Νώε

07.03.2014
Η επίμονη (και εύλογη) απορία για ποιο λόγο ο κατεξοχήν ανεξάρτητος σκηνοθέτης Ντάρεν Αρονόφσκι («Μαύρος Κύκνος», «Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο») να επιχειρήσει ένα μεγάλης κλίμακας μπλοκμπάστερ αναβιώνοντας την πασίγνωστη βιβλική ιστορία του Νώε και της σωτήριας Κιβωτού του, δεν βρίσκει πειστική απάντηση σε αυτό το φιλόδοξο, εντυπωσιακό εικαστικά αλλά και βαθιά προβληματικό πείραμα.

Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Ντάρεν Αρονόφσκι για καλλιτεχνικό βόλεμα ή έλλειψη τόλμης. Στην πραγματικότητα η φιλμογραφία του Αμερικανού σκηνοθέτη μοιάζει με άσκηση προσαρμογής: του Αρονόφσκι, από την άλλη, σε εντελώς διαφορετικά κινηματογραφικά είδη και ύφη, και του κοινού, από την άλλη, στις ριζικά διαφορετικές ταινίες που προκύπτουν από τον πειραματισμό αυτό.

Όμως, όσο απότομα κι αν ο Αρονόφσκι μεταπήδησε από το βαρύ ψυχολογικό δράμα («Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο») στην υπαρξιακή, κοσμολογική ανησυχία («The Fountain») και πάλι πίσω με το «The Wrestler» για να φτάσει στο ψυχολογικό θρίλερ του «Μαύρου Κύκνου», τίποτα δεν μπορούσε να μας προϊδεάσει για την απόφασή του να μπει στην αρένα των μεγάλης κλίμακας ταινιών με μία πασίγνωστη ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης.

Και όσοι περιμένετε να δείτε μία υπογείως ανατρεπτική ανάγνωση του μύθου, ή ίσως μία ρεβιζιονιστική «ρεαλιστική» εκδοχή του, η οποία να αποφεύγει τις σημαντικότερες παγίδες θεολογικής ευπιστίας και αφέλειας της αρχικής ιστορίας, ετοιμαστείτε για μια δεύτερη έκπληξη: ο «Νώε», χωρίς να γίνεται ακριβώς μία ευαγγελική ταινία, αγκαλιάζει ενθουσιωδώς τις ρίζες του ως χριστιανικού μύθου, πασπαλίζοντάς τες ταυτόχρονα με ορισμένα μοντέρνα στοιχεία και οικολογικούς παραλληλισμούς, αλλά, δυστυχώς, και με άφθονες μελοδραματικές πινελιές.

Στην πραγματικότητα, η πιο τολμηρή παρέμβαση είναι εκείνη στον ίδιο τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Ο Νώε του Αρονόφσκι (όπως τον υποδύεται με κύρος και πειστικότητα σε όλες του τις στιγμές ο πολύ καλός Ράσελ Κρόου) είναι ένας καλών προθέσεων πιστός, αγαπητός σύζυγος και αφοσιωμένος πατέρας, που διδάσκει το σεβασμό στη φύση και το καθήκον, αλλά είναι επίσης ένας ηθικά άκαμπτος και εμμονικός άνδρας που σχεδόν τρελαίνεται από την ευθύνη που τοποθετείται στους ώμους του και βασανίζεται στα όρια της τρέλας από την ενοχή του επιζήσαντος.

Ο πληθυσμός της Γης, στην καταστροφή του οποίου καλείται να συμβάλει ο Νώε, είναι πια ένας βαθιά διεφθαρμένος όχλος, γνήσια τέκνα του Κάιν, που ξεζουμίζουν τον πλανήτη από τα φυσικά του δώρα, σκοτώνουν αδιακρίτως για την τροφή τους και πάνω από όλα κυβερνώνται από άναρχη ασυδοσία - η οικολογική και χορτοφαγική αλληγορία είναι εξάλλου το βασικό κήρυγμα της ταινίας, πάνω από όποια υπαρξιακή αναζήτηση.

Μετά από δύο δυσοίωνα όνειρα/παραισθήσεις και τη συμβουλή του υπέργηρου παππού του, Μαθουσάλα (Άντονι Χόπκινς), ο Νώε συνειδητοποιεί ότι ο Δημιουργός προτίθεται να επανεκκινήσει τη ζωή στη Γη, σκοτώνοντας όλους τους ανθρώπους, και με τη βοήθεια της γυναίκας (Τζένιφερ Κόνελι) και των παιδιών του, ξεκινά την κατασκευή της σωτήριας Κιβωτού.

Σε αυτό συμβάλλουν και τεράστιοι πέτρινοι γίγαντες (αρκετά άχαρο εύρημα, εύλογα απόν από όλα τα τρέιλερ και το γενικότερο προωθητικό υλικό), εκπεσόντες άγγελοι που είναι δέσμιοι της Γης ως τιμωρία για τη βοήθειά τους στους ανθρώπους.

Μοιρασμένος άβολα ανάμεσα στις επιταγές της συμβατικής θρησκευτικής αφήγησης και την ουσιαστικότερη ψυχογράφηση χαρακτήρων, ο «Νώε» επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο άκρα αλλά γρήγορα αποτυγχάνει, δέσμιος της υπερβολικά σχηματικής βιβλικής ιστορίας (αφού επιλέγει να τη δει κυριολεκτικά, και όχι συμβολικά όπως θα ήταν σοφότερο) και της μελοδραματικής ανοησίας που προσθέτει το κινηματογραφικό σενάριο.

Πού και πού, οπτικές ή αφηγηματικές αναλαμπές σού θυμίζουν ότι βρίσκεσαι στα χέρια ενός ταλαντούχου αφηγητή και σκηνοθέτη, γεμάτου ιδέες (η σκηνή της δημιουργίας του κόσμου που παντρεύει την εξέλιξη με το Θείο σχέδιο, αλλά και εκείνη που αφαιρετικά απεικονίζει τους αιώνες βίας του ανθρώπου ενάντια στον άνθρωπο, είναι εκπληκτικές) αλλά και ειλικρίνεια ως προς την φρίκη της ιστορίας: η σκηνή της πλημμύρας, με τα επιθανάτια ουρλιαχτά εκατοντάδων ανθρώπων και του ωκεανικού βυθού γεμάτου από πτώματα, είναι εικόνες που δε θα έφταναν στην οθόνη σε μία τυπική ταινία καταστροφής.

Για όλες αυτές τις σκοτεινές και αληθοφανείς εικόνες, όμως, ο Αρονόφσκι μάς ζητά να υπομείνουμε άλλες τόσες απίστευτα απλοϊκές στιγμές, που κυμαίνονται από δραματικά στερεοτυπικές ως ιδεολογικά αφελείς, και η καρδιά της ταινίας, η ανάγκη, δηλαδή, της αποδοχής του ανθρώπινου είδους ως ένα άθροισμα αντικρουόμενων - θετικών και αρνητικών - χαρακτηριστικών, αργεί να αναδυθεί για να περισώσει την ταινία από το βάρος των φιλόδοξων προθέσεών του.

Οι εντυπωσιακές εικόνες και σε επίπεδο φωτογραφίας (η ταινία χρησιμοποιεί ιδανικά τις επίπεδες, ηφαιστειακές εκτάσεις της Ισλανδίας) και σε επίπεδο παραγωγής (η είσοδος των διαφόρων ζώων, ερπετών και πτηνών στην Άρκτο είναι μακράν η καλύτερη χρήση των ψηφιακών εφέ, ακόμη κι αν ορισμένα από αυτά ήθελαν λίγη δουλειά ακόμη) και οι λίγες εμπνευσμένες στιγμές δε φτάνουν: ο «Νώε» είναι βαθιά διχασμένος και προβληματικός όσο και ο κεντρικός του χαρακτήρας.