πας φυλακή. Οταν έχεις αφιερώσει τη ζωή σου σε μια θρησκεία και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι όλα είναι ένα ψέμα, σε διακατέχει ένα τεράστιο κενό. Πώς το γεμίζεις; Το γέμισα με ποίηση, μουσική, μυθιστορήματα, θέατρο, ταινίες αλλά το κενό είναι εκεί. Υπάρχει ένα κομμάτι μου που πιστεύει πως ο Θεός ξέρει καλύτερα, αλλά φυσικά δεν ξέρει γιατί είναι Αγγλος και άρα ηλίθιος!

Οπότε δεν ξανανιώσατε ευτυχισμένος μετά τα 17;

Οχι ποτέ. Υπήρξαν στιγμές ευχαρίστησης και στιγμές πραγματικής έκστασης. Μου τις πρόσφερε η τέχνη, οι άνθρωποι που αγαπώ και οι άνθρωποι που με αγαπάνε. Αλλά ευτυχισμένος δεν ήμουν ποτέ όπως ήμουν ανάμεσα στα 7 και τα 11. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο ωραία ήταν. Να ανακαλύπτεις τον κόσμο καθημερινά - καλύτερα και από το σεξ!

Αυτή η ταινία σηματοδοτεί και το τέλος μιας μεγάλης απουσίας σας από το σινεμά. Γιατί πιστεύετε ότι ήταν τόσο δύσκολο να βρείτε χρηματοδότες όλα αυτά τα χρόνια;

Γιατί στην Αγγλία δεν υπάρχει κινηματογραφική κουλτούρα. Προσπαθούμε να μιμηθούμε το Χόλιγουντ. Οι περισσότεροι εικοσιπεντάρηδες νομίζουν ότι το σινεμά ξεκίνησε με τον Ταραντίνο. Το ποσοστό της άγνοιας είναι σοκαριστικό στην Αγγλία. Οποιοσδήποτε ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω, τον θεωρούν ελιτιστή. Μοιάζει σαν την εποχή μετά τον εμφύλιο, όπου υπήρχε μια περίοδος πριν τον ερχομό της μοναρχίας όπου επικρατούσε η θρησκεία και η πολιτική ορθότητα. Αν δεν πήγαινες με το ρεύμα των συντηρητικών, η ζωή σου ήταν αυτόματα μίζερη και μπορούσες να πεθάνεις. Τώρα υπάρχει η νέα ορθοδοξία. Το μόνο πράγμα στο οποίο είμαστε ευφυείς στην Αγγλία είναι η ηλιθιότητα.

Βρίσκετε κάτι ενδιαφέρον στο σινεμά σήμερα;

Δεν πηγαίνω πολύ σινεμά. Οταν ξέρεις τι σκηνή θα ακολουθήσει, δεν υπάρχει πια ενδιαφέρον. Ακούς ένα τηλέφωνο και ξέρεις ότι το επόμενο πλάνο θα είναι το τηλέφωνο. Γιατί δεν μπορεί να είναι ένας ελέφαντας; Και το τηλέφωνο να συνεχίσει να χτυπάει. Και ο ελέφαντας να απαντήσει... Συνεχίζω να βλέπω παλιά μιούζικαλ και βρετανικές κωμωδίες της δεκαετίας του40 και του 50. Υπάρχουν μόνο δύο καινούργια φιλμ που θεωρώ υπέροχα. Το «Laissez- Ρasser» του Μπέρναρντ Ταβερνιέ και τα «Χρόνια Της Αθωότητας» του Μάρτιν Σκορσέζε. Αλλά τίποτα άλλο ενδιάμεσα. Τις περισσότερες φορές σκέφτομαι: «90 λεπτά; Η ζωή είναι τόσο μικρή και εγώ ακόμη πιο μικρός!».

Ναι, αλλά και η δική σας κινηματογραφική διασκευή της Ιντιθ Γουόρτον με το «Ηouse Of Μirth» ήταν μια υπέροχη ταινία.

Μπορώ να σε υιοθετήσω; Δεν με νοιάζει για την οικογένεια σου (γελάει). Δεν θα μπορούσα ποτέ να συγκριθώ με τον Σκορσέζε. Η δική του ταινία είναι ένα αριστούργημα. Είμαι περήφανος για το «Ηouse Of Μirth» αλλά θα ήθελα να έχω λίγα περισσότερα χρήματα... Αυτοί οι χαρακτήρες ήταν τόσο πλούσιοι και εγώ δεν μπορούσα να το δείξω.

Ηταν ευκολότερο να βρείτε χρήματα γι αυτή την ταινία;

Οχι βέβαια. Στην Αγγλία, όχι. Πρέπει να έχεις εννιά διαφορετικούς παραγωγούς για να μπορέσεις να κάνεις μια ταινία όπως πρέπει. Δεν είμαι μεγάλο όνομα και άρα δεν μπορώ να απαιτήσω μεγάλα ποσά. Ο μόνος τρόπος είναι να μετακομίσεις στην Αμερική. Αλλά αν έκανα ποτέ μια ταινία δράσης στο Χόλιγουντ θα ήταν σίγουρα δυό αυτοκίνητα που τρέχουν πολύ αργά!

Σκεφτήκατε ποτέ να εγκαταλείψετε την Αγγλία;

Οχι. Θα ήθελα να πάω στη Γερμανία αλλά δεν ξέρω τη γλώσσα. Μια φορά βρέθηκα σε ένα ταξί και, αντί να ζητήσω απόδειξη, ζήτησα συνταγή!

Ακούγεται ότι ετοιμάζετε μια νέα ταινία...

Ναι, μια ρομαντική κομεντί με happy end. Το πιστεύετε; Αυτή η ταινία είναι ο αποχαιρετισμός μου. Οταν λείπεις για εφτά χρόνια, αλλάζεις. Γίνεσαι πιο κυνικός. Στο τέλος της μέρας όλοι καταλήγουν στη λεκάνη της τουαλέτας.

Οι ταινίες του Τέρενς Ντέιβις δεν είναι ευχάριστες.

Οταν δεν είναι ασπρόμαυρες, είναι έγχρωμες. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις το πραγματικό τους χρώμα είναι αυτό που μένει όταν προσπαθήσεις να αποτυπώσεις κάτι που αφορά περισσότερο τις αισθήσεις παρά την πραγματικότητα.

Οι ήρωες του είναι σιωπηλοί, καίγονται από την επιθυμία που δεν θα καταφέρουν ποτέ να εκφράσουν. Μόνοι ανάμεσα σε ένα «αγριεμένο» πλήθος, ζουν ξανά και ξανά την παιδική τους ηλικία. Γνήσια αναρχικοί αντιστέκονται στον χρόνο, τον Θεό, σε μια ολόκληρη κοινωνία για να ανακηρυχθούν στους μεγάλους ηττημένους της αδυσώπητης μάχης που λέγεται απλά ενηλικίωση.

Οι ταινίες του Τέρενς Ντέιβις είναι λίγες. Μόλις πέντε (συν τρεις μικρού μήκους) από το 1976 μέχρι σήμερα. Και όλες τους διαθέτουν την σπαρακτική εκείνη ανάγκη του δημιουργού τους να παραμείνει οργισμένος, βαθιά απογοητευμένος, νοσταλγικός, ακόμη και πεισματικά μίζερος, την ίδια στιγμή που η βιομηχανία στην οποία ανήκει έχει εναποθέσει από καιρό τις ελπίδες της σε feel good κωμωδίες για μαζική κατανάλωση. Και, κυρίως, δεν μοιάζουν με τίποτα. Ούτε με τον κοινωνικό ρεαλισμό του Κεν Λόουτς ούτε με τα νατουραλιστικά δράματα του Μάικ Λι. Με κάποιον τρόπο θυμίζουν περισσότερο τα τραγούδια των Smiths και ένα εκρηκτικό συνδυασμό ενός πανκ νεορομαντικού μιούζικαλ.

Το σινεμά του Τέρενς Ντέιβις αποτελεί από μόνο του ένα ολόκληρο είδος. Συμμετρικό, θεατρογενές, οπερατικό και βαθιά μελαγχολικό είναι τελικά ένα σινεμά επώδυνο και γι αυτό αληθινό. Δομημένο πάνω στη λογική της μνήμης, του χρόνου που περνάει και της απαγορευμένης επιθυμίας, το σινεμά του Ντέιβις είναι τελικά ο ίδιος ο δημιουργός του. Ενας ευφυής, αντισυμβατικός, φλεγματικός και εξαιρετικά διαβασμένος Βρετανός που ομολογεί πως από τα έντεκα του χρόνια και μετά δεν υπήρξε ποτέ ευτυχισμένος, πως η ομοφυλοφιλία του δεν υπήρξε ποτέ πηγή χαράς, πως οι ταινίες γι αυτόν δεν είναι μια μορφή θεραπείας και πως στο τέλος της ημέρας δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να αξίζει να πεθάνεις.

Οκτώ χρόνια μετά τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του με τη διασκευή του «Ηouse Of Μirth» της Ιντιθ Γουόρτον, ο Ντέιβις -στα 63 του χρόνια- έμοιαζε προ πολλού ξεχασμένος. Ενα καλά κρυμμένο μυστικό για όσους πιστεύουν πως το «Distant Voices, Still Lives» του 1991 είναι μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Μία αφανής αλλά ξεχωριστή περίπτωση δημιουργού που δεν έχει θέση στις κρατικές χρηματοδοτήσεις και που, για να επιστρέψει στο προσκήνιο, έπρεπε να επιστρέψει εκεί ακριβώς που ξεκίνησε. Στο Λίβερπουλ.

Οταν τον συνάντησα, σε έναν κήπο των Καννών, η πρεμιέρα της καινούργιας του ταινίας με τίτλο «Οf Time And The City» (θα προβληθεί στο πλαίσιο αφιερώματος του Ντέιβις στο 49ο Διεθνές Φεστιβαλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης) ήταν ήδη ένα από τα γεγονότα του φετινού φεστιβάλ. Ενας γλυκόπικρος φόρος τιμής στην γκρίζα εργατούπολη, φτιαγμένος ταυτόχρονα με νοσταλγία και απέχθεια. Ποτισμένος από τα ποιήματα του Ελιοτ, τα τραγούδια της Πέγκι Λι και εκείνη την αίσθηση πως - ευτυχώς- υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μπορούν να μετατρέψουν ένα απλό οδοιπορικό σε μια συναισθηματική εμπειρία. Και το ομολογώ! Τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για έναν άνθρωπο τόσο αφοπλιστικό όσο και η συνέντευξη που ακολουθεί.

6 κομμάτια μέσα στο χρόνο

«Τhe Terence Davies Τrilogy» (1984)
Τα τρία πρώτα φιλμ του Ντέιβις ακολουθούν τον ήρωα Ρόμπερτ Τάκερ από την παιδική του ηλικία («Children» /1976), μέχρι τη σύγχυση του ανάμεσα στην καθολική του ανατροφή και την ομοφυλοφιλία του («Μadonna And Child» /1980) και τελικά τον θάνατο («Death And Τransfiguration» /1983). Η φιλοσοφία «ζωής» του Ντέιβις μέσα σε 90 πανέμορφα αλλά και επώδυνα ασπρόμαυρα λεπτά που επεξεργάζονται τη θεματική του «χαμένου χρόνου» και της ενοχής όπως σχεδόν κανείς δεν κατάφερε ποτέ.

«Distant Voices, Still Lives» (1988)
Βινιέτες μιας ολόκληρης ζωής σε άπταιστο έγχρωμο, η ταινία που χάρισε στον Ντέιβις το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών ανήκει δικαιωματικά σήμερα στις σημαντικότερες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Ενα παλίμψηστο (ή μήπως μιούζικαλ;) εικόνων, συναισθημάτων, ήχων και αρωμάτων που αναδομεί την έννοια της νοσταλγίας, ζωντανεύοντας μια ολόκληρη ζωή μέσα σε 85 λεπτά απόλυτης, ιδανικής και αρχιτεκτονικά αυστηρής ομορφιάς.

«Τhe Long Day Closes» (1992)
Ατυπο σίκουελ του «Distant Voices, Still Lives», η ταινία που ανάγκασε τους θεατές της πρεμιέρας στο φεστιβάλ των Καννών να χειροκροτούν όρθιοι τον Ντέιβις για δέκα ολόκληρα λεπτά παραμένει η πιο «αισιόδοξη» στιγμή του σκηνοθέτη. Ενα οδοιπορικό στη μοναχική ζωή ενός 10χρονου που μόλις έχει χάσει τον πατέρα του, βρίσκοντας καταφύγιο στο σινεμά. Σκηνή ανθολογίας το travelling που ξεκινάει από μια εκκλησία και καταλήγει στην αίθουσα ενός κινηματογράφου.

«Τhe Neon Βible» (1995)
Η πρώτη ταινία του Ντέιβις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και η πρώτη που βασίστηκε σε άλλη πηγή (το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζον Κένεντι Τουλ) παραμένει η ταινία που άφησε την πιο «άνοστη» γεύση στους θαυμαστές του, αν και υπήρξαν κριτικοί που ανακάλυψαν νότες από το απαράμιλλο στιλ του Ντέιβις. «Το The Neon Bible δεν λειτουργεί και φταίω εξ ολοκλήρου εγώ. Ηταν ένα μεταβατικό στάδιο. Θα μπορούσα να κάνω το House Of Mirth χωρίς αυτό».

«Ηouse Of Μirth» (2000)
Ο Τέρενς Ντέιβις διασκευάζει Ιντιθ Γουόρτον (για πολλούς καλύτερα και από τον Μάρτιν Σκορσέζε), ποντάρει στην εύθραυστη φιγούρα της Γκίλιαν Αντερσον (σε κόντρα ρόλο σε σχέση με την Σκάλι των «Χ-Files») και παραδίδει αυτό που μέχρι σήμερα παραμένει η μεγαλύτερη κριτική και εμπορική ταινία της καριέρας του. Ενα λυρικό και εκρηκτικό δράμα για χαμένες αγάπες, καταπιεσμένες επιθυμίες και την οριστική νίκη των συμβάσεων πάνω στο όνειρο.

«Οf Time And The City» (2008)
Η πρώτη ταινία του Ντέιβις μετά από οκτώ χρόνια μοιάζει φαινομενικά με ένα ντοκιμαντέρ για το μεταπολεμικό Λίβερπουλ φτιαγμένο από αρχειακό υλικό, κινηματογραφημένες σκηνές, τραγούδια και ντοκουμέντα μιας ολόκληρης εποχής. Στην πραγματικότητα όμως είναι ένα ποίημα (με αφηγητή τον ίδιο τον Ντέιβις) πάνω στα παιχνίδια της μνήμης, δοσμένο με τη νοσταλγία που καταφέρνει να διασώσει οτιδήποτε σβήνει αδυσώπητα η ταχύτητα του χρόνου.