Ο Καθρέφτης της Κολάσεως

29.05.2014
Δύο αδέρφια έρχονται αντιμέτωπα με έναν στοιχειωμένο καθρέφτη, έντεκα χρόνια μετά τον φρικτό θάνατο των γονιών τους. Έχοντας ως εφαλτήριο την ντοκιμαντερίστικη λογική των «Paranormal Activity» και διαχειριζόμενο έξυπνα τον «χαρακτήρα» της υπερφυσικής απειλής, το «Oculus» χάνει τη χρυσή ευκαιρία να αφήσει εποχή στο σύγχρονο σινεμά τρόμου με τον ίδιο τρόπο που σταδιακά του ξεγλιστρά το στοιχείο της έκπληξης.

Ο 22χρονος Τιμ (Μπρέντον Θουέτες) αποφυλακίζεται έπειτα από 11χρονη κάθειρξη και ξανασμίγει με την αδερφή του Κέιλι (Κάρεν Γκίλαν). Είχε κατηγορηθεί για το φόνο του πατέρα τους, αφού ο τελευταίος είχε προλάβει να σκοτώσει τη μητέρα τους.

Η Κέιλι επιμένει πως ο αδερφός της είναι αθώος και πως το μακελειό οφειλόταν σε μία υπερφυσική οντότητα που εξακολουθεί να κατοικεί σε έναν καθρέφτη ηλικίας τεσσάρων αιώνων, ο οποίος, σύμφωνα με την έρευνά της, ευθύνεται για τουλάχιστον 48 φριχτούς θανάτους.

Για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, στήνει τον καθρέφτη ξανά στο σημείο που ήταν το μοιραίο εκείνο βράδυ στο ακατοίκητο πια πατρικό τους.

Απέναντί του τοποθετεί κάμερες, αισθητήρες και ρολόγια, προκειμένου να καταγράψει τη μοχθηρή δύναμη προτού τα δύο αδέρφια την καταστρέψουν, όπως ακριβώς είχαν υποσχεθεί όταν ήταν παιδιά.

Ο Τιμ, ωστόσο, μοιάζει να έχει πλέον αποδεχθεί την ευθύνη των πράξεών του, αρνούμενος την όποια ανάμειξη του μεταφυσικού στοιχείου. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται…

Στο «Oculus», ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάικ Φλάναγκαν επεκτείνει μία δική του, επιτυχημένη μικρού μήκους ταινία, παραδίδοντας ένα φιλμ ψυχολογικού τρόμου που συνδυάζει την ντοκιμαντερίστικη χροιά των ταινιών «Paranormal Activity» με το γνώριμο εύρημα-φετίχ ενός στοιχειωμένου αντικειμένου.

Πάνω σ’ αυτό το πάντρεμα, επιστρατεύεται -μερικώς μόνο- το επιχείρημα της αιτιοκρατίας, όπως το είδαμε στην ολότητά του κατά τον «Εξορκισμό της Έμιλι Ρόουζ».

Εδώ, ωστόσο, η όποια επίκληση στη λογική και η απόρριψη της μεταφυσικής παρέμβασης αποδίδεται αποκλειστικά στον χαρακτήρα του Τιμ, ως ένας μηχανισμός μάταιης άρνησης της «στοιχειωμένης» του πραγματικότητας.

Και τούτο είναι ένα από τα πραγματικά αξιοπρόσεκτα σημεία του «Oculus», καθώς η ταινία επιχειρεί να τη «βγει» από τα δεξιά στον επιστημονικά αποδεκτό τρόπο σκέψης που επιβλήθηκε στον Τιμ κατά τον χρόνιο εγκλεισμό του.

Ακόμα ένα σημείο που αξίζει να σταθεί κανείς αφορά στη διαχείριση του στοιχειωμένου αντικειμένου από πλευράς σεναρίου των Φλάναγκαν και Τζεφ Χάουαρντ.

Καταρχάς, ο καθρέφτης αποκαλύπτει εδώ μονάχα τις συνέπειες των ιδιοτήτων του, ποτέ αυτή καθ’ αυτή την πηγή της δύναμής του.

Επιπλέον, εμφανίζεται να παίζει σταθερά με το μυαλό των δύο αδερφών, όχι απλώς με τη μορφή των συνηθισμένων ψευδαισθήσεων και των χρονικών αναδρομών, αλλά τρυπώνοντας μέχρι το ασυνείδητό τους.

Είναι εκεί ακριβώς που εγκαθιδρύεται στους ήρωες (και κατ’ επέκταση στον θεατή) η αληθινά τρομακτική δύναμη του καθρέφτη, την ώρα που τα αδέρφια αποτυγχάνουν, φαινομενικά τυχαία, να τον καταστρέψουν.

Δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κάποιος πως το «Oculus» υπερτερεί ξεκάθαρα απέναντι σε σχετικά πρόσφατες ταινίες τρόμου που είχαν για πρωταγωνιστή του Κακού το συγκεκριμένο, συμβολικά βαρυσήμαντο κατοπτρικό αντικείμενο: τα «Μέσα από τον Καθρέφτη» και «Διχασμένη» αδυνατούν εμφανώς να ανταγωνιστούν την ταινία του Φλάναγκαν.

Στις αληθινά καλές του στιγμές, το «Oculus» στέκεται επάξια δίπλα στο αξιόλογο «Insidious», επιβεβαιώνοντας την πρόθεση των δημιουργών του για ένα πιο εγκεφαλικό φιλμ που δε βασίζεται αποκλειστικά σε φτηνά τρομάγματα.

Τούτο, ωστόσο, δεν αναιρεί το ότι παραδίδεται, σχεδόν το ίδιο μοιραία με τους ήρωές του, στις παλιές αλλά και νέες μανιέρες του είδους.

Πράγματι, τα συνήθη ειδικά εφέ είναι και πάλι εδώ, δίνοντας στα ανθρωπόμορφα πνεύματα την ίδια κοινότοπη όψη που δεν εκπλήσσει πλέον κανένα: σάπιο στόμα, γυρτό κεφάλι, χλωμό δέρμα και λαμπερά/ασημί μάτια, όλα χαρακτηριστικά που είδαμε σε ταινίες όπως το «Κάλεσμα», το «Insidious» ή ακόμα και σε εκείνο το αδιανόητα κακό «Practical Magic» (1998). Η δε επιστράτευσή τους αυξάνεται όσο πλησιάζει το φινάλε.

Παράλληλα, η ίδια η κατάληξη της ιστορίας μοιάζει με την ώρα ολοένα και πιο αναμενόμενη, φτάνοντας σε ακόμα έναν θρίαμβο της μανιέρας που θέλει τις σύγχρονες ταινίες τρόμου να έχουν πάρει διαζύγιο από το αισιόδοξο φινάλε που τόσο κούρασε κατά τις περασμένες δεκαετίες, δίνοντας έτσι ξεκάθαρη πάσα σε πιθανά σίκουελ.

Το κυριότερο όμως ζήτημα σχετικά με την ταινία του Φλάναγκαν αφορά στην παράλληλη αφήγηση που χτίζει ανάμεσα στο παρόν και την παιδική ηλικία των Τιμ και Κέιλι.

Κοινώς, αυτό που ξεκινά ως μία ενδιαφέρουσα νύξη πως η ιστορία ανακυκλώνεται, καταλήγει σε μία αχρείαστα επαναλαμβανόμενη κατάσταση που βαθμιαία κλέβει από τον θεατή το όποιο στοιχείο έκπληξης.

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα υποσχόμενα φιλμ που κινούνται στη σφαίρα του υπερφυσικού τρόμου, το «Oculus» χωλαίνει στη διαχείριση των καλών ιδεών που κοσμούν το πρώτο μέρος του.

Κυρίως, όμως, αδυνατεί να δώσει απαντήσεις στο δυσεπίλυτο αίνιγμα του πώς μπορεί να κρατήσει κανείς ζωντανές τις βασικές πηγές φόβου (δηλ. την απειλητική ατμόσφαιρα και το σασπένς) μακριά από τα κλισέ του ξαφνιάσματος, τις περιττές επεξηγήσεις και το προβλέψιμο φινάλε.