Χατζάκης- Λεμπέσης μιλούν για τη δική τους... Φανταστικότητα [συνέντευξη]

22.02.2017
Η ανυπαρξία "ζωντανεύει" μέσα από τη συνύπαρξη τεσσάρων ηρώων στη νέα σουρεαλιστική παράσταση του Γρηγόρη Χατζάκη που βασίζεται στο έργο του Βαγγέλη Λεμπέση. Ένας φυσικός, η φανταστική του φίλη, ένας serial killer και μια σταρ του σινεμά διαπλέκουν τις ιστορίες τους με μυθικά πλάσματα σε έναν καινούργιο, τεχνητό κόσμο: τη Φανταστικότητα.

Εμείς μιλήσαμε με τον Γρηγόρη Χατζάκη και τον Βαγγέλη Λεμπέση για την παράσταση αυτή και τις προεκτάσεις της….

Πείτε μας λίγα λόγια για την παράσταση
Γρηγόρης Χατζάκης:
Μία φανταστική φίλη προσπαθεί να γίνει πραγματική, ο πραγματικός της φίλος προσπαθεί να γίνει ρεαλιστής, ένας σίριαλ κίλλερ προσπαθεί να βρει νόημα στις πράξεις του, μία ηθοποιός προσπαθεί να βρει την αλήθεια στην ερμηνεία της. Παράλληλα, στον κόσμο των φανταστικών πλασμάτων που έχει βρεθεί η φανταστική φίλη, απολυμένα πλάσματα, όπως ο Αϊ Βασίλης, ένας Χάρος, μία σβησμένη ηρωίδα βιβλίου, ένας μπαμπούλας, ένα αγνώστων στοιχείων πρόσωπο, προσπαθούν να αποδεχτούν την φανταστικότητα της ύπαρξής τους.
Ο χώρος που διαδραματίζεται το έργο παραστασιακά -με την όψη ενός δωματίου μοτέλ με ένα εμβόλιμο θερμοκήπιο- λειτουργεί σαν ένα σύστημα, όπου όλοι λειτουργούν σαν κομμάτι ενός συνόλου, στο οποίο το ένα μέλος παρεμβαίνει στο άλλο ή το συμπληρώνει. Βασικά στοιχεία είναι η λειτουργία του χρόνου και του ήχου.

Πώς προέκυψε το κείμενο του έργου;
Βαγγέλης Λεμπέσης:
Υποθέτω, όπως προκύπτουν συνήθως αυτά τα πράγματα. Νομίζω ότι κάθε κείμενο, όπως και κάθε έργο τέχνης, είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ιστορίας του δημιουργού του. Έτσι και με τη Φανταστικότητα. Ήρθε απλά, τη στιγμή που ήταν να έρθει, και μέσα της φέρει ένα σωρό πράγματα, από προσωπικά βιώματα μέχρι παλιότερα σχέδια που δεν έφτασαν ποτέ στη σκηνή. Η Λίνα για παράδειγμα, το κεντρικό πρόσωπο του έργου, είναι μαζί μου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από όταν ήμουν παιδί-και για να πω την αλήθεια, μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση που διάλεξε να ενσαρκωθεί με αυτό το συγκεκριμένο τρόπο. Δε θα έλεγα πάντως ότι είχα την πρόθεση να γράψω ένα έργο που να μιλάει για το ένα ή το άλλο θέμα. Απλώς ήθελα να πω μια ιστορία – ή καλύτερα, μια ιστορία ήθελε να ειπωθεί κι εγώ της έκανα τη χάρη.

Τι σας γοητεύει στο κείμενο του Βαγγέλη Λεμπέση;
Γρηγόρης Χατζάκης:
Οι διάλογοι, που ξεφεύγουν από το μελοδραματισμό που συναντάμε συχνά σε σύγχρονα ελληνικά κείμενα και φυσικά ο κόσμος της Φανταστικότητας, ένας κόσμος που μου θυμίζει μία σύγχρονη, πιο γειωμένη εκδοχή της Αλίκης.

Πώς αντιλαμβάνεστε σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης την κανονικότητα στη ζωή μας;
Γρηγόρης Χατζάκης: Μια μεγάλη απάτη. Κάθε τι, είναι κανονικό ή όχι κανονικό, σε σύγκριση με κάτι άλλο. Το τι είναι αυτό το άλλο, είναι ακραία υποκειμενικό, οπότε η κανονικότητα είναι η συνέπεια σε σχέση με κάτι που αναζητούμε ως προσωπική θέση. Αυτό για το οποίο μιλάει και το έργο. Η ισορροπία ανάμεσα στο απτό και το υπερβατικό. Αυτή είναι η προσωπική μου κανονικότητα.
Βαγγέλης Λεμπέσης: Δεν ξέρω τι είναι η κανονικότητα και δε θέλω να μάθω. Γιατί αν καταλήξουμε στο τι είναι «κανονικό» τότε θα πρέπει να ορίσουμε τελικά και απαρέγκλιτα το «παρεκκλίνον» και αυτό είναι πολύ επικίνδυνο πράγμα. Η δική μου κανονικότητα μπορεί να είναι τρέλα για κάποιον άλλο και αντίστροφα. Ποιος είμαι εγώ να αποφασίσω; Υπάρχουν πολλά πράγματα που με πνίγουν, και ορισμένα από αυτά έχουν βέβαια να κάνουν με τον τρόπο ζωής που συνήθως αποκαλούμε «κανονικό» - η δουλειά, η επιβίωση, ο αγώνας απέναντι στο χρόνο που περνάει κλπ. Επίσης μια φορά κόντεψα να πνιγώ από μια ρώγα σταφύλι.

Έχετε κάποιον δικό σας ...φανταστικό κόσμο;
Γρηγόρης Χατζάκης:
Αυτόν που δε χρειάζεται να εξηγήσεις πού ακριβώς βρίσκεται η νεράιδα που βλέπεις και γιατί πετάει με το ένα φτερό κολλημένο ανάποδα. Θα 'πρεπε περισσότερο να σε απασχολεί, γιατί κλαίει.

Ο σουρεαλισμός είναι μέρος της ζωής σας;
Βαγγέλης Λεμπέσης:
Μόνο όταν κοιμάμαι. Κατά τα άλλα νομίζω ότι η ζωή μου εμφορείται πλήρως από το βίαιο ρεαλισμό της ύπαρξης και τον μη-ορθολογισμό που τη διέπει. Όμως ο σουρεαλισμός και ο μη-ορθολογισμός είναι διαφορετικά πράγματα. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε μια υπέρβαση ή άρνηση της πραγματικότητας και στη δεύτερη ένα διαφορετικό τρόπο να τη μεταφράζουμε ή να τη βιώνουμε. Αυτό το δεύτερο με εκφράζει περισσότερο. Νομίζω ότι ζούμε σε ένα κόσμο τόσο υπέροχα παράλογο που το να τον χαρακτηρίζουμε «σουρεάλ» αποτελεί πλεονασμό.
Γρηγόρης Χατζάκης: Υποθέτω ότι το ρωτάτε σε σχέση με την παράσταση, που θα ήθελα να σημειώσω πως έχει σαν έργο τις ρίζες του, περισσότερο στον μαγικό ρεαλισμό, παρά στον σουρεαλισμό.(Ceci n' est pas une responce). Παρ' όλα αυτά, ο σουρεαλισμός είναι βασικός μου γνώμονας στην παρατήρηση και αντιμετώπιση της καθημερινότητάς μου. Υπάρχει κάτι που έλκει τον κόσμο στη γη, στην ωμότητα, στον ορθολογισμό. Όλα όμως περνάνε και κωδικοποιούνται στον εγκέφαλο μας, ο οποίος τα βλέπει την ίδια στιγμή σαν παρελθόν, κομμάτι δηλαδή του φαντασιακού. Δε βλέπω το λόγο να αποτρέπουμε τη φαντασία να παρεισφρήσει εντονότερα στη ζωή μας.

Πού αγγίζει το έργο αυτά που βιώνουμε σήμερα;
Βαγγέλης Λεμπέσης:
Δεν ξέρω να σας πω, γιατί δεν είμαι απόλυτα σίγουρος τι ακριβώς βιώνουμε σήμερα. Το έργο ασχολείται έτσι κι αλλιώς με θέματα που δεν είναι απαραίτητα επίκαιρα. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης που θέτει στην ηρωίδα το αιώνιο ερώτημα «Ποιά είμαι» ξεκινώντας από αυτή την αφετηρία ασχολείται με το θάνατο, τη φαντασίωση, την υφή και την ποιότητα της πραγματικότητας, την πίστη και άλλα τέτοια που ούτε κι εγώ ξέρω να σας τα απαριθμήσω όλα. Πάντως υπάρχει ένα θέμα που πιστεύω ότι αγγίζει αρκετά την εποχή μας κι αυτό είναι η σχετικότητα του τρόπου με τον οποίο δομούμε την ταυτότητά μας. Βγαίνουμε από μια εκτεταμένη περίοδο όπου το επάγγελμα και το εισόδημα καθόριζαν το «ποιος είσαι» σε τέτοιο σημείο που έχει αποτυπωθεί γλαφυρά στη γλώσσα μας: «θα γίνω γιατρός» ή «είμαι καθαρίστρια». Με τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ίσως μας επιβάλλεται βίαια να βρούμε νέους τρόπους αυτο-ορισμού και νομίζω ότι θα τους ψάχνουμε για καιρό – στο Internet, στις selfies, στα avatar, στην τεχνολογία και πάει λέγοντας. Είναι μια υπέροχη περιπέτεια, όπως κάθε περιπέτεια που αρχίζει με το ερώτημα «Ποιος είμαι»

Τελικά είναι λύση η αλήθεια;
Βαγγέλης Λεμπέσης:
Κατά τη γνώμη μου όχι. Ή τουλάχιστον, όχι πια. Ακόμα και το ζητούμενο της αλήθειας μου μοιάζει κάπως ξεπερασμένο σε μια εποχή όπου όχι μόνο «οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν πεθάνει», αλλά και η Εικόνα είναι πια τόσο ισχυρή που καθιστά την πραγματικότητα από αδύναμη έως άσχετη. Η αλήθεια μας διαφεύγει και θα μας διαφεύγει πάντα, είναι ένα όπλο που δεν πιστεύω ότι μπορούμε να αποκτήσουμε ποτέ και μια παρηγοριά που δε μας είναι πλέον ούτε αρκετή, ούτε διαθέσιμη. Και θεωρώ πως το στοίχημα της εποχής μας είναι να αποδεχτούμε αυτή την απώλεια, να την πενθήσουμε και να πάμε παρακάτω.

Πώς ονειρεύεστε έναν... φανταστικό κόσμο;
Βαγγέλης Λεμπέσης:
Με περισσότερη ισότητα και λιγότερη αδικία. Και δράκους.

Έχετε ελπίδα για το μέλλον και που τη στηρίζετε;
Βαγγέλη Λεμπέσης:
Δεν έχω καμιά ελπίδα για το μέλλον και όποτε έχω πίνω ένα χαμομήλι και μου περνάει. Η ελπίδα είναι μια άπιστη ερωμένη και εγώ προτιμώ να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Χρήσιμο , αλλά μπελαλίδικο πράγμα. Προτιμώ χίλιες φορές την ονειροπόληση. Έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον και σε συνήθως μυρίζει καλύτερα.
Γρηγόρης Χατζάκης: Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, άρα έχει μέλλον ακόμα. Σε αυτό στηρίζομαι.

Μελλοντικά σχέδια;
Γρηγόρης Χατζάκης:
Αυτό το διάστημα είμαι σε διαδικασία προβών για το καινούργιο, ακυκλοφόρητο έργο του Αύγουστου Κορτώ, (Ρίτα & Ντύλαν & Φαίδρος & Φάμκε), που θα ανέβει στο Σύγχρονο Θέατρο, αμέσως μετά το Πάσχα. Είμαι πανευτυχής γιατί πέρα από τους σταθερούς φίλους και συνεργάτες κάτω από τη σκηνή (Ζωή Αρβανίτη, Βύρων Κατρίτσης, Άννα Κολιοφώτη...) έχω την τύχη να συνεργάζομαι με τέσσερις υπέροχους, και λατρεμένους πλέον, ηθοποιούς (Χάρης Ασημακόπουλος, Χρήστος Καπενής, Στεφανία Κριεζή, Βαλέρια Χριστοδουλίδου) και νομίζω ότι δημιουργείται ένας διαφορετικός, υπέροχος θεατρικός κόσμος.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]