Need for Speed

09.03.2014
Εμπνευσμένο από το ομώνυμο βιντεοπαιχνίδι που γαλούχησε τους gamers απ’ τα 90s μέχρι και σήμερα και προορισμένο για να διεκδικήσει μια θέση στην κινηματογραφική κούρσα ταχύτητας όπως την όρισαν οι 6 -μέχρι στιγμής- συνέχειες του «Fast & Furious», το «Need for Speed» του Σκοτ Γουό, ακουμπάει για πρώτη φορά την άσφαλτο αλλά στον δρόμο προς την καρέ σημαία του τερματισμού, μένει από καύσιμα.

Ο Τόμπι Μάρσαλ (Άαρον Πολ) είναι ένας πρώην οδηγός αγώνων ταχύτητας που μαζί με τους φίλους του διατηρεί ένα συνεργείο και επιμελείται την διαμόρφωση αυτοκινήτων για την συμμετοχή τους σε αγώνες.

Η επιχείρηση βυθίζεται οικονομικά όταν εμφανίζεται ο Ντίνο (Ντόμινικ Κούπερ), παλιός αντίπαλος του Τόμπι και νυν σύντροφος της πρώην κοπέλας του, που του προτείνει να αναλάβουν την ανακατασκευή μιας Shelby Mustang με την προοπτική να τον ανταμείψει με το 25% από το τελικό ποσό πώλησης.

Οι δυο τους γνωρίζουν σε ένα πάρτι την Τζούλια (Ίμοτζεν Πουτς), μια νεαρή Αγγλίδα, η οποία εντυπωσιάζεται από τις επιδόσεις του αυτοκινήτου και αποφασίζει να δαπανήσει 2,7 εκατομμύρια δολάρια για να το αγοράσει.

Ο Ντίνο όμως περιπλέκει την υπόθεση και προτείνει στον Τόμπι και τον συνεργάτη του στο συνεργείο, Λιτλ Πιτ, να αναμετρηθούν σε έναν αγώνα του οποίου ο νικητής θα εισπράξει το 75% των κερδών.

Το στοίχημα μπαίνει αλλά κατά τη διάρκεια της κούρσας ο Ντίνο χτυπώντας από πίσω το αμάξι του Λιτλ Πιτ, προκαλεί ένα τραγικό δυστύχημα και στη συνέχεια εξαφανίζεται. Ο Τόμπι, βρίσκεται τελικά εκείνος κατηγορούμενος αλλά δύο χρόνια μετά αποφυλακίζεται και γυρίζει στα παλιά του λημέρια, διψώντας να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του φίλου του.

Αν για κάποιο λόγο μερικά συστατικά της μυθολογίας των «Fast and Furious» ταινιών διαθέτουν την γοητεία μιας ένοχης απόλαυσης είναι επειδή συνδυάζουν την καλτ υπερβολή των b-movies με μια σχεδόν πορνογραφική προσέγγιση στην ταχύτητα και τα γρήγορα αυτοκίνητα, προς χάριν πάντα της διασκέδασης του θεατή.

Το «Need for Speed» μπορεί να μην υστερεί στο δεύτερο κομμάτι, όπου τα stunt πέφτουν βροχή και το οδόστρωμα αναστενάζει, αλλά στο πρώτο, αδικεί τον εαυτό του μιας και τον παίρνει περισσότερο στα σοβαρά απ’ ότι πρέπει.

Το ασθενικό σενάριο και οι χάρτινοι χαρακτήρες της ταινίας του Σκοτ Γουό αδυνατούν να στηρίξουν τις μελοδραματικές κορυφώσεις της πλοκής που πραγματικά προκαλούν αμήχανα γέλια, ενώ η σχεδόν δίωρη διάρκεια της ταινίας επιμηκύνει τις παραπάνω δυσάρεστες παρενέργειες.

Δυστυχώς ακόμα και ο Άαρον Πολ, ο λατρεμένος Τζέσι Πίνκμαν του τηλεοπτικού «Breaking Bad», δείχνει εγκλωβισμένος στον ρόλο που τον έκανε ευρέως γνωστό, και δεν καταφέρνει στιγμή να ξετινάξει από πάνω του την υποκριτική πατέντα που του χάρισε -δικαίως- δυο φορές βραβείο Emmy για την συγκεκριμένη σειρά. Αντίθετα, όσο πιο πολύ τον παρακολουθείς, τόσο περισσότερο πιστεύεις ότι κάποια στιγμή θα αναφωνήσει άθελά του: «Yeah, bitch! Magnets!»