Το Μέγαρο χειροκρότησε τον τσελίστα Μίσα Μάισκυ

15.10.2010
Το διάσημο δεξιοτέχνη του τσέλου από τη Λετονία, Μίσα Μάισκυ, είχε την ευκαιρία να απολαύσει και πάλι το ελληνικό κοινό στο Μέγαρο, την Πέμπτη 14 Οκτωβρίου.

Το διάσημο δεξιοτέχνη του τσέλου από τη Λετονία, Μίσα Μάισκυ, είχε την ευκαιρία να απολαύσει και πάλι το ελληνικό κοινό στο Μέγαρο, την Πέμπτη 14 Οκτωβρίου. Η εμφάνιση του εγκαινίασε το φετινό κύκλο Μεγάλοι Ερμηνευτές και άνοιξε τη νέα καλλιτεχνική περίοδο. Τον καλλιτέχνη συνόδευσε στο ρεσιτάλ η κόρη του - η 23χρονη ανερχόμενη πιανίστα Λίλυ Μάισκυ.


Όταν έκανε το ντεμπούτο του, το 1965, με τη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ, του αποδόθηκε το παρωνύμιο «ο Ροστροπόβιτς του μέλλοντος». Και όχι άδικα, αφού ο μεγάλος δάσκαλος σύντομα αναγνώρισε στο πρόσωπο του μαθητή του έναν άξιο συνεχιστή του πλέκοντας με παρρησία το εγκώμιό του: «[Ο Μίσα Μάισκυ είναι] ένα από τα εξαιρετικά ταλέντα της νέας γενιάς. Το παίξιμό του συνδυάζει ποίηση και άκρα ευαισθησία με έντονο ταμπεραμέντο και θαυμάσια τεχνική.».

Γεννημένος το 1948 στη Ρίγα της Λετονίας, ο Μίσα Μάισκυ πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής στη γενέτειρά του. Το 1962 έγινε δεκτός στο Ωδείο του Λένινγκραντ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, βραβεύτηκε στον περίφημο Διεθνή Διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι. Στη συνέχεια θήτευσε κοντά στον «θρύλο» του βιολοντσέλου Μστισλάβ Ροστροπόβιτς και επιδίωξε να επεκτείνει την καριέρα του εκτός σοβιετικών συνόρων. Όμως, τα σχέδιά του άργησαν να ευοδωθούν. Στα 21 του συνελήφθη και φυλακίστηκε σε στρατόπεδο εργασίας στην πόλη Γκόρκυ επί 18 μήνες, λόγω της αυτομόλησης της αδελφής του από την Ε.Σ.Σ.Δ. Ο ίδιος χρειάστηκε να περιμένει έως το 1971, για να εγκαταλείψει την Σοβιετική Ένωση, να επαναπατριστεί ακολούθως στο Ισραήλ και να μετεγκατασταθεί εν τέλει στο Βέλγιο.

Έχοντας κερδίσει το 1973 το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό Γκασπάρ Κασσαντό (Φλωρεντία), έκανε το ντεμπούτο του, την ίδια χρονιά, στο Κάρνεγκι Χολ, ένα ντεμπούτο που επιβραβεύτηκε μάλιστα με ένα αναπάντεχο δώρο: ένας ανώνυμος θαυμαστής τού προσέφερε ένα βιολοντσέλο Μοντανιάνα του 18ου αιώνα, με το οποίο ο Μάισκυ παίζει μέχρι σήμερα. Το 1974, έγινε μαθητής ενός ακόμη μυθικού τσελίστα, του Γρεγκόρ Πιατιγκόρσκι. Έκτοτε, η πορεία του υπήρξε εντυπωσιακή. Οι μουσικές σκηνές όλου του κόσμου τον υποδέχθηκαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και μετακλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ διεθνούς φήμης.

Έχει συνεργαστεί με κορυφαίους διευθυντές ορχήστρας (Μπέρνσταϊν, Τζουλίνι, Μέτα, Μούτι, Μάαζελ, Λιβάιν, Ασκενάζι, Σινόπολι, Μπάρενμποϊμ κ.ά.) και με λαμπρούς σολίστ: την Μάρθα Άργκεριχ, τον Ράντου Λούπου, τον Λανγκ Λανγκ, τον Νέλσον Φρέιρε, τον Πίτερ Σέρκιν, τον Γκίντον Κρέμερ, τον Γιούρι Μπασμέτ, τον Βαντίμ Ρεπίν, τον Μαξίμ Βενγκέροφ, τον Τζούλιαν Ράχλιν κ.α.

Εδώ και 25 χρόνια, έχει λάβει μέρος σε δεκάδες αποκλειστικές ηχογραφήσεις για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Deutsche Grammophon, συμπράττοντας με φημισμένα μουσικά σύνολα (Φιλαρμονικές της Βιέννης, του Βερολίνου και του Ισραήλ, Συμφωνική του Λονδίνου, κ.ά.), πολλές από τις οποίες έχουν τιμηθεί με σημαντικές διακρίσεις. Ο Μίσα Μάισκυ έχει αποσπάσει πέντε φορές το βραβείο Record Academy Prize (Ιαπωνία) και τρεις φορές το βραβείο Echo Deutscher Schallplattenpreis (Γερμανία). Έχει ακόμη τιμηθεί με το « Grand Prix du Disque » και το « Diapason d’Or » (Γαλλία), ενώ υπήρξε υποψήφιος και για βραβείο Grammy.