Η Εκδίκηση Είναι Δική Μου (1979)

10.11.2010
Εργα και ημέρες ενός αμείλικτου δολοφόνου που βασίζονται με τη σειρά τους σε μια αληθινή ιστορία. Μια από τις πιο δημοφιλείς προσθήκες στη φιλογραφία του Ιάπωνα σκηνοθέτη.

Στο διάστημα ανάμεσα στο τέλος του 1963 και στις αρχές του 1964, οι ιαπωνικές Αρχές εξαπέλυσαν ένα μανιώδες κυνηγητό στο εσωτερικό της χώρας, αναζητώντας τα ίχνη ενός κατά συρροήν δολοφόνου που φρόντιζε με κάθε τακτική μετακίνησή του από πόλη σε πόλη και από επαρχία σε επαρχία να αφήνει πίσω του και μερικά πτώματα.

Μετά από κοπιώδεις προσπάθειες και έρευνες που διήρκεσαν 78 ημέρες, η αστυνομία συνέλαβε έναν άντρα με το όνομα Ακίρα Νισιγκούτσι, ο οποίος απεδείχθη τελικά ότι ήταν και ο άνθρωπος που αναζητούσαν. Η μέθοδός του ήταν απλή: υποδυόμενος κάθε φορά κι έναν διαφορετικό ρόλο- καθηγητής και δικηγόρος ήταν μόλις δύο από αυτούς- ξεγελούσε τα αρσενικά και θηλυκά θύματά του, τους αποσπούσε χρήματα και στο τέλος τους σκότωνε.

Μπορεί ο Νισιγκούτσι να οδηγήθηκε εν τέλει στο ικρίωμα, η περίπτωσή του όμως εξακολούθησε να απασχολεί τη γιαπωνέζικη κοινή γνώμη για αρκετό καιρό ακόμη, πυροδοτώντας την κυκλοφορία σειράς βιβλίων πάνω στο θέμα.

Χρησιμοποιώντας ως αφετηρία ένα από τα βιβλία αυτά, ο Ιμαμούρα αποφάσισε δεκαπέντε χρόνια μετά το κλείσιμο της υπόθεσης να μεταφέρει την εγκληματική δράση του παμπόνηρου serial killer στην οθόνη, πραγματοποιώντας έτσι την επιστροφή του στην μυθοπλασία, μετά από μακροχρόνια θητεία στον τομέα του ντοκιμαντέρ.

Αναβαπτίζοντας τον πραγματικό δολοφόνο σε Ιουάου Ενοκίζου για τις ανάγκες του σεναρίου και αναθέτοντας στον Κεν Ογκάτα να τον υποδυθεί- εγκαινιάζοντας έτσι μια συνεργασία που θα επεκτεινόταν σε τέσσερις ακόμη ταινίες, ο Ιμαμούρα ξεκίνησε να γυρίσει ένα φιλμ που θα μπορούσε θεωρητικά να χαρακτηριστεί ως θρίλερ, αν ο 52χρονος δημιουργός του δεν οραματιζόταν κάτι περισσότερο σύνθετο.

Με έναν παροιμιώδη κυνισμό, κανέναν απολύτως θετικό ήρωα, μία σειρά από καταστάσεις που αντλούν την ύπαρξή τους από διαφορετικές μορφές σωματικής, ψυχολογικής και κοινωνικής βίας και ουδεμία υποψία λυτρωτικής για τον θεατή κατακλείδας, ο Ιμαμούρα επεδίωξε η δημιουργία του να δουλευτεί σε έναν ευρύτερο καμβά που να μην αφορά μοναχά την κατάδυση στο εσωτερικό ενός ταραγμένου μυαλού, αλλά να επιχειρεί ένα καθόλου κολακευτικό πορτρέτο της μεταπολεμικής ιαπωνικής κοινωνίας.

Απλώνοντας ένα πανόραμα εκβιασμών, φόνων, διπροσωπίας, βιασμών, παρακμής και φθοράς κάθε παραδοσιακής αξίας, ο Ιμαμούρα αντίκριζε μέσα από το βλέμμα του ήρωά του μια χώρα τόσο παραδομένη στη σήψη και τον μηδενισμό, ώστε ένα δολοφονικό καρκίνωμα όπως ο Ενοκίζου να αποτελεί φυσικό της παράγωγο. Αυτό δεν σημαίνει, εντούτοις, ότι η «Εκδίκηση Είναι Δική Μου» αναλώνεται στην αναπαραγωγή ενός γνώριμου μοντέλου κοινωνικού ρεαλισμού.

Υιοθετώντας ένα γοργό αφηγηματικό βηματισμό, ο Ιμαμούρα καταργεί τη σαφήνεια του χρόνου και λοξοδρομεί από μια βήμα προς βήμα δομή. Ετσι, μετά από ένα πρώτο εικοσάλεπτο που απεικονίζει τον ήρωα να επιδίδεται με κάθε λεπτομέρεια σε δύο άκρως απεχθείς φόνους, η ταινία πισωδρομεί στο παρελθόν και ξεδιπλώνεται μέσα από μια σειρά φλασμπάκ που αποκτούν τη χρησιμότητα επεξηγηματικής βινιέτας.

Ο Ιμαμούρα δεν αφήνει, ωστόσο, το θέμα του να εκπέσει στη βολική λύση των εύκολων εξηγήσεων και των απλοϊκών αιτιασμών. Αυτό που διαχωρίζει την ταινία από μια ξεκάθαρη μελέτη ψυχοπάθειας είναι πως το αντικείμενο που επιλέγει να ερευνήσει δεν έχει το παραμικρό αναγνωρίσιμο κίνητρο για να δικαιολογήσει τον εγκληματικό του βίο. Είναι ένας ελκυστικός άντρας της διπλανής πόρτας που σκοτώνει με τον ίδιο αβίαστο τρόπο που αναπνέει ή περπατά στον δρόμο. Μέχρι τέλους παραμένει μια αινιγματική περίπτωση ανθρώπου που έχει ξεκάθαρη συναίσθηση του τιμήματος που αναμένεται να του επιφέρουν οι αποτρόπαιες πράξεις στις οποίες επιδίδεται και όμως συνεχίζει, αδιαφορώντας.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του φιλμ τον απεικονίζει άλλωστε να τραγουδά ξένοιαστος στο πίσω μέρος του αστυνομικού περιπολικού που τον μεταφέρει στο κελί του και να αστειεύεται, προσπαθώντας να μαντέψει την ημερομηνία που θα εκτελεστεί η θανατική ποινή που στοιχηματίζει ότι θα του επιδικάσουν. «Σκότωσα» λέει με τρόπο ειρωνικό, «άρα μάλλον πρέπει να πεθάνω».

Λίγα λεπτά αργότερα, ο σκηνοθέτης τον παρακολουθεί επί το έργον: με γυάλινο βλέμμα και προκλητική απάθεια, ο Ενοκίζου ξεπαστρεύει το ένα θύμα μετά το άλλο, δείχνοντας ενδιαφέρον μόνο για τους λεκέδες που αφήνει το άφθονο αίμα στα ρούχα και στα χέρια του.

Ξεφεύγοντας από τον χαρακτήρα ενός κοινωνικού συμπτώματος, ο ήρωας μεγεθύνεται σε μια ενσάρκωση απόλυτου Κακού που δεν ζητά αιτιολογία, διότι έχει προ πολλού πάρει διαζύγιο από κάθε υποψία ανθρώπινης λογικής. Αυτό το Κακό παίρνει τις αναμνήσεις από μια διαβρωμένη οικογένεια, έναν συμβιβασμένο πατέρα, μια άρρωστη μάνα, έναν αποτυχημένο γάμο, μια ανειλικρινή γυναίκα, μια φυσική ροπή προς την παρανομία και τις μετατρέπει σε ένα κουβάρι φθόνου και οργής που ξετυλίγεται αργά. Η μόνη βεβαιότητα με την οποία πορεύεται ο Ενοκίζου είναι αυτή ενός ανάξιου παρελθόντος και ενός ανύπαρκτου μέλλοντος.

Αναγνωρίζοντας το παρόν ως μοναδικό αντικειμενικό χρόνο, μεταμορφώνεται ολοένα και πιο γοργά σε ένα στοιχείο αταξίας και αναρχίας που δρα στο εσωτερικό ενός κόσμου που υποκρίνεται την τάξη και την ασφάλεια. Ταυτόχρονα όμως υιοθετεί μια εντελώς προκλητική αίσθηση πλήρους και αδιάκοπης ελευθερίας που δεν γνωρίζει τι θα πει ηθικολογία και φτύνει στα μούτρα κάθε έννοια χριστιανικής αγάπης.

Νικώντας από νωρίς τον φόβο και το δέος του θανάτου, καταπατώντας την υψηλότερη αξία αυτού του κόσμου που είναι η ίδια η ζωή, ο ήρωας διαπράττει την μέγιστη ύβρι και υπογράφει εξαρχής την δική του καταδίκη. Φροντίζει, όμως, στον δρόμο προς τον τάφο να το διασκεδάσει ανενόχλητος. Και όταν πλέον έχει αποδημήσει στους ουρανούς, ο Ιμαμούρα του χαρίζει το τελευταίο γέλιο, σε ένα χλευαστικό φινάλε που υπονοεί πως, αντίθετα με τον πατέρα ή τη σύζυγο ή τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν, ο Ενοκίζου θα εξακολουθήσει να υφίσταται στη συλλογική μνήμη, παγωμένος για πάντα στα πλάνα μιας ταινίας που θα επικαλείται το όνομά του. Εφ όρου ζωής.