Invasion of the Body Snatchers (1978)

17.11.2010
Μια από τις πιο έξυπνες και τρομακτικές ταινίες φαντασίας της δεκαετίας του ’70

Τα περισσότερα ριμέικ στην ιστορία του σινεμά φαίνεται πως πάσχουν από το ίδιο σύμπτωμα. Ονομάζεται τεμπελιά. Σίγουρα δεν υπάρχει πιο οκνηρή λύση από το να αναπαράγεις εμπορικά μια ήδη δοκιμασμένη επιτυχία του παρελθόντος, με την πρόφαση του εκμοντερνισμού και της ανανέωσης. Τίποτα το δημιουργικό δεν κρύβεται, ωστόσο, πίσω από μια τόσο ανώφελη επιχείρηση.

Και, όπως έχουμε διδαχτεί αρκετές φορές μέχρι σήμερα, τα ελάχιστα καλά ριμέικ που υπάρχουν εκεί έξω τυχαίνει να είναι πάντοτε εκείνα που διάλεξαν να διαφοροποιηθούν από τον προκάτοχό τους, επιχειρώντας μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση ή μια εναλλακτική τοποθέτηση. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν η οποία δεν στηρίζεται τόσο στην ομώνυμη, κλασική δημιουργία του Ντον Σίγκελ, αλλά επιλέγει να διασκευάσει για δεύτερη φορά ένα εμβληματικό βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Το «The Body Snatchers», ο Τζακ Φίνεϊ το κυκλοφόρησε στα 1955, περιγράφοντας πώς μια επαρχιακή κωμόπολη παραδίδεται στο έλεος εξωγήινων οργανισμών που μοιάζουν και συμπεριφέρονται ακριβώς όπως οι άνθρωποι στων οποίων τα σώματα εισβάλλουν- όταν εκείνοι πέφτουν για ύπνο. Η μόνη διαφορά είναι η ανικανότητά τους να αναπαράγουν τα γήινα συναισθήματα, μοιάζοντας στην πραγματικότητα με άψυχα ανθρώπινα δοχεία σε κίνηση. Αφήνοντας την θαυμάσια αλληγορία της ανοιχτή προς κάθε πιθανή ανάγνωση, η ιστορία του Φίνεϊ κατόρθωσε στις τέσσερις κινηματογραφικές διασκευές που γνώρισε έως σήμερα, να γίνει ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικο-κοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική στην εκάστοτε εποχή που εκπροσωπούσε κάθε φιλμ.

Στην αριστουργηματική εκδοχή που σκηνοθέτησε ο Ντον Σίγκελ το 1956 και η οποία κυκλοφορούσε στις αίθουσες στο αποκορύφωμα της τότε αντι-κομμουνιστικής υστερίας, οι εξωγήινοι εισβολείς μπορούν να διαβαστούν είτε ως πανούργοι εκπρόσωποι του λεγόμενου «Κόκκινου κινδύνου», είτε ως όργανα του δηλητηριώδους κυνηγιού μαγισσών που είχαν εξαπολύσει ο γερουσιαστής Μακάρθι και η επικίνδυνα φανατισμένη παράταξή του. Δυο δεκαετίες μετά, ο Φίλιπ Κάουφμαν μεταφέρει την δράση από την επαρχιακή γωνιά της ταινίας του Σίγκελ στην πόλη του Σαν Φρανσίσκο. Δέκα χρόνια μετά το Καλοκαίρι της Αγάπης, τις χίπικες ουτοπίες και την υπόσχεση ενός καλύτερου κόσμου που έδωσαν τα χρόνια του ’60 δίχως τελικά να την τηρήσουν, ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή του Φίνεϊ για να αναρωτηθεί κατ’ αρχάς τι απέγιναν τα ιδανικά με τα οποία γαλουχήθηκε η γενιά του και να πλάσει συνεπακόλουθα ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της εγωιστικής, επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εκτυλίσσεται γύρω του.

Η ειρωνεία της ταινίας είναι σαφής και ευρηματική: με τους ελάχιστους εκπροσώπους της αλλοτινής αντι-κουλτούρας να έχουν αποσυρθεί και ολόκληρη την κοινωνία να έχει παραδοθεί στον δικό της συμβολικό ύπνο, οι διαγαλαξιακοί εισβολείς κατορθώνουν με απίστευτη ευκολία να κατακτήσουν μια κάστα αλλοτριωμένων ανθρώπων. Τόσο απασχολημένων με τον εαυτό τους, ώστε αδυνατούν να αναγνωρίσουν ότι οι οικείοι τους χάνονται σταδιακά ένας-ένας, δίνοντας την θέση τους σε κάτι διόλου φιλικό. Και διόλου ανθρώπινο.

«You’re next!»

Όπως ο Ντον Σίγκελ έπραξε στην δική του δημιουργία, έτσι και ο Φίλιπ Κάουφμαν επιχειρεί εδώ να προσεγγίσει μια ιστορία καθαρής φαντασίας, δίχως να ανήκει καθόλου στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, ή έστω να το γνωρίζει. Ίσως εκεί να οφείλουμε και το γεγονός ότι οι ταινίες και των δυο δεν χρησιμοποιούν καμιά από τις συνήθεις science fiction φόρμουλες, αλλά επικαλούνται μια αίσθηση ρεαλισμού που κάνει τα δρώμενα πιο επείγοντα και πιο ανατριχιαστικά.

Αντίθετα, όμως, με το «Invasion» του 1956 που εμπιστευόταν μια πιο σφιχτοδεμένη και λακωνική αφήγηση, η ταινία του Κάουφμαν χτίζεται γύρω από μια σειρά χαλαρών επεισοδίων που οδηγούν ήρωες και κοινό μεθοδικά στην τρομακτική αποκάλυψη. Απόλυτα εναρμονισμένος με το ανθρωποκεντρικό και διαλογικό Αμερικανικό σινεμά του’ 70, ο Κάουφμαν αφήνει την δράση να εξελιχθεί μέσα από την δια-δραστικότητα των χαρακτήρων, αδιαφορώντας αν στην πορεία θυσιάσει οποιοδήποτε εφέ. Μόνο όταν η αποτρόπαια συνομωσία ξεσκεπαστεί πλήρως, το φιλμ μετατρέπεται σε αγωνιώδη περιπέτεια, καθώς οι ελάχιστοι εναπομείναντες άνθρωποι τρέχουν να σωθούν, δίχως να γνωρίζουν ότι οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια σε ένα από τα πιο απαισιόδοξα φινάλε των seventies.

Δυο άλλα χαρακτηριστικά της εποχής τα οποία η ταινία αξιοποιεί ιδανικά είναι ένας πένθιμος σχεδόν πεσιμισμός και μια αίσθηση κλιμακούμενης παράνοιας, όπως τρυπώνει ύπουλα μέσα από την σκιερή φωτογραφία, το απόκοσμο σάουντρακ, το κλίμα του νοσηρού και την παγερή ατμόσφαιρα που σφίγγεται ασφυκτικά γύρω από τους ήρωες. Στα συστατικά αυτά χρεώνει μάλλον το δεύτερο ?Invasion Of The Body Snatchers? το γεγονός ότι δεν θριάμβευσε ακριβώς στα ταμεία και δεν κατάφερε να κερδίσει την πλειοψηφία των κριτικών στην χώρα του.

Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το κοινό βρήκε δυσκολοχώνευτο το σοκαριστικό, βίαια απαισιόδοξο φινάλε που πρότεινε ο σκηνοθέτης (αντίθετα με το βιβλίο που πρόσφερε ένα λυτρωτικό χάπι εντ), ενώ η σκιά του κλασικού b movie που είχε προηγηθεί έπεφτε εξίσου βαριά στους ώμους του εξαιρετικού αυτού απογόνου. Αδίκως, μιας και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν παίρνει την έννοια του ριμέικ και της προδίδει για σπάνια φορά αξιοπρέπεια και λόγο ύπαρξης. Φροντίζοντας ταυτόχρονα να αντλήσει από το βιβλίο του Φίνεϊ όχι μόνο μια υποδειγματική ταινία τρόμου, αλλά και μια μαύρη σάτιρα της μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ και το σκάνδαλο του Γουοτεργκέιτ εποχής.