Το οπάλιο και η πολιτεία κάτω από τη γη

19.10.2010
Το κυνήγι του θησαυρού έγινε τρόπος ζωής για τον Γιάννη Αθανασιάδη τα τελευταία 40 χρόνια. Το όνειρό του να γίνει γρήγορα πλούσιος βρισκόταν «θαμμένο» στο Κούμπερ Πίντι, την κόκκινη έρημο της Αυστραλίας. Στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των τούνελ, 30 μέτρα κάτω από τη γη, υπήρχε το οπάλιο, ένας πολύτιμος λίθος που τελικά θα πραγματοποιούσε κάθε του ευχή.

Από την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ

Γεννήθηκε στην Κοζάνη και ονειρευόταν τελειώνοντας τη στρατιωτική του θητεία να ανοίξει ένα σούπερ μάρκετ μαζί με τον καλύτερό του φίλο. Η επίσκεψη όμως ενός θείου του, που πριν από χρόνια είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία, του έβαλε την ιδέα να γίνει πολύ γρήγορα πολύ πλούσιος!

«Όλα έγιναν απροσδόκητα. Το 1971 ήμουν στρατιώτης στο Διδυμότειχο, όταν μου είπε ο πατέρας μου πως ήρθε ένας θείος μου από την Αυστραλία για να μας επισκεφθεί. Μου ζήτησε να πάρω άδεια για να τον συναντήσω κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Ασχολούνταν με την εξόρυξη οπαλίου στο Κούμπερ Πίντι και μάλιστα ήταν από τους πιο επιτυχημένους. Όταν μου μίλησε για τη δουλειά του, πήραν τα μυαλά μου αέρα. Πίστεψα πως, αν πάω κι εγώ εκεί, θα μπορέσω να βγάλω γρήγορα πολλά χρήματα. Χωρίς να το ξέρουν οι γονείς μου, ζήτησα από το θείο μου να μου κάνει πρόσκληση. Όταν απολύθηκα από το στρατό και επέστρεψα στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα μου να κλαίει, γιατί είχε έρθει το χαρτί που έλεγε πως μπορούσα να πάω στην Αυστραλία. Οι γονείς μου προσπάθησαν να μου αλλάξουν γνώμη, εγώ όμως ήμουν αποφασισμένος να κυνηγήσω το όνειρό μου».

Τα πρώτα 7 χρόνια ήταν μάλλον δύσκολα για τον Γιάννη Αθανασιάδη, αφού έκανε εξόρυξη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, έθεσε νέο στόχο και τελικά δικαιώθηκε. Άνοιξε ένα μαγαζί στο οποίο πουλούσε οπάλιο και χρυσαφικά. Πήγε πολύ καλά, η επιχείρηση επεκτάθηκε και εδώ και 27 χρόνια είναι ιδιοκτήτης του μοναδικού μουσείου της περιοχής, του Umoona Opal Mine & Museum, το οποίο επισκέπτονται κάθε χρόνο περισσότεροι από 85.000 άνθρωποι από όλο τον κόσμο.

Το κυνήγι του θησαυρού
Η εξόρυξη οπαλίου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, εξηγεί ο Γιάννης Αθανασιάδης. Δεν αρκεί μόνο η τύχη για να καταφέρει κάποιος να γίνει πλούσιος, χρειάζεται μεθοδικότητα και σκληρή δουλειά. Το Κούμπερ Πίντι πήρε το όνομά του από τους ιθαγενείς της Αυστραλίας, τους Αβορίγινες, που στη γλώσσα τους σημαίνει «λευκός άνθρωπος μέσα σε τρύπα». Κάπως έτσι δουλεύουν εκεί: «Για να μπορέσει κάποιος να κάνει εξόρυξη οπαλίου χρειάζεται να πάρει ειδική άδεια από το κράτος, το οποίο στη συνέχεια του νοικιάζει ένα κομμάτι γης. Το ποσό που πληρώνει είναι πολύ μικρό, αλλά υπάρχει ένας όρος. Τη γη που νοικιάζεις μπορείς να την κρατήσεις όσα χρόνια θέλεις, αρκεί να δουλεύεις σ’ αυτήν τουλάχιστον 20 ώρες την εβδομάδα».

Ο «θησαυρός» βρίσκεται στα έγκατα της γης. Οι εργαζόμενοι ανοίγουν μια τρύπα στο έδαφος και αρχίζουν να σκάβουν κατακόρυφα για να φτάσουν στο βάθος που θέλουν. Μπορεί να φτάσουν στα 20 ή τα 30 μέτρα κάτω από τη γη, ανάλογα με το πού δείχνουν τα σημάδια ότι υπάρχει οπάλιο. Στη συνέχεια φτιάχνουν δαιδαλώδεις γαλαρίες προς όποια κατεύθυνση θέλουν. Αν είναι τυχεροί, το οπάλιο τους περιμένει στα τοιχώματα του τούνελ κι αρκεί να χρησιμοποιήσουν το κασμαδάκι τους για να γίνει δικό τους. Η διαδικασία είναι επίπονη και δεν είναι λίγοι αυτοί που έχασαν τη ζωή τους κυνηγώντας το κρυμμένο θησαυρό: «Και μόνο το γεγονός ότι δουλεύεις κάτω από τη γη κάνει πολύ δύσκολα τα πράγματα. Παλιότερα δουλεύαμε και με εκρηκτικές ύλες. Όλα παίζουν ρόλο, ο τρόπος που θα ανοίξεις τις γαλαρίες, αν το χώμα αντέχει. Έχουν γίνει αρκετά ατυχήματα και, δυστυχώς, τα μεγαλύτερα ήταν με Έλληνες. Τη δεκαετία του ’80 τρεις Έλληνες φίλοι, οι οποίοι μάλιστα είχαν βγάλει πολύ οπάλιο και σχεδίαζαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, καταπλακώθηκαν από την οροφή του τούνελ. Όταν είσαι νέος, δεν σκέφτεσαι τον κίνδυνο, δεν τον υπολογίζεις. Σε αυτή τη δουλειά, όμως, ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί το ανεπανόρθωτο». Αξίζει λοιπόν το ρίσκο για το κυνήγι του οπαλίου; Μάλλον ναι, αφού, όπως εξηγεί ο κύριος Αθανασιάδης, η τιμή του μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 15.000 δολάρια το καράτι.

Ένας κόσμος κάτω από τη γη
Τα πάντα στο Κούμπερ Πίντι βρίσκονται κάτω από τη γη, τα σπίτια, τα καταστήματα, οι χώροι αναψυχής. Ο λόγος; Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες της περιοχής. Το καλοκαίρι το θερμόμετρο μπορεί να φτάσει ακόμα και τους 50 βαθμούς Κελσίου. «Το καλό είναι ότι δεν υπάρχει υγρασία, όπως και να το κάνεις όμως οι θερμοκρασίες είναι υψηλές. Οπότε, ο κόσμος κατάλαβε γρήγορα ότι είναι πολύ καλύτερα να μένει κάτω από τη γη, προκειμένου να είναι προστατευμένος από τις καιρικές συνθήκες. Είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό, γι’ αυτό και το Κούμπερ Πίντι έγινε ξακουστό σε όλο τον κόσμο». Η κόκκινη έρημος της Αυστραλίας έχει περίπου 3.500 κατοίκους. Τη δεκαετία του ’70 η πλειοψηφία ήταν Έλληνες: «Τότε έμεναν εδώ περίπου 1.000 Έλληνες. Σήμερα όμως ο αριθμός αυτός έχει μειωθεί αρκετά, απ’ ό,τι ξέρω δεν ξεπερνούν τους 200. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες επιχειρήσεις της περιοχής είναι σε ελληνικά χέρια. Υπάρχει ελληνική εκκλησία, ταβέρνα και, παρόλο που ζούμε στην έρημο, τρώμε και τα ψαράκια μας».

Ένα διαφορετικό μουσείο
Το Κούμπερ Πίντι επισκέπτονται καθημερινά τουρίστες από όλο τον κόσμο, που θέλουν να δουν από κοντά το μοναδικό τοπίο της περιοχής και να μάθουν τα μυστικά του οπαλίου. Σημείο κατατεθέν της περιοχής είναι το μουσείο του Γιάννη Αθανασιάδη Umoona Opal Mine & Museum: «Οι επισκέπτες μπορούν να μάθουν την ιστορία της περιοχής, πώς ζούσαν οι Αβορίγινες πριν από χιλιάδες χρόνια, πώς κατοικήθηκε στη συνέχεια από λευκούς, πώς δημιουργήθηκε το οπάλιο πριν από 120 εκατομμύρια χρόνια και τους τρόπους εξόρυξής του. Έχουμε φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ, που απέσπασε μάλιστα σε φεστιβάλ της Νέας Υόρκης το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ της χρονιάς, το οποίο μπορούν να παρακολουθήσουν οι επισκέπτες σε ειδική αίθουσα του μουσείου. Μπορούν επίσης να δουν από κοντά υλικό που έχουμε συλλέξει απ’ όλη την περιοχή».

Είμαι τυχερός
Η τύχη χαμογέλασε στον Γιάννη Αθανασιάδη, όχι μόνο σε επαγγελματικό επίπεδο, αλλά και σε προσωπικό: «Σε ένα ταξίδι μου στη Μελβούρνη γνώρισα τη Χριστίνα, τη γυναίκα της ζωής μου και μαζί φτιάξαμε μια πολύ ωραία οικογένεια. Εκείνη είναι από το Μπουένος Άιρες, την έχω μάθει όμως και μιλάει άπταιστα τα ελληνικά. Ο γιος μας, ο Νίκος, είναι 30 ετών και ασχολείται με την οικογενειακή επιχείρηση και η κόρη μας, η Αιμιλία, που είναι 28, έχει σπουδάσει στο Λονδίνο fashion design και εργάζεται στη Μελβούρνη». Όταν τον ρωτάμε αν τελικά κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, απαντάει: «Είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή μου και σε οικογενειακό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Αν ξεκινούσα τώρα από την αρχή, θα έκανα ακριβώς τα ίδια πράγματα». Από τον τρόπο που μιλάει, όμως, καταλαβαίνει κανείς πως τελικά ο μεγαλύτερος θησαυρός γι’ αυτόν είναι η οικογένειά του!