Ιριδίζων (ιριζέ)

23.03.2015
Προϊόν με χρώμα που λαμπυρίζει και όταν αντανακλά το φως, δίνει την εντύπωση ότι περιέχει διαφορετικές αποχρώσεις. Στο εμπόριο κυκλοφορούν ιριδίζουσες σκιές, πούδρες, και βερνίκια νυχιών.