Ενα τελευταίο τσιγάρο για τον Σερζ Γκενσμπούργκ

29.07.2008
Αγαπητέ Σερζ, προσπαθώντας να γράψω ένα σύντομο σενάριο της ζωής σου (ναι, ένα σύντομο σενάριο της δικής σου ζωής, αστείο δεν είναι;) μπροστά σε μια λευκή ηλεκτρονική κόλλα, νιώθω κάπως γελοίος. Πάω να κόψω δρόμο, να ξεκινήσω από το τέλος ίσως, και θυμάμαι την υπέροχα άκομψη τελευταία σου ευχή: «Εάν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε μια τελευταία γυναίκα και ένα τελευταίο τσιγάρο, θα διάλεγα το τσιγάρο: το πετάς πιο εύκολα». Τώρα πια δε μπορώ να σου προσφέρω τίποτα από τα δύο, μόνο μια υπόσχεση: μέχρι να τελειώσει αυτό το κείμενο θα έχω φέρει στο μυαλό μου κάμποσες γυναίκες, αλλά θα έχω καπνίσει περισσότερα τσιγάρα.

Αγαπητέ Σερζ, προσπαθώντας να γράψω ένα σύντομο σενάριο της ζωής σου (ναι, ένα σύντομο σενάριο της δικής σου ζωής, αστείο δεν είναι;) μπροστά σε μια λευκή ηλεκτρονική κόλλα, νιώθω κάπως γελοίος. Πάω να κόψω δρόμο, να ξεκινήσω από το τέλος ίσως, και θυμάμαι την υπέροχα άκομψη τελευταία σου ευχή: «Εάν έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε μια τελευταία γυναίκα και ένα τελευταίο τσιγάρο, θα διάλεγα το τσιγάρο: το πετάς πιο εύκολα». Τώρα πια δε μπορώ να σου προσφέρω τίποτα από τα δύο, μόνο μια υπόσχεση: μέχρι να τελειώσει αυτό το κείμενο θα έχω φέρει στο μυαλό μου κάμποσες γυναίκες, αλλά θα έχω καπνίσει περισσότερα τσιγάρα.

Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά

Ονομα: Λισιεν
Επώνυμο: Γκινσμπούργκ

«Είμαι μικροκλέφτης, πλαστογράφος, τζογαδόρος, καταθλιπτικός, λυσσασμένος πεσιμιστής, αλαζόνας, ανεξίτηλος, αδέξιος, εθισμένος και βίαιος». Αυτός ήταν ο Σερζ Γκενσμπούργκ δια στόματος Σερζ Γκενσμπούργκ, και κανείς δε θα εκπλησσόταν εάν έβλεπε ακόμη και τα παραπάνω λόγια στον τάφο του. Ανθρωπος - κινητό σκάνδαλο και ο τελευταίος πραγματικά καταραμένος ποιητής, ο Ρώσος που γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1928 με το όνομα Λισιέν Γκινσμπούργκ και πέθανε στις 2 Μαρτίου 1991 κουβαλώντας ένα σωρό αποθεωτικά ή υβριστικά προσωνύμια στην πλάτη του δεν ζητάει κανένα οίκτο, καμία άμβλυνση των γωνιών. Το φιλμ της ζωής του ήταν πνιγμένο στο φλερτ με τον μισανθρωπισμό και τις καταχρήσεις κάθε είδους, και μόνο έτσι μπορεί να ξαναπαιχτεί.

Ντροπαλός και άσχημος, ο μικρός Λισιέν Γκινσμπούργκ θα αντλήσει τα πρώτα του μουσικά ερεθίσματα με έναν τρόπο καθαρά βιωματικό: ο πατέρας του Τζόσεφ, που είχε συγκρουστεί με τη σύζυγό του Ολια στην Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και είχε διαφύγει από τη Ρωσία, θα ντύσει το οικογενειακό τους σπίτι με τους ήχους του Σοπέν, του Μπαχ και του Βιβάλντι, ενώ την ίδια στιγμή κερδίζει τα προς το ζην παίζοντας πιάνο στα καμπαρέ του Παρισιού. Την ίδια στιγμή, χάρη στη τρυφερή φιγούρα της μητέρας του και τη συνύπαρξη με τις δύο αδελφές του, Λιλιάν και Ζακλίν, ο Λισιέν αρχίζει να εθίζεται ασυναίσθητα στις χάρες της γυναικείας παρέας. Εξακολουθεί φυσικά να είναι όχι μόνο απίστευτα ντροπαλός, αλλά και ασθενικός: σε ηλικία 13 χρονών, θα γλιτώσει από μια μορφή φυματίωσης που αποδεικνύεται σε ποσοστό 99% θανατηφόρα. Ιδού λοιπόν και το τελευταίο κομμάτι στο παζλ της αγωγής του Λισιέν Γκινσμπούργκ: να κοροϊδεύει το θάνατο κατάμουτρα από μικρό παιδί.

Καταμεσής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια Γκινσμπούργκ περνά δύσκολες στιγμές λόγω της εβραϊκής της καταγωγής, και ενώ ο Τζόσεφ φεύγει από το Παρίσι για να ψάξει δουλειά στην επαρχία, ο Λισιέν ανακαλύπτει τη σπάνια κλίση του στη ζωγραφική. Κάκιστος στις υπόλοιπες σχολικές του επιδόσεις, θέτει ως μοναδικό του στόχο να ακολουθήσει τα χνάρια του Σεζάν, του Ντελακρουά και πάνω απ όλα του Κουρμπέ. Στον ελεύθερό του χρόνο γρατζουνά με πολύ μικρότερο ενθουσιασμό την κιθάρα του, ξεχωρίζοντας από τις μουσικές του επιρροές του τον Τζάνγκο Ράινχαρντ. Μετά επιστρέφει βιαστικά στο πάθος της ζωγραφικής, πάντα ανικανοποίητος, πάντα αχόρταγος. Δε θα αργήσει να δείξει το ίδιο πρόσωπο και απέναντι στις γυναίκες.

Λίγο μετά την ενηλικίωσή του, ο Λισιέν συναντά την πανέμορφη Ελίζαμπεθ Λεβίτσκι, κόρη Ρώσων αριστοκρατών που εκπατρίστηκαν μετά την επανάσταση, και ζει τον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής του, μαζί με τις πρώτες στιγμές μεγάλης απελπισίας. Πνεύμα παντελώς ανυπότακτο, ο Λισιέν θα μείνει τρεις μήνες στη φυλακή για λιποταξία και θα γνωρίσει τους μόνους δύο φίλους που δεν θα τον εγκαταλείψουν ποτέ: το αλκοόλ και το τσιγάρο. Μετά την καταναγκαστική εκτέλεση της στρατιωτικής θητείας, θα γυρίσει στον έβδομο ουρανό του έρωτα και της ζωγραφικής. Το 1951 παντρεύεται την Ελίζαμπεθ.

Σιγά σιγά, το δευτερεύον ενδιαφέρον για τη μουσική αρχίσει να κερδίζει έδαφος. Ενώ βγάζει χρήματα χρωματίζοντας τις φωτογραφίες ασπρόμαυρων ταινιών για τις εισόδους των κινηματογραφικών αιθουσών, ο Λισιέν συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια και πιάνει δουλειά στο κακόφημο καμπαρέ της μαντάμ Αρτούρ. Η συναναστροφή του με τον παρισινό υπόκοσμο τον αναγκάζει να αποκηρύξει το ντελικάτο όνομα Λισιέν, και με την ευκαιρία επιδιορθώνει τόσο δα το επώνυμό του. Ο Σερζ Γκενσμπούργκ έχει γεννηθεί και είναι από την αρχή ερωτεύσιμος όσο και ανυπόφορος. «Αυτός είμαι εγώ, αγαπώ τις γυναίκες μισώντας τες», δήλωνε πάντοτε ο Σερζ. Μετά από 5 χρόνια προσπάθειας να επιβιώσει δίπλα του, η Ελίζαμπεθ Λεβίτσκι θα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια. Ωστόσο, ο Σερζ ενδιαφέρεται περισσότερο για την κυκλοφορία των πρώτων του τραγουδιών στη γαλλική αγορά, αλλά και για την αποδοχή της ερμητικής του σκηνικής παρουσίας από το ξαφνιασμένο κοινό. Οταν ανεβαίνει στη σκηνή, ο Γκενσμπούργκ μοιάζει να βρίσκεται σε επικοινωνία μόνο με τον εαυτό του. Μόνος απέναντι στο πλήθος, τραγουδά πικρούς στίχους για το αλκοόλ, τις γυναίκες, τα γρήγορα αυτοκίνητα. Κατακτά τον θαυμασμό ακόμα και του μεγάλου Μπορίς Βιάν, αλλά και αναρίθμητων γυναικών. Μεταξύ αυτών η Φρανσουάζ-Αντουανέτ Πανκρατσί (ή απλώς Μπεατρίς), σύντροφός του για αρκετά χρόνια, σύζυγός του από το 1964 ως το 1966 και μητέρα των δύο πρώτων του παιδιών, της Νατάσα και του Πολ.

Στα τέλη της δεκαετίας του 50, ο Γκενσμπούργκ συναντιέται δημιουργικά με τον Μπορίς Βιάν και τη Ζιλιέτ Γκρεκό, μαγεύοντας τη δεύτερη σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον θεωρεί όμορφο. Μερικούς μήνες αργότερα θα δισταυρωθεί με τη Μπριζίτ Μπαρντό στα γυρίσματα της ταινίας «Voulez-Vous Danser Avec Μoi?», αλλά είναι νωρίς ακόμα για να υποψιαστούν αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει. Μια μικρή πρόγευση θα δοθεί τον Σεπτέμβριο του 1962, όταν ο Γκενσμπούργκ θα γράψει για τον πρώτο δίσκο της Μπαρντό ένα τραγούδι με τίτλο «Je me donne qui me plait» («Δίνομαι σε όποιον μου αρέσει»). Ο Σερζ δημιουργεί ποίηση με το πιο ταπεινό υλικό, αλλά παραμένει ενοχλητικά ανένταχτος. Η αδυναμία να βρει το κοινό του θα τον οδηγήσει σε εξάμηνη κατάθλιψη και πλήρη απραξία. Αμέσως μετά την ανάρρωσή του, θα δηλώσει αλαζονικά «Η nouvelle vague του γαλλικού τραγουδιού είμαι εγώ», θα συνεργαστεί κατά συρροήν με τα μεγαλύτερα ονόματα της Γαλλίας και θα παντρευτεί την Μπεατρίς. Μέσα σε δύο χρόνια, ωστόσο, ο αμετανόητος γυναικάς Γκενσμπούργκ θα βρεθεί να αποφεύγει παρά τρίχα ένα βάζο με μαρμελάδα που του εκτοξεύει οργισμένη η γυναίκα του, δε θα πάρει ούτε καν το καπελάκι του και θα αναζητήσει ένα ήσυχο δωμάτιο ξενοδοχείου.

-Σ' αγαπώ
-Ούτε κι εγώ!

Στις 12 Απριλίου 1966, σε μια συλλογή που ενώνει τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς «γιε γιε» της γαλλικής μουσικής, ο Γκενσμπούργκ θα μιλήσει για τις γνωστές και άγνωστες προτιμήσεις του: το μπέρμπον, τις γυναίκες, τον Πολ Κλέε, τον Στραβίνσκι και τον Τζέιμς Μπράουν, τα βιβλία του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Κατά τραγική ειρωνεία, το πνεύμα του συγγραφέα της «Λολίτα» θα στοιχειώσει τον Σερζ, καθώς εκείνος μπαίνει στον αστερισμό μιας «Μπεμπέ».

Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, η Μπριζίτ Μπαρντό θα μπει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα τραγούδια «Ηarley Davidson» και «Contact» που της έχει γράψει ο Γκενσμπούργκ. Παντρεμένη με τον ζάμπλουτο Γκίντερ Σαξ και ποθητή από όλο τον αρσενικό πληθυσμό της Γαλλίας, η Μπαρντό θα αρχίσει να ντρέπεται σαν άβγαλτη έφηβη μπροστά στον Σερζ: «Δεν τολμούσα να τραγουδήσω μπροστά του, υπήρχε κάτι στον τρόπο που με κοιτούσε που με μπλόκαρε. Ενα είδος ντροπαλής αναίδειας, ένα είδος αναμονής, ένα λεπτό στρώμα ταπεινής ανωτερότητας, παράξενες αντιθέσεις, ένα ειρωνικό μάτι σε ένα ακραία θλιμμένο πρόσωπο, ένα ψυχρό χιούμορ, τα δάκρυα στα μάτια», θυμάται η «Μπεμπέ».

Παρ όλη τη συστολή της, είναι εκείνη που θα αποφασίσει να κάνει το πρώτο βήμα. Εκείνος όχι μόνο ακολουθεί, αλλά χάνει τα μυαλά του από τον έρωτα. Εμπνέεται μάλιστα το, διαβόητο για τους τολμηρούς του στίχους, ερωτικό τραγούδι «Je taime moi non plus» (που σημαίνει κάτι σαν «Σαγαπώ. Ούτε κι εγώ») και το ηχογραφεί μαζί της στα τέλη της χρονιάς. Οσοι παρευρίσκονται στο στούντιο απλώς προσπαθούν να μη σκανδαλιστούν από την ατμόσφαιρα που επικρατεί ανάμεσα στο τρελά ερωτευμένο ζευγάρι. Το τραγούδι καταφέρνει να προκαλέσει σκάνδαλο στον γαλλικό Τύπο πριν την κυκλοφορία του και ο σύζυγος της Μπαρντό της δίνει να καταλάβει ότι είναι ώρα να επανέλθει στην τάξη και την ασφάλεια του γάμου της. Το πάθος Μπαρντό-Γκενσμπούργκ θα τελειώσει ακριβώς πάνω στην κορύφωσή του, η κυκλοφορία του «Je ΤΑime Μoi Νon Ρlus» θα ματαιωθεί την τελευταία στιγμή και ο Σερζ παραδέχεται ότι αυτή η σχέση τον σημάδεψε σαν πυρωμένο σίδερο. Τώρα νιώθει πιο μόνος από ποτέ, κυριολεκτικά ρημαγμένος και με αυτοκτονικές τάσεις. Το μόνο αντίδοτο που βρίσκει στην κατάστασή του είναι οι απανωτές εφήμερες κατακτήσεις, τις οποίες καταγράφει και βαθμολογεί σε ένα ειδικό σημειωματάριο.

Ως άλλη μια τέτοια ενδεχόμενη κατάκτηση υπολόγιζε μάλλον την πανέμορφη ηθοποιό Μαρίζα Μπέρενσον, την οποία επρόκειτο να συναντήσει στα γυρίσματα της ταινίας «Slogan» του Πιερ Γκριμπλά. Οταν, όμως, θα συναντήσει την εικοσάχρονη, άγνωστη και ανίκανη να μιλήσει έστω και μια λέξη γαλλικά Τζέιν Μπίρκιν, ο Γκενσμπούργκ θα εκδηλώσει απερίφραστα την οργή του. Και θα τη μετατρέψει με την ίδια ευκολία σε ερωτική εμμονή, κτητικότητα και ζήλια προς κάθε κατεύθυνση, όπως τους όμορφους συμπρωταγωνιστές της Μπίρκιν (βλ. Αλέν Ντελόν). Ο Σερζ και η Τζέιν γίνονται γρήγορα αχώριστοι, ταξιδεύουν μαζί στο Νεπάλ για την ταινία του Αντρέ Καγιάτ «Les Chemins De Κatmandou», αλλά και για άλλα γυρίσματα όπου συμμετέχει μόνο εκείνη. Γύρω στα τέλη του 1968 ηχογραφούν ξανά το «καταραμένο» «Je taime moi non plus», κάτι που η ίδια η Μπαρντό ομολογεί ότι την έκανε να σκάσει από τη ζήλια της.

Ωστόσο, το μόνο που ενδιαφέρει πια τον Γκενσμπούργκ είναι η οικογενειακή ζωή με την Τζέιν και την κόρη της, Κέιτ, την οποία μεγαλώνει σαν δική του. Ολο και πιο ερωτευμένος με τη γυναίκα του, εμπνέεται από αυτή το αριστουργηματικό «Ηistoire de Melody Νelson», ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της καριέρας του. Το πραγματικό του αριστούργημα όμως δεν θα αργήσει να έρθει: στις 21 Ιουλίου 1971, η Σαρλότ Γκενσμπούργκ έρχεται στον κόσμο και ο Σερζ βρίσκεται σε έκσταση. Αργότερα θα το επιβεβαιώσει ως εξής: «Εκείνη τη νύχτα άγγιξα τα δάχτυλα της ευτυχίας. Οι άντρες κάνουν έρωτα, οι μητέρες το θαύμα».

Υπό την επιρροή της αγαπημένης του Τζέιν, ο Γκενσμπούργκ επαναπροσδιορίζει το στυλ του και μαθαίνει να παίζει με την εικόνα του ελαφρώς αξύριστου προβοκάτορα, του κυνικού μετρ των καταχρήσεων. Ελα, όμως, που αυτή η εικόνα δεν απέχει και τόσο από την πραγματικότητα: ακόμα και ως ευτυχισμένος πάτερ φαμίλιας, ο Σερζ δε λέει να κόψει την παρέα με το αλκοόλ και το τσιγάρο. Ακόμη και όταν θα υποστεί μια σοβαρή καρδιακή κρίση σε ηλικία 45 ετών, θα μείνει στο νοσοκομείο για οχτώ εβδομάδες αλλά θα τηρήσει την επιβεβλημένη αποχή μόνο για τις πρώτες έξι. Μετά την έξοδό του, παραχωρεί μια μνημειώδη συνέντευξη στον Μισέλ Λανσελό, όπου δηλώνει ότι από μισογύνης έχει γίνει σχεδόν μισάνθρωπος και εμμέσως εκλιπαρεί την Τζέιν να μην τον εγκαταλείψει ποτέ. Το 1975 ο Γκενσμπούργκ πραγματοποιεί το πιο προσωπικό κινηματογραφικό του εγχείρημα και το βαφτίζει με το σκανδαλώδη τίτλο «Je Τ Aime Moi Non Ρlus». Το δράμα ενός ερωτικού (;) τριγώνου που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο ομοφυλόφιλους και μια Αγγλίδα με ερμαφρόδιτο παρουσιαστικό είναι τόσο αυθεντικά απελπισμένο, ώστε να μπει γρήγορα στο στόχαστρο με τη συνήθη κατηγορία της πρόκλησης και του σκανδάλου. Παρ όλα αυτά, το περιοδικό Variety θα το χαρακτηρίσει ως μία από τις μεγάλες κλασικές ταινίες της δεκαετίας, ενώ ο Φρανσουά Τριφό δεν θα σταματήσει να δηλώνει φανατικός υποστηρικτής της. Σε κάθε περίπτωση όμως, κοινός παρονομαστής παραμένει η απελπισία. Και ο γνήσιος εκφραστής της, Σερζ Γκενσμπούργκ, θα εξακολουθήσει να αυτοκαταστρέφεται με μαθηματική ακρίβεια, γκρεμίζοντας τις απαραίτητες γι αυτόν γέφυρες επικοινωνίας.

Οverdose
Το 1980, ο Γκενσμπούργκ δημιουργεί τον μύθο του Ευγκένι Σοκόλοφ, ενός τύπου «που αυτοκαταστρέφεται συνειδητά επειδή κυνηγά τη δόξα και η δόξα τον καταστρέφει, άρα είναι εν μέρει αυτοβιογραφικό». Ο ίδιος ξέρει καλά ποιο θα είναι το τίμημα των υπερβολών του: τον Αύγουστο του 1980, μετά από δώδεκα χρόνια μιας συμβίωσης όλο και πιο αβίωτης, η Τζέιν θα φύγει από το σπίτι μαζί με τη Σαρλότ και την Κέιτ. Ο Σερζ παίρνει όλο το φταίξιμο πάνω του, αν αυτό έχει κάποια σημασία, και επιχειρεί να λυτρωθεί από τους έντονους φόβους της μοναξιάς μέσω της δουλειάς του. Στο φιλμ του Κλοντ Μπερί «Je Vous Αime» πρωταγωνιστεί μαζί με την Κατρίν Ντενέβ σε έναν ρόλο ξεκάθαρα εμπνευσμένο από τη ζωή του, δηλαδή ενός άντρα που κάνει τη σύντροφό του να υποφέρει. Ενώ ο Γκενσμπούργκ συνεχίζει να συνεργάζεται με τη Ντενέβ γράφοντάς της έναν ολόκληρο δίσκο, γνωρίζει την επόμενή του σύντροφο. Το όνομά της είναι Καρολίν φον Πάουλους ή απλώς Μπαμπού, ένα γερμανο-κινέζικο χαρμάνι μόλις 21 ετών και εθισμένο στα ναρκωτικά. Εκείνος ανακαλύπτει μια κάποια παρηγοριά κοντά σε μια φύση πιο αυτοκαταστροφική ακόμα και από αυτόν, σχολιάζοντας με απάθεια τα πάθη της: «Ναι, η μικρή υπερβάλλει λίγο, έχω βρει σύριγγες ακόμα και στο μπάνιο!».

Ο Γκενσμπούργκ καταναλώνει πια τις αγαπημένες του ουσίες χωρίς σταματημό. Παράλληλα, βρίσκει τη διαύγεια και τη γενναιότητα να συμφιλιωθεί (ή τον τρόπο να έρθει όσο πιο κοντά μπορεί;) με την Τζέιν Μπίρκιν, βαφτίζοντας την κόρη που απέκτησε με τον σκηνοθέτη Ζακ Ντουαγιόν και χαρίζοντάς της τον υπέροχο δίσκο «Βaby Alone In Βabylone». Στη συνέχεια επιστρέφει στα προσφιλή του παραληρήματα, πραγματοποιώντας δημόσιες εμφανίσεις που σχοινοβατούν ανάμεσα στο προκλητικό και το γραφικό. Είτε καίει χαρτονομίσματα μπροστά στην κάμερα, είτε δηλώνει στη Γουίτνεϊ Χιούστον «θέλω να σε γαμήσω» σε σόου υψηλής τηλεθέασης, είτε αποκαλεί την Κατρίν Ρινζέρ (τραγουδίστρια των Rita Mitsuko) «πουτάνα» ενώ κάθεται στον ίδιο καναπέ με αυτήν, ο Γκενσμπούργκ αγνοεί παντελώς τι σημαίνει προστασία της δημόσιας εικόνας του, πόσω μάλλον τι είναι η πολιτική ορθότητα.

Το ίδιο συμβαίνει και με το δίσκο του «Love Οn Τhe Βeat», που τον απεικονίζει στο εξώφυλλο βαμμένο σαν τραβεστί και εμμένει αφενός στο θέμα της ομοφυλοφιλίας, αφετέρου στον πλατωνικό τρελό του έρωτα για την κόρη του, Σαρλότ. Ενας έρωτας στον οποίο θα επανέλθει το 1986, σκηνοθετώντας την ταινία «Charlotte For Εver» και κινηματογραφώντας την 14χρονη κόρη του γυμνή. Το αποτέλεσμα θα σοκάρει μέχρι και τον ίδιο: «Μετά το γύρισμα, δεν άντεχα να αντικρίσω την κόπια. Οχι εξαιτίας μου, αλλά εξαιτίας της Σαρλότ. Πώς μπόρεσα να δημιουργήσω έναν ρόλο τόσο φρικτό; Δεν καταλαβαίνω».

Πιο πολύ από ποτέ, ο Γκενσμπούργκ έχει γίνει αφόρητος στον Γκενσμπούργκ. Το άλμπουμ που γράφει για την Μπαμπού με τίτλο «Μade in China» φανερώνει έλλειψη έμπνευσης, ο αλκοολισμός εξοντώνει τις τελευταίες αντιστάσεις του οργανισμού του, οι γιατροί εντοπίζουν έναν ύποπτο όγκο στο συκώτι. Εκείνος είναι αμετανόητος: «Η υπόθεσή μου με τον θάνατο δεν αφορά κανέναν. Το ότι συνεχίζω να πίνω και να καπνίζω είναι δικό μου πρόβλημα». Λίγο πριν την αρχή του οριστικού τέλους, ανακαλύπτει την τελευταία του μούσα, μια μικρόσωμη 17χρονη με όνομα Βανέσα και επίθετο «Παράδεισος». «Η Παραντί είναι η κόλαση» αποφαίνεται με ένα λογοπαίγνιο ο Γκενσμπούργκ. Τα δύο χρόνια που θα προηγηθούν της 1ης Μαρτίου 1991, ο Σερζ θα συνδυάσει τις καταχρήσεις με μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το περιβάλλον του. Επιθυμεί να φύγει εν ειρήνη, στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό στην περίπτωσή του. Τη μέρα που θα συνειδητοποιήσει ότι τα κατάφερε, ή ότι είναι ανώφελο να προσπαθεί άλλο, θα ξεχάσει να πάρει το χάπι για την καρδιά του. Στις 2 Μαρτίου, η επίσημη ανακοίνωση του θανάτου του θα ωθήσει εκατοντάδες θαυμαστές έξω από το σπίτι του. Αρκετοί θα θυμηθούν το σλόγκαν ενός από τους τελευταίους του δίσκους: «Ο Γκενσμπούργκ δεν περιμένει τον θάνατο για να γίνει αθάνατος». Γι αυτό και το μόνο ιατροδικαστικό πόρισμα που του αξίζει είναι το εξής: ο Σερζ Γκενσμπούργκ πέθανε από υπερβολική δόση ζωής.

Τhe ladies man

Από τον Μάρκο Φράγκο

Κατά έναν τρόπο, η μουσική πορεία του Σερζ Γκενσμπούργκ μπορεί να θεωρηθεί ως η πορεία ενός κυκλοθυμικού, κακομαθημένου, εξαρτημένου από το σεξ Γάλλου προβοκάτορα, παρά ενός ανθρώπου που έκανε μια «σοβαρή» καριέρα στο ευρωπαΪκό τραγούδι. Ο Γκενσμπούργκ ήταν ένας κακομούτσουνος μποέμ, αλλεργικός στις νόρμες, οραματιστής ενός αποενοχοποιημένου ερωτισμού. Και ανάλογη ήταν και η μουσική του.

Η μουσική που παρήγαγε ο Γκενσμπούργκ, εκτεινόμενη σε τρεις δεκαετίες με σποραδική, άτακτη σειρά, είχε γυναικείο άρωμα. Οχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του - μόνιμο, καυτό και εμμονικό. Αλλά και ως αύρα. Ως γραφή. Ως οσμή. Ο Γκενσμπούργκ ήταν ένας ladies man, τόσο αφοσιωμένος που σχεδόν αλλοίωσε την προσωπικότητά του μέσα στα χρόνια και μεταλλάχθηκε σε ένα γυναικείο μουσικό «μπουντουάρ» ο ίδιος. Τα τραγούδια του -ο τρόμος κάθε αρχειοθέτη, όσον αφορά την ηχητική ποικιλομορφία τους- από όποια κουλτούρα και αν αντλούσαν κάθε φορά το ύφος τους, είχαν ένα στόχο: την απόλυτη και διαρκή υποταγή της γυναικείας επιθυμίας. Από τότε που εμπνεόταν από τους Γάλλους σουρεαλιστές δημιουργώντας συμβατικά αλλά «κουνημένα» σανσόν για κατεστραμμένους τύπους που κατρακυλούν από τα σκαμπό των μπαρ, μέχρι και το κύκνειο άσμα του το 1987, το εστέτ άλμπουμ «Υoure Under Αrrest», ο Γκενσμπούργκ διαπνεόταν από τη γυναικεία μούσα, βουτούσε αχόρταγα στο μέλι της ερωτικής πράξης και το αναπαρήγαγε μουσικά, το επέκτεινε, του έδινε διαστάσεις υπαρξιακής σοφίας. Βέβαια, μπορεί πράγματι τα δύο μεγαλύτερα ανοίγματά του στο ευρύ κοινό, η συμμετοχή της Φρανς Γκαλ στην Eurovision του 1965 με το «Ρoupe De Cire, Poupe De Son» (που του χάρισε και το πρώτο βραβείο) και το περιβόητο ντουέτο του με την Τζέιν Μπίρκιν στο «Je Τ Aime Moi Non Ρlus» το 1969 να αποτελούν σημαδιακές αναφορές στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού μουσικού τοπίου, αλλά οι πραγματικοί αισθητικοί θρίαμβοι του καλλιτέχνη, θα έρχονταν στα 70s.

Το «Ηistoire De Melody Νelson» του 1971, με την Τζέιν Μπίρκιν τιμώμενο πρόσωπο σε ένα concept άλμπουμ που παρακολουθούσε με εκτεταμένα ενορχηστρωτικά τσαλίμια τις περιπέτειες της ενζενί στον συναισθηματικό λαβύρινθο της εποχής, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματά του. Κατά κάποιον τρόπο, το συγκεκριμένο άλμπουμ αποτελεί πραγματικά μια απόπειρα εγκαταστατικής μουσικής τέχνης. Στο ρόλο των εικαστικών props τοποθετήστε τις προκλήσεις και τα διλήμματα της Μπίρκιν -που αφηγείται τις πλοκές με αυτή τη βαθιά μποέμικη αλητεία, χαραγμένη στη φωνή της- και στο ρόλο του φυσικού χώρου τοποθετήστε τις συνθέσεις του Γκενσμπούργκ. Πραγματικό installation συναισθημάτων, το συναρπαστικό ταξίδι της Μέλοντι Νέλσον προοιώνιζε τη φιλόδοξη, ανήσυχη πολιτιστική κρίση των 70s και την αχαλίνωτη ερωτική διάθεσή τους. Το «Rock Around The Βunker» (του 1975, ένα αμφιλεγόμενο άλμπουμ με επίκεντρο τους Ναζί και με διάθεση εξορκισμού από τον Γκενσμπούργκ των διώξεων των Ρωσοεβραίων γονιών του από τον Χίτλερ) και το «L Homme Α Tete De Chou» (του 1976, με επίκεντρο άλλη μια ενζενί, τη Μαριλού και το ξύπνημα της σεξουαλικής ταυτότητάς της) αποτελούν την πολύτιμη κληρονομιά του Γκενσμπούργκ στη μουσική των επόμενων δεκαετιών. Από τους συμπατριώτες του, Air, μέχρι τους Portishead, τους Pulp και τον Μπεκ, όλοι χρησιμοποιούν την παρορμητική μουσική ιδιοφυϊα του ως σπουδαία αναφορά των δημιουργιών τους.

Ούτε τα παιχνίδια του με την ρέγκε στις αρχές των 80s αλλά ούτε και οι state of the art παραγωγές του «Love On The Βoat» (1984) και «ΥouRe Under Αrrest» (1987) πρόσθεσαν σπουδαία πράγματα στο ήδη φορτωμένο από αμφισβήτηση μουσικό έργο του. Απλά επέτειναν το μύθο του που, στα 80s, έγινε πετυχημένη τηλεοπτική βορά, με πρώτο και καλύτερο θύτη τον ίδιο τον εαυτό του.

Το εκτόπισμα του Γκενσμπούργκ στη μουσική σκηνή σήμερα, δεν έχει τόσο να κάνει με την συνθετική επιρροή του ή τα τραγούδια του. Εχει να κάνει με τα κίνητρά του, τον παρορμητικό χαρακτήρα του και το ύφος του. Οταν η Κάιλι Μινόγκ χρησιμοποίησε σαμπλ από το ιστορικό ντουέτο του Γκενσμπούργκ με την Μπριζίτ Μπαρντό, «Βonnie And Clyde» του 1967, στο φετινό τραγούδι της «Sensitized», αυτό που οι παραγωγοί της έκαναν ήταν περισσότερο να κλείσουν το μάτι στον ερωτύλο εστέτ , παρά να εμπλουτίσουν με μια αξέχαστη μουσική φράση το ποπ οπλοστάσιο της λιλιπούτειας ντίβας. Επιπλέον, όταν το 2006 διάφοροι καλλιτέχνες ηχογράφησαν διασκευές τραγουδιών του για το σχέδιο «Μonsieur Gainsbourg Revisited», ήταν περισσότερο η αχαλίνωτη αίσθηση που τους οδήγησε στις επιλογές των τραγουδιών αλλά και στη μεταχείρισή τους ενορχηστρωτικά και όχι οι συνθέσεις. Αν ακούσει κανείς πώς μεταχειρίζονται οι Portishead το «Un Jour Comme Un Αutre» (μετατρέποντάς το σε «Requiem For Αnna») ή η περί πολλού Κάρλα Μπρούνι, η «αυτοκρατορική» σύζυγος Σαρκοζί, το «Ces Petits Riens» (που μετατρέπει σε «Τhose Little Τhings») θα νιώσει ότι η κληρονομιά Γκενσμπούργκ είναι άφθαρτη και καταλυτική. Πλην όμως, κτήμα λίγων και εκλεκτών.

(Μέρος της δισκογραφίας του Σερζ Γκενσμπούργκ κυκλοφορεί στην Ελλάδα από την Universal.)