Mala Noche (1986)

04.02.2013
Η κάμερα του Βαν Σαντ συλλαμβάνει έντονο τον παλμό μιας μουντής και διόλου ελκυστικής Αμερικής, η οποία φαίνεται να βρίσκεται χαμένη κάπου στον χρόνο.

Ο Γουόλτ Κέρτις γεννήθηκε στο Πόρτλαντ του Όρεγκον το 1941 και παρέμεινε εκεί για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, παρά το γεγονός ότι η φήμη του ως λογοτέχνη ξεπέρασε σχετικά νωρίς τα σύνορα της γενέτειράς του. Από πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε να γράφει ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία βρήκαν το δρόμο τους σε βιβλία, παράλληλα με μια ταυτόχρονη καριέρα ως μεταφραστής ισπανόφωνων συγγραφέων όπως ο Πάμπλο Νερούδα και ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.

Το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ ο Κέρτις διάλεξε να το στηρίξει σε πολύ δικά του βιώματα και σε μια χούφτα χαρακτήρες του περιθωρίου που έτυχε να έχει συναντήσει, τον καιρό που αγωνιζόταν ο ίδιος να βγάλει τα προς το ζην, μέσα από ευκαιριακές δουλειές και οριακές συνθήκες διαβίωσης. Λεγόταν «Mala Noche» και, μερικά χρόνια μετά την κυκλοφορία του, έπεσε στα χέρια ενός νεαρού από το Κεντάκι ονόματι Γκας Βαν Σαντ, που τη συγκεκριμένη περίοδο προσπαθούσε να πραγματοποιήσει τα πρώτα του βήματα στο σινεμά.

Οι δύο άντρες ήταν μοιραίο κάποια στιγμή να συναντηθούν και προϊόν της γνωριμίας τους στάθηκε μια συνεργασία που έφερε το ιδιαίτερα προσωπικό βιβλίο στη μεγάλη οθόνη, προσθέτοντας ένα σημαντικό κεφάλαιο τόσο στο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά όσο και στο κινηματογραφικό ιδίωμα που αργότερα θα ονομαζόταν πιο ξεκάθαρα queer cinema. Το πρώτο πράγμα που έχει, ωστόσο, κανείς να πει για το ντεμπούτο του Γκας Βαν Σαντ στη σκηνοθεσία είναι ότι αποτελεί μια εξίσου προσωπική υπόθεση με το υλικό πάνω στο οποίο βασίστηκε.

Γυρισμένο στους δρόμους της πόλης όπου διαδραματίζονται οι λιγοστές σελίδες του βιβλίου, το «Mala Noche» (που μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως «κακή νύχτα») διηγείται τις ατελέσφορες προσπάθειες ενός νεαρού γκέι να καταλήξει στο κρεβάτι με το αντικείμενο του επίμονου πόθου του, έναν 16χρονο Μεξικάνο που βρίσκεται παράνομα στη χώρα, κρύβεται συνεχώς από την αστυνομία και δεν λέει να ενδώσει με τίποτα στα ερωτικά του καλέσματα. Το πάθος που ο ήρωας αισθάνεται για τον ατίθασο και εκρηκτικό Τζόνι είναι πεισματικό αλλά και πλήρως ανιδιοτελές, σφοδρό όσο και χωρίς νόημα.

Ορμώμενη από αυτήν ακριβώς την αίσθηση του αδύνατου που καταφέρνει πάντοτε να δίνει μια θλιμμένη ομορφιά στα πράγματα, η ταινία γίνεται μια χαμηλόφωνη μπαλάντα που τραγουδιέται σε φτωχικές γωνιές, συνοικιακά καταστήματα της πόλης και ημιφωτισμένα δωμάτια της κακιάς ώρας. Η κάμερα του Βαν Σαντ συλλαμβάνει έντονο τον παλμό μιας μουντής και διόλου ελκυστικής Αμερικής, η οποία φαίνεται να βρίσκεται χαμένη κάπου στον χρόνο και που, αντίθετα με οτιδήποτε είχε συνηθίσει να βλέπει το κοινό της εποχής, εδώ μοιάζει να κατοικείται από απόκληρους, losers και κλεφτρόνια που πουλάνε το κορμί τους για να εξασφαλίσουν ένα γεύμα ή ένα μέρος στο οποίο να περάσουν ασφαλείς τη νύχτα.

Είναι οι ίδιοι χαρακτήρες που θα συναντήσουμε αργότερα στο «Ντράγκστορ Καουμπόι» και στο «Δικό μου Αϊντάχο», οι ίδιοι δρόμοι που ο σκηνοθέτης θα περπατήσει ξανά, το ίδιο περιθώριο του αμερικανικού ονείρου στο οποίο θα αφήνει τακτικά στο εξής το επισκεπτήριό του. Προς το παρόν, όμως η χρονιά είναι το 1985 και ο Γκας Βαν Σαντ χρησιμοποιεί το φιλμ με μια εξομολογητική και ανεπιτήδευτη διάθεση που αιφνιδιάζει όσους συμπατριώτες του θεατές δεν είχαν συναντήσει ως τότε τίποτα παρόμοιο στη σκοτεινή αίθουσα.

25 χιλιάδες δολάρια όλα και όλα είχε στη διάθεση του ο Γκας Βαν Σαντ και το συνεργείο που κατόρθωσε να συγκεντρώσει ήταν ολιγάριθμο και όχι ιδιαίτερα έμπειρο, ενώ οι ηθοποιοί του παρέμειναν ως επί το πλείστον απλήρωτοι Το αποτέλεσμα, παρ’ όλα αυτά, στάθηκε ένα μικρό και ακατέργαστο διαμάντι εικόνων και διαθέσεων. Μέσα από τις έντονες αντιθέσεις της μαυρόασπρης φωτογραφίας, το γοητευτικά άτσαλο μοντάζ, τον ρεαλιστικό και αυτοσχέδιο τόνο, ο σκηνοθέτης κατάφερνε να καλύψει την απειρία και την έλλειψη τεχνικών μέσων με ένα ύφος που έγερνε περισσότερο στο ιδιωτικό, το αφοπλιστικά άμεσο και το τρομερά οικείο.

Το «Mala Noche» μοιάζει με προέκταση του ερωτοχτυπημένου ήρωά του, όπως τον συνοψίζει θαυμάσια στην όλο φυσικότητα παρουσία του ο Τιμ Στρίπερ. Γίνεται ο ιδρώτας και το καρδιοχτύπι του. Οι αυθόρμητες σκέψεις και τα γεμάτα προσμονή βλέμματά του. Ο σιωπηλός παρατηρητής στη μάταιη σταυροφορία του να αποκτήσει αυτό που τόσο έντονα επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί ούτε καν να αγγίξει.

Τίποτα απελπισμένο δεν υπάρχει, εντούτοις, στο φιλμ. Μόνο ένας σχεδόν ανεπαίσθητος ρομαντισμός, όπως τον κουβαλούν στις πλάτες τους μια χούφτα χαμένα παιδιά της ζωής που ξέρουν ότι δεν υπάρχει γι’ αυτά αύριο και πως τους απομένει μόνο η πρόσκαιρη σιγουριά την οποία τους προσφέρει η κάθε φευγαλέας στιγμή.

Ο Βαν Σαντ κινηματογραφεί κορμιά και πρόσωπα σαν να γυρεύει ο ίδιος σε αυτά καταφύγιο από την ασχήμια του κόσμου που συναντά γύρω του. Τα παρακολουθεί, έτσι όπως προσπαθούν βίαια να αντλήσουν και να καρπωθούν το ένα από το άλλο. Απλώνει την αφήγηση του σαν να διαβάζει σελίδες από το κρυφό ημερολόγιό τους. Και συνεχίζει στιλιστικά ένα μονοπάτι που περπάτησε πρώτος ο Τζον Κασαβέτης στο αμερικανικό σινεμά. Περνώντας από την ποίηση των απλών, καθημερινών ανθρώπων σε μια ερωτική ιστορία όπως αμέτρητες άλλες. Χωρίς αντίκρισμα και χωρίς τέλος. Ευτυχισμένο ή μη…

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ