"Εiμαι αρκετά δειλός"

27.10.2008
Με το «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» ο Νίκος Παναγιωτόπουλος συνεχίζει τον γόνιμο διάλογο του με τον κινηματογράφο. Ενα ταξίδι που ξεκίνησε το 1974 με «Τα χρώματα της ίριδος». Η προβολή της ταινίας ήταν η αφορμή για να τα πούμε ύστερα από αρκετά χρόνια. Ακολουθεί ένα μέρος από την κουβάντα που είχαμε στο σπίτι του πριν από λίγες μέρες.

Ποιά είναι η σχέση του θέματος που επιλέγει ένας σκηνοθέτης για μια ταινία, με τη ζωή του, τη στιγμή της επιλογής;

Πιστεύω οτι δεν επιλέγουμε το θέμα. Αυτό μας επιλέγει. Ενώ λοιπόν κρινόμαστε για την επιλογή του θέματος, είναι κάτι που δεν αποτελεί προϊόν της ελεύθερης βούλησής μας.

Είναι σαν να λες ότι υπάρχει άμεση σχέση...

Κοίταξε, καλό θα είναι οι καλλιτέχνες να κατοίκουν μέσα στα έργα τους. Οταν κάποιος «κάνει» σινεμά, όπως εγώ, και η ματιά του είναι αδογμάτιστη, είναι φυσικό ζωή και έργο να έχουν μεγάλη σχέση... Υπάρχει μια εσωτερική σύνδεση.

Το «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» είναι μια ταινία δρόμου. Ποιος ταξιδεύει;

Η ταινία είναι ένα ταξίδι, σ’ αυτό έχεις δίκιο. Τώρα ποιος ταξιδεύει, αν θεωρήσουμε ότι κάποιος ταξιδεύει, είναι κάτι που δεν το ξέρω. Μπορεί να ταξιδεύω εγώ, ίσως ο ήρωας ή όλα αυτά να συντελούνται στο κεφάλι του ήρωα. Μπορεί βέβαια να συμβαίνουν όλα αυτά μαζί. Το ταξίδι είναι ένα θέμα ανοιχτό, δεν υπάρχει σταθερό σημείο αναφοράς.

Στο τέλος ο ήρωας αυτοκτονεί. Μάλλον δεν έχει διαβάσει Καμύ, αντίθετα με σένα. Πιστεύω λοιπόν ότι αντιδρά διαφορετικά απ’ ό,τι εσύ σε μια αντίστοιχη περίπτωση.

Μην το λες αυτό! Η αυτοκτονία είναι ουσιαστικά μια πράξη δειλίας και εγώ είμαι αρκετά δειλός. Δεν θα τολμούσα να αντιμετωπίσω ένα πέλαγος από αντιξοότητες και να παλέψω. Θα προτιμούσα τη στάση του ήρωα. Να χαθώ ήρεμα χωρίς να κάνω μεγάλη φασαρία. Αποχωρείς λοιπόν με κινήσεις που δεν προσβάλουν την αισθητική σου.

Εσυ όχι απλώς δεν αποχωρείς αλλά κάνεις ταινίες κάθε χρόνο.

(γέλια) Μα εγώ δεν έχω κατάθλιψη για να αποχωρίσω. Από την άλλη δεν έχω απαντήσει στον εαυτό μου γιατί «γυρίζω» ταινία κάθε χρόνο. Μου αρκεί ότι το γεγονός αυτό με ευχαριστεί.

Σε μια αγορά όπως η ελληνική, που δεν ευνοεί αυτήν τη στάση.

Πιστεύω ότι για να κάνεις κάτι πρέπει να είναι δύσκολο. Το εύκολο το κάνουν όλοι. Η δυσκολία με ερεθίζει, όπως και να το πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα. Οταν οι άλλοι λένε μαύρο εγώ λέω άσπρο. Είμαι πνεύμα αντιλογίας και εκτιμώ ότι είναι ένας λόγος να υπάρχεις.

Τι περιμένεις κάθε φορά από μια ταινία;

Κατ’ αρχάς η διαδικασία κατασκευής μιας ταινίας είναι κάτι ιδιαίτερα ηδογονό. Ενδιαφέρομαι πολύ για τη διαδρομή. Οταν την αναλαμβάνει ο μηχανικός προβολής είμαι στην επόμενη ταινία. Είχα την εμπειρία ενός ωραίου ταξιδιού και μετά δεν περιμένω κάτι.

Πώς περιγράφεις αυτό το ταξίδι;

Βλέπω το σινεμά σαν επάγγελμα. Μ’ αρέσει να βγαίνω στον δρόμο, να βλέπω ανθρώπους που ξεδιπλώνουν τα μπαγκάζια τους, να βγάζουν τα φώτα, να πίνουν καφέδες... Eνα είδος τσιγγαναριού που με γοητεύει. Οταν ήμουν μικρός η μητέρα μου με έβαζε στο σπίτι με ξύλο. Μου άρεσε ο δρόμος. Κάνω λοιπόν μια ταινία για να είμαι εγώ.

Πολλοί πιστεύουν ότι η «ζωή» μιας ταινίας αρχίζει μετά την ολοκλήρωση της, όταν προσπαθεί να συναντήσει το βλέμμα του θεατή. Εσύ λες ότι δεν σ’ ενδιαφέρει.

Μ’ ενδιαφέρει σ’ ένα επίπεδο πρακτικό και όχι ουσίας. Κανείς δεν ξέρει ακριβώς τι είναι η Τέχνη, ιδιαίτερα οι καλλιτέχνες. Δουλεύουμε στο σκοτάδι, σε απόλυτη ανασφάλεια. Ισως τελικά κάνουμε ταινίες για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, τι είναι δηλαδή ο κινηματογράφος.

Αρα δεν σ’ ενδιαφέρει η πορεία του προϊόντος-ταινία.

Δεν βλέπω μια ταινία σαν προϊόν...

Και όμως είναι...

Εντάξει είναι, όμως την πορεία του προϊόντος την καθορίζουν άλλοι. Δεν είναι δική μου δουλειά. Στην αγορά τα πράγματα δεν έχουν αξία, έχουν τιμή. Εγώ προσπαθώ να δώσω στην ταινία αξία, η τιμή είναι η δουλειά άλλων.

Υπάρχουν στην Ελλάδα αυτοί οι άνθρωποι;

Νομίζω πως όχι.

Το «Αθήνα - Κωνσταντινούπολη» είναι μια ταινία δρόμου αλλά το εξωτερικό τοπίο φαίνεται ότι δεν σε αφορά. Η κάμερα στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στο εσωτερικό τοπίο των ηρώων. Αυτό άλλωστε συμβαίνει στις περισσότερες ταινίες σου.

Εχεις δίκιο. Ειδικά σ’ αυτήν την ταινία οι ήρωες είναι άτομα προβληματικά και αυτά τα άτομα είναι ουσιαστικά τυφλά, δεν βλέπουν έξω, έχουν γυρίσει το βλέμμα τους προς τα μέσα. Οι ήρωες δεν ενδιαφέρονται για τα τοπία και αυτήν τη λογική ακολουθεί η χρήση της κάμερας.

Οταν όμως φτάνεις στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι δεν αντιστέκεσαι στη γοητεία της.

Είναι πολύ δύσκολο να μη φλιμάρεις την Κωνσταντινούπολη, που είναι η πιο φωτογενής πόλη του κόσμου. Το πρόβλημά μου ήταν να αντισταθώ στη γοητεία αυτή. Προσπάθησα τουλάχιστον να την κινηματογραφίσω με τη λογική κάποιου που μένει εκεί και όχι ενός επισκέπτη, ενός τουρίστα. Δεν ήταν καθόλου εύκολο.

Αυτή η καταγραφή του εσωτερικού τοπίου έχει πολλές φορές «όχημα» τον Λευτέρη Βογιατζή, και γενικότερα θα έλεγα ότι συνεργάζεσαι συχνά με τους ίδιους ηθοποιούς.

Στην υποκριτική μ’ ενδιαφέρει ένα ελαφρό στυλιζάρισμα, μια θεατρικότητα.

Δε ξέρω τι θα πει φυσικό παίξιμο. υτο λοιπον το στυλιζάρισμα μπορούν να το πετύχουν ηθοποιοί που διαθέτουν έναν κόσμο, μια πνευματικότητα και μπορούν να κατανοήσουν το παιχνίδι που κάνω. Και στη ζωή άλλωστε μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν μια θεατρικότητα, μια γοητεία.

Αρκετά χρόνια πριν, υποστήριζες οτι οι ηθοποιοί είναι προέκταση του ντεκόρ. Στις τελευταίες σου ταινίες μάλλον τους προσεγγίζεις πιο παραδοσιακά.

Διαφωνώ. Οταν μιλούσα για προέκταση του ντεκόρ εννοούσα ότι αν υπάρχει ερμηνεία στο κινηματογράφο, αυτή είναι ο σκηνοθέτης. Αυτός ξέρει το παιχνίδι, αυτός καθορίζει και το τελικό αποτέλεσμα. Με τους ηθοποιούς δουλεύω ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του καθένος. Για παράδειγμα ο Πουλικάκος δεν θέλει πρόβα, ο Βογιατζής θέλει χίλιες. Η ικανότητα του σκηνοθέτη είναι να εκμεταλευτεί αυτήν την πραγματικότητα με στόχο το καλύτερο αποτέλεσμα.

Δηλαδή με τον Βογιατζή δούλεψες στο «Μελόδραμα» και στο «Αθήνα ? Κωνσταντινούπολη» με τον ίδιο τρόπο;

Ακριβώς με τον ίδιο. Απλώς τότε ήμασταν πιο άπειροι και οι δυο. Παίζει ρόλο αυτό, έτσι;

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τελευταία σου ταινία είναι η έγχρωμη εκδοχή του «Μελοδράματος»;

Νομίζω ότι είναι ένα ριμέικ. Υπάρχει η ίδια θλίψη, η ίδια μελαγχολία. Ισως έπειτα από δέκα χρόνια να το ξανακάνω. Θα μου άρεσε να γυρίζω μια ταινία εκατό φορές. Ας πούμε να σκηνοθετώ κάθε τρία χρόνια «Τα χρώματα της Ιριδος»... Το ίδιο στόρι με διαφορετική προσέγγιση, όπως στο θέατρο.

Πόσο σημαντικό είναι το στόρι σε μια ταινία;

Το πιο σημαντικό σε μια ταινία είναι η ατμόσφαιρα, αυτό το μαγικό φως που λούζει τα πράγματα και τα κάνει ενδιαφέροντα. Δεν ξέρω καμία ιστορία στον κόσμο που αξίζει να τη διηγηθείς. Το ζητούμενο είναι να χαρτογραφήσεις περιοχές αχαρτογράφητες.

Τα τελευταία χρόνια ωστόσο οι ταινίες με αρχή-μέση-τέλος κυριαρχούν ακόμα και στα κινηματογραφικά φεστιβάλ....

Κοίταξε, αυτό που έχει επικρατήσει στο σινεμά σήμερα είναι η πραγμάτεια ενός θέματος. Κάποιος χρησιμοποιεί το σίνεμα για να μιλήσει για την ευθανασία, τις εκτρώσεις... Εγώ απλώς ανακοινώνω το θέμα και το αφήνω να υπάρχει. Δεν με αφορά η ιστορία αλλά κάτι άλλο. Οχι το τοπίο, αλλά η ματιά, το βλέμμα. Μ’ αρέσει να λέω ότι αν είχα ένα θέμα δεν θα το έκανα ταινία...

Αλλά;

Θα το κρατούσα για τον εαυτό μου. Σ’ αυτήν τη ζωή το θέμα είναι ποιο είναι το θέμα. Αν το ανακάλυπτα, δεν θα το έκανα ταινία. Η ερώτηση όμως «ποιο είναι το θέμα;» αποτελεί θέμα για μια ταινία. Βλέμματα που διασταυρώνονται, μουσικές που «μπαίνουν», χώροι που παρελαύνουν... Η τέχνη έχει να κάνει με αυτό που δεν λέγεται. Δεν μ’ ενδαφέρει η αναπαράσταση της πραγματικότητας αλλά αυτό που ανακαλύπτεις κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης μέσω του κινηματογράφου.

Μπορείς να ορίσεις την «καλή» ταινία;

Οχι. Μπορώ να σου πω ότι μια ταινία είναι καλή αλλά δεν ξέρω το γιατί. Δεν ξέρω πως γίνεται μια καλή ταινία.

Καλή επιτυχία στο «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη».

Σ’ ευχαριστώ πολύ.

  • Το «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη» είναι η 13η μεγάλου μήκους τανία που σκηνοθετεί ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ενώ έχει γυρίσει και τρεις μικρού μήκους. Οι ταινίες του έχουν αποσπάσει διεθνή βραβεία, όπως τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, τον Αργυρό Ουγκώ στο Φεστιβάλ του Σικάγο, το ειδικό βραβείο της επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο, το βραβείο FIPRESCI κ.ά.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ