Brighton Rock (1947)

11.02.2013
Χωρίς να έχει τίποτα να ζηλέψει από πιο διάσημα αμερικανικά δείγματα του είδους, ένα από τα κορυφαία βρετανικά φιλμ νουάρ επιβεβαιώνει περίτρανα τη φήμη του με μια ζοφερή ψυχολογική αναμέτρηση ανάμεσα σε τρεις χαρακτήρες με ολότελα διαφορετικές αντιλήψεις του κόσμου γύρω τους.

Στο Μπράιτον του Μεσοπολέμου, ο Πίνκι, ανήλικος αρχηγός μιας συμμορίας κακοποιών, δολοφονεί τον δημοσιογράφο που στάθηκε υπεύθυνος για τον θάνατο του προηγούμενου αφεντικού και προστάτη του. Για να εξασφαλίσει το άλλοθι και την ασφάλειά του προσεγγίζει και παντρεύεται τη μοναδική πιθανή μάρτυρα του εγκλήματός του, μια άπειρη σερβιτόρα. Την ίδια στιγμή μια άλλη γυναίκα βρίσκεται στα ίχνη του, απειλώντας να τον ξεσκεπάσει και σπρώχνοντάς τον σε βεβιασμένες, πανικόβλητες κινήσεις.

«Το σημερινό Μπράιτον είναι μια μεγάλη, κεφάτη, φιλόξενη παραθαλάσσια πόλη στο Σάσεξ, ακριβώς μια ώρα έξω από το Λονδίνο. Όμως τα χρόνια ανάμεσα στους δύο πολέμους, πίσω από τις αριστοκρατικές κατοικίες και τις κοσμοπλημμυρισμένες παραλίες, υπήρχε ένα διαφορετικό Μπράιτον με σκοτεινά σοκάκια και βρώμικες φτωχογειτονιές. Από εδώ άρχισε να εξαπλώνεται το δηλητήριο του εγκλήματος, της βίας και του πολέμου των συμμοριών, μέχρι που ανέλαβε δράση η αστυνομία. Τούτη είναι η ιστορία αυτού του άλλου Μπράιτον – που ευτυχώς δεν υπάρχει πια».

Με αυτή τη σχεδόν ανακουφιστική διαπίστωση ξεκινά το «Brighton Rock», για να βυθίσει στη συνέχεια το θεατή σε μια δίχως διαφυγή πνιγηρή κατάβαση στην κόλαση. Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν (που εκδόθηκε το 1938), το «Brighton Rock» αποτελεί τη διασημότερη και καλύτερη ταινία των δίδυμων αδελφών Ρόι και Τζον Μπούλτινγκ, ενός δραστήριου και αχώριστου ντουέτου, που ενάλλασσαν διαρκώς ρόλους παραγωγού και σκηνοθέτη.

Με την ανεκτίμητη συνδρομή του Γκριν στο σενάριο, οι αδελφοί Μπούλτινγκ κατάφεραν με μια σχεδόν ηδονική διαστροφή να μεταμορφώσουν το δημοφιλές, ηλιόλουστο τουριστικό θέρετρο σε σκοτεινό άντρο του υποκόσμου, αμαυρώνοντας μια για πάντα την καρτποσταλική εικόνα του. Αθέατος από τους ανυποψίαστους χαρωπούς θαμώνες, ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού: κάτω απ’ το φως του ήλιου, ανάμεσα στα κιόσκια, τις ξαπλώστρες και τα παιχνίδια του λούνα παρκ, εκτυλίσσονται αγωνιώδεις καταδιώξεις και διαπράττονται φρικτά εγκλήματα.

Εδώ έχει το βασίλειό του ο 17χρονος κακοποιός με το γυάλινο, διαπεραστικό βλέμμα και το οξύμωρο παρατσούκλι Πίνκι (Ρίτσαρντ Ατένμπορο). Ένας γκάνγκστερ που δεν έχει μεγάλη σχέση με τους αρρενωπούς και «τίμιους» Αμερικανούς ομολόγους του. Ένας αμούστακος νεαρός που επιβάλλεται με το ξυράφι του, αγνοώντας επιδεικτικά ακόμα και τους άγραφους νόμους του υποκόσμου. Ένας αδίστακτος φονιάς που προκαλεί ανατριχίλα ακόμα και στους συνεργάτες του, καθώς κανενός είδους ηθική δεν φιλτράρει τις πράξεις του. Ένας ψυχοπαθής που αποστρέφεται το σεξ ως κάτι ειδεχθές και βρώμικο και φοβάται μονάχα την Κόλαση που τον περιμένει, δέσμιος της δικής του διαστρεβλωμένης πίστης στον Καθολικισμό.

Όταν αντίπαλοι γκάνγκστερ ή μια ενδεχόμενη σύλληψή του θέτουν σε κίνδυνο την κυριαρχία του Πίνκι στο Μπράιτον, η ίδια του η ταυτότητα διακυβεύεται με αποτέλεσμα η άνανδρη πανουργία του να μετατραπεί σταδιακά σε ολοκληρωτική παράνοια. Χωρίς ούτε μια κλεφτή ματιά στην παιδική ηλικία, τα πιθανά τραύματα ή τις συνθήκες διαβίωσης που θα έριχναν φως στον χαρακτήρα και τη μηδενιστική συμπεριφορά του, χωρίς καμιά απλοϊκή ψυχαναλυτική εξήγηση, ο Πίνκι δεν είναι ένα ακόμα κατακάθι της κοινωνίας, αλλά ένα πρόσωπο που υπερβαίνει μια μελανή καταγραφή του βρετανικού υποκόσμου, για να αναδειχθεί σε διαβολική φύση, φορέα του απόλυτου κακού – κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την κατά τα άλλα ρεαλιστική απεικόνιση του τόπου και του χρόνου.

Απέναντι στο απόλυτο κακό, η αφελής σερβιτόρα Ρόουζ (Κάρολ Μαρς) αποτελεί μια σχεδόν ανυπόφορη έκφραση του καλού. Διψασμένη για λίγο ρομαντισμό, αποφασίζει παθητικά να ακολουθήσει τον σκοτεινό της πρίγκιπα, ακόμα κι όταν συνειδητοποιεί(;) το βάρος των εγκλημάτων που εκείνος κουβαλά, και αρκούμενη σε μια ψευδαίσθηση οδηγείται σαν πρόβατο στη σφαγή. Μην γνωρίζοντας ότι στην πραγματικότητα η αθωότητα και η άδολη αγάπη της μονάχα αποστροφή προκαλούν στον Πίνκι, δέχεται να συμμετάσχει σε ένα σχέδιο διπλής αυτοκτονίας που εκείνος δεν έχει φυσικά σκοπό να τηρήσει.

Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα μιας αρρωστημένης, σχεδόν σαδομαζοχιστικής σχέσης, ξεπροβάλλει ως μοναδική φωνή της λογικής η πληθωρική Άιντα, μια μεσήλικη αρτίστα με εκκωφαντικό γέλιο και τσαμπουκαλεμένη ειλικρίνεια. Αν και μακράν απέχει από τα τότε πρότυπα της καθώς πρέπει κυρίας (αγαπά το φλερτ και το ποτό), είναι πεπεισμένη ότι η δικαιοσύνη μπορεί και πρέπει να αποδοθεί και δεν υπολογίζει τον κίνδυνο προκειμένου να το πετύχει. Όπως η Ρόουζ αποτελεί τον συναισθηματικό αντίποδα του Πίνκι, η Άιντα εκπροσωπεί μια εκδιαμετρικά αντίθετη στάση ζωής, έτοιμη να διεκδικήσει και να απολαύσει ό,τι εκείνη της προσφέρει παρά τη στραπατσαρισμένη της θηλυκότητα.

Ο ρόλος της Άιντα (που υποδύεται πληθωρικά η Ερμιόνη Μπάντελεϊ) αποτελεί και τη μοναδική φωτεινή εξαίρεση σε ένα ομιχλώδες σύμπαν, που οφείλεται εξίσου στο βαθύτατα πεσιμιστικό σενάριο του Γκριν και στον ατμοσφαιρικό χειρισμό του από τους αδελφούς Μπούλτινγκ και τον διευθυντή φωτογραφίας Χάρι Γουάξμαν, ο οποίος 26 χρόνια αργότερα θα φωτίσει τον παγανιστικό τρόμο του «The Wicker Man».

Αναμφίβολα όμως, η ταινία ανήκει στον 23χρονο τότε Ρίτσαρντ Ατένμπορο, ο οποίος παγώνει κυριολεκτικά το αίμα, δίνοντας σάρκα και οστά σε έναν μισανθρωπισμό που στα χέρια ενός λιγότερου ικανού ηθοποιού ίσως έμοιαζε γραφικός. Τόσο αυτός όσο και η Μπάντελεϊ επαναλαμβάνουν τους ρόλους που υποδύθηκαν πρώτη φορά το 1942, σε μια θεατρική εκδοχή του «Brighton Rock» που ανέβηκε ενόσω ο Γκράχαμ Γκριν ταξίδευε στην Αφρική.

Ευτυχώς, θα βρισκόταν στην Αγγλία όταν οι αδελφοί Μπούλτινγκ του παρέδωσαν το αρχικό σενάριο της ταινίας δια χειρός του αναγνωρισμένου θεατρικού συγγραφέα Τέρενς Ράτιγκαν. Ο Γκριν προτίμησε να το ξαναγράψει σε μεγάλο βαθμό, αποφάσισε ωστόσο ο ίδιος να αλλάξει το φινάλε, φοβούμενος ότι η άκρως απαισιόδοξη εκδοχή του βιβλίου θα προκαλούσε την επέμβαση της λογοκρισίας. Ακόμα κι έτσι, όμως, μονάχα ως λυτρωτικό δεν μπορεί να παρεξηγηθεί, καθώς το υποτιθέμενο happy end κάνει ακόμα και την σωτήρια θεία παρέμβαση να μοιάζει βαθιά ειρωνική και αβέβαιη.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ