Έργα του Γιάννη Σπυρόπουλου στο Μπενάκη

09.11.2010
«Απλωσα το σκοτάδι για να βρω το φως», έλεγε ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο πατέρας της αφαιρετικής ελληνικής ζωγραφικής, ο οποίος πήρε όλα τα διδάγματα του διεθνούς κινήματος της αφαίρεσης, μετουσιώνοντάς τα σε μια δική του γλώσσα, που περιείχε το ελληνικό φως.

«Απλωσα το σκοτάδι για να βρω το φως», έλεγε ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο πατέρας της αφαιρετικής ελληνικής ζωγραφικής, ο οποίος πήρε όλα τα διδάγματα του διεθνούς κινήματος της αφαίρεσης, μετουσιώνοντάς τα σε μια δική του γλώσσα, που περιείχε το ελληνικό φως.

Ο ίδιος δεν μιλούσε εύκολα για τη δουλειά του: «Εγώ ζωγραφίζω, δεν εξηγώ», έλεγε. Κι όταν το καλλιτεχνικό κατεστημένο τού έβαλε εμπόδια, προσπαθώντας να τον περιθωριοποιήσει, εκείνος διάλεξε τη σιωπή.

Ηταν το 1960, όταν ο Σπυρόπουλος, εκπροσωπώντας μαζί με άλλους ομοτέχνους του την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας, τιμήθηκε με Βραβείο της Ουνέσκο (ήταν ο πρώτος Ελληνας που έπαιρνε βραβείο στην Μπιενάλε, ακολούθησε το 1966 η Βάσω Κατράκη), δέχτηκε έναν μεγάλο φθόνο που τον πίκρανε πολύ.

Χαρακτηριστικό για τη ρωμαίικη ζηλοφθονία ήταν το σχόλιο του συγγραφέα Ηλία Βενέζη: «Καημένε Σπυρόπουλε, πήρες βραβείο; Χάθηκες». Εκτοτε ο Σπυρόπουλος αρνήθηκε πεισματικά έως τον θάνατό του, το 1990, να ξανα-εκθέσει στην Ελλάδα.

Παρουσίαζε τη δουλειά του στο εξωτερικό, από την Αμερική, την Ευρώπη έως την Οζάκα και το Νέο Δελχί. Η πρώτη έκθεση, μετά τον θάνατό του, πραγματοποιήθηκε το 1995, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Εκείνη η αναδρομική, διαφοροποιημένη κάθε φορά και σε συνεργασία με το Ιδρυμα Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου, το οποίο δημιουργήθηκε το 1990, αλλά εκείνος δεν το πρόλαβε, φιλοξενήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών, στην Πινακοθήκη Ρόδου και σε άλλες πόλεις.

Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του και εξήντα από τη βράβευσή του στη Βενετία, ένα διπλό γεγονός έρχεται να μας θυμίσει έναν από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς καλλιτέχνες: Μια αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138), από σήμερα έως τις 28 Νοεμβρίου, με εκατό έργα από τη συλλογή του Μουσείου Σπυρόπουλου.

Και η πρώτη συστηματική μονογραφία, βασισμένη στη διδακτορική διατριβή του Γιάννη Χ. Παπαϊωάννου, με φωτογραφίες 900 έργων, από τα 2.500 έργα που έχει καταμετρήσει το Μουσείο, ενώ έχει καταλογογραφήσει 1.800, όπως μας είπε η διευθύντριά του, ιστορικός τέχνης Ολγα Δανιηλοπούλου. Η παρουσίαση θα γίνει απόψε στις 7.30, πριν από τα εγκαίνια.

Η έκθεση διατρέχει αντιπροσωπευτικά την πενηντάχρονη πορεία του καλλιτέχνη, από το 1948 έως το 1986. Από τις νατουραλιστικές αφετηρίες του έως τις πιο ακραίες κατακτήσεις του στην αφαίρεση. Μια συνειδητή διαδρομή προς την ελαχιστοποίηση της γραμμής και της σύνθεσης.

Το χρώμα αλλάζει, από χρυσοκάστανο στην περίοδο της «εκρηκτικής ζωγραφικής χειρονομίας» της δεκαετίας του ‘60 στη σκοτεινή επιφάνεια με τα χρωματιστά σύμβολα της λεγόμενης κλασικής περιόδου της ζωγραφικής του.

Η τελευταία φάση της δημιουργίας του, μετά το 1975, ξετυλίγεται στο σπίτι-μουσείο της Εκάλης, όπου, σε μικρότερου μεγέθους έργα, φτάνει στην απόλυτη αφαίρεση, χρησιμοποιώντας πάντα τις τεχνικές του κολάζ, του καψίματος, τις χαράξεις, τις επιζωγραφήσεις, τα αποτυπώματα.

Η έκθεση και η έκδοση επαναφέρουν το πρόβλημα στέγης του Μουσείου Σπυρόπουλου, το οποίο μεταφέρθηκε από την Εκάλη σε νεοκλασικό στα Εξάρχεια (Τοσίτσα 15), αλλά λόγω έλλειψης χρημάτων δεν έχει ανακαινιστεί, ενώ οι μελέτες είναι έτοιμες και αναμένεται η άδεια. Σύμφωνα με την Ολγα Δανιηλιοπούλου, «μόνο με κρατική στήριξη μπορεί να ολοκληρωθεί».

Δήμητρα Ρουμπούλα